Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 38

Ρεμί ντε Γκουρμόν: Τα υψωμένα χέρια

Mεταφράζει ο Αλέξανδρος Τσαντίλας

O Ρεμί ντε Γκουρμόν (Remy de Gourmont) γεννήθηκε το 1858 στην Γαλλία. Όντας γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, αρχικά σπούδασε νομικά, αλλά αποφάσισε να ασχοληθεί με την λογοτεχνία. Διακρίθηκε ως ποιητής, συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας, συντάκτης περιοδικών λογοτεχνίας και τέχνης, και μέγας θεωρητικός του κινήματος του Γαλλικού Συμβολισμού, που άνθισε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Οι θεωρίες του για το λογοτεχνικό ύφος και την αισθητική, όπως διατυπώθηκαν στο βιβλίο του με τίτλο Le Probléme du Style (Το Πρόβλημα του Ύφους), επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό τα λογοτεχνικά κινήματα των αρχών του 20ου αιώνα σε αμφότερες τις πλευρές του Ατλαντικού. Πέθανε από εγκεφαλική συμφόρηση τον Σεπτέμβριο του 1915. Το πεζό με τίτλο Τα Υψωμένα Χέρια (τίτλος πρωτοτύπου: Les Bras Levés) δημοσιεύθηκε αρχικά το 1894 στο λογοτεχνικό περιοδικό L’ Art Littéraire, και εκδόθηκε ξανά το 1896, μαζί με άλλα κείμενα, στο βιβλίο Le Pèlerin du Silence, απ’ το οποίο έγινε η μετάφραση.

**

Η σκηνή δείχνει έναν ωκεανό από κεφαλές, απ’ τον οποίο αναδύεται, σαν ένα πλήθος σημαδούρες που τις σκεπάζουν ως τη μέση τα κύματα, ένας δάσος από υψωμένα χέρια. Είναι άνθρωποι γονατιστοί, που προσεύχονται.

Τα κεφάλια ανασηκώνονται στο μέσο των υψωμένων χεριών, όπως τα φύκια και οι λειχήνες που κρέμονται απ’ τις σημαδούρες • ο λεβάντες, φυσώντας απ’ τα ανατολικά, φουσκώνει τα πανιά τους και τα παρασέρνει μ’ έναν ρυθμό που θυμίζει κι αυτός προσευχή.

Οι άνθρωποι είναι σε γονυκλισία • από αθέατα μάτια, εκστασιασμένα από τρόμο κι ελπίδα, εκχέεται ένα γαλακτώδες φέγγισμα και ανεβαίνει προς τον ουρανό. Οι ψυχές σκαρφαλώνουν στον στρωμένο με μαργαριταρένια χαλίκια γαλαξία και στο λευκό μονοπάτι, που είναι όμως σπαρμένο με σκοτεινά κάγκελα, πύρινα δάκρυα, κι αιματόχρωμους αφρούς • εκεί καταποντίζονται και χάνονται, στα απώτατα ύψη του ουρανού, στην φωτοβόλο δόξα του Πενταγώνου.

Το Πεντάγωνο ταλαντώνεται, κι έπειτα περιστρέφεται γύρω απ’ τον εαυτό σου σαν τροχός. Φλόγες ξεπηδούν απ’ τις πλευρές του και το περιβάλλουν, κυλώντας γύρω απ’ τον τροχό • το Πεντάγωνο περιστρέφεται με ταχύτητα που δεν έχει σταματημό, στέλνοντας, έως τα πέρατα του κόσμου, μια φλεγόμενη δίνη, που μέσα της στροβιλίζονται βγαλμένοι οφθαλμοί, σαν καρυδότσουφλα που φωσφορίζουν καθώς παρασύρονται από το σκοτεινό και κυκλικό ρεύμα της συμπαντικής Χάρυβδης.

Μπροστά σ’ αυτό το ιερό θέαμα, οι γονατιστοί άνθρωποι σείονται από αγάπη κι ευγνωμοσύνη • η ευλάβεια ξαπλώνει στις καρδιές, και στις κοιλιές η ταπεινοφροσύνη πέφτει κι απλώνεται στις πέτρες του δαπέδου, μέσα στις ακαθαρσίες του βίου. Στο λευκό μονοπάτι, που άντεξε την πυρωμένη δίνη, οι ψυχές πηδούν ν’ ανέβουν ψηλότερα, και ποδοπατούν η μία την άλλη στο ανέβασμα τους • τις βλέπουμε, σαν άφλεκτα μόρια αμιάντου, να σκοντάφτουν στα μαργαριταρένια χαλίκια, να σκαρφαλώνουν στα σκοτεινά κάγκελα, να διαβαίνουν τα πύρινα δάκρυα, και να διασχίζουν κολυμπώντας τους αιματόχρωμους αφρούς…

Ο τροχός σταματάει και ξαναγίνεται πεντάγωνο • οι γωνίες του χάνονται: τώρα είναι κύκλος • μετά φουσκώνει, και γίνεται σφαίρα. Το θέαμα αυτό είναι εξίσου μεγαλειώδες και ιερό, όσο και πριν. Τα χέρια υψώνονται πιο νευρικά, και τα κεφάλια γέρνουν προς τα πίσω, αποφασισμένα να κοιτάξουν το Άπειρο καταπρόσωπα και σ’ όλη του τη λάμψη. Το λευκό μονοπάτι είναι στρωμένο απ’ άκρη σ’ άκρη με τον πυκνό κονιορτό των ψυχών: μια μυρμηγκοφωλιά που κάνει έφοδο στον ουρανό και απειλεί να μιάνει το διαυγές χρυσάφι της παναχράντου Σφαίρας.

Και να λοιπόν που τα χέρια και οι κεφαλές τραντάχτηκαν μεμιάς: τα μυρμήγκια στην κεφαλή της φάλαγγας κηλιδώνουν την επιφάνεια της θείας σφαίρας, και μια γραμμή από ψυχές φαίνεται τώρα να ενώνει τον ένα της πόλο με τον άλλο. Το φώς της Σφαίρας σκοτεινιάζει: οι άνθρωποι νίκησαν τον Θεό τους.

Κάτω, οι πυρσοί και οι φανοί σβήνουν στη σειρά • τα χέρια και οι κεφαλές χάνονται στο φύσημα του αέρα, κι ο Λεβάντες, καθώς περνάει πάνω απ’ τα αφανισμένα σώματα, μεταφέρει στο μέλλον το ατομικό άρωμα της Ζωής.

Το σκοτάδι έχει σκεπάσει την πλάση. Ο Θεός, άμορφος και νωθρός, κρεμιέται πάνω απ’ τα ερέβη σαν σβησμένος πολυέλαιος • χωρίς ακροατήριο, το Άπειρο έκλεισε τις πόρτες του θεάτρου – όμως, καθώς το σκέφτεται, του έρχεται μια ιδέα: «Ήμουν Πεντάγωνο. Θα γίνω Τρίγωνο».

Η σκοτεινιασμένη Σφαίρα αρχίζει να γυρνάει γύρω απ’ τον άξονα της • φουσκώνει κι άλλο • χρυσές εστίες εμφανίζονται στο δέρμα της • σιγά-σιγά, τα μυρμήγκια γκρεμίζονται σαν βροχή πάνω στην πλάση, που σκεπάζεται από την ακτινοβολία. Η Σφαίρα εκρήγνυται, κι απ’ τα συντρίμμια της, που τα τραβάει η έλξη προς το κέντρο, σχηματίζεται το Τρίγωνο.

Οι ψυχές πέφτουν στη γη, και μόλις αγγίξουν το χώμα, τα άτομα μαζεύονται γύρω από την ουσία, αφού ο Λεβάντες, έχοντας γυρίσει τον κόσμο, ξαναφτάνει φέρνοντας μαζί του το ατομικό άρωμα της Ζωής.

Οι δάδες και οι φανοί ανάβουν ξανά: οι κεφαλές σκύβουν, τα χέρια υψώνονται • η ασυνείδητη προσευχή αναδύεται σαν γαλακτώδες φέγγισμα προς το πολύμορφο Ιδανικό, και οι ψυχές ξαναπιάνουν το σκαρφάλωμα τους στο λευκό μονοπάτι του ουρανού • στο μονοπάτι όπου, από τούδε και στο εξής, θα καταποντίζονται και θα χάνονται, στα βάθη του ουρανού, μέσα στην φωτοβόλο δόξα του Τριγώνου.