Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 38

Νίκος Δασκαλόπουλος: Entanglement

photo © Στράτος Προύσαλης

Έγινα ένα μεγάλο όρυγμα φωνών και ιστοριών και,
όπως έγραφα, έπεσα μέσα από τον χώρο και τον χρόνο,
σε έναν άλλο κόσμο.
Έρνστ Κρόυντερ

ΤΩΡΑ (δεν πρόκειται για το δικό μας τώρα, αλλά για το δικό του, το οποίο συνέβη μία και μόνη φορά, το 1997), βρισκόταν στο Μπουένος Άιρες.

Ήταν σαρανταδύο ετών, φορούσε πάντα μαύρα (ακόμα και το καλοκαίρι), είχε μια μεγάλη υπέροχη μύτη και ήταν ένας συγγραφέας που τελείωνε ένα βιβλίο για κάποιον συγγραφέα που έγραφε ένα βιβλίο, για όλα τα βιβλία, για όλους τους συγγραφείς.

Στην πραγματικότητα δε διάβαζε όλους τους συγγραφείς — εξάλλου, κανείς δεν μπορεί να διαβάσει -όλα- τα βιβλία, όχι; Μελετούσε κυρίως έναν Αργεντίνο συγγραφέα που είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια κι έναν σύγχρονό του Αργεντίνο θεωρητικό φυσικό που ζούσε επίσης στο Μπουένος Άιρες. Αυτοί ήταν η βάση του αφηγήματός του, το οποίο διαλυόταν μέσα σε ετερογενείς αναφορές που τις έβρισκε κάπως θλιμμένα όμορφες. Τα υπόλοιπα ήταν υπόθεση του φανταστικού.

Επιτέλους, Μπουένος Άιρες. Εκείνη είχε βρεθεί εκεί, τέσσερις μήνες πριν• είχε από την αρχή ανοιχτή πρόσκληση να την επισκεφθεί όποτε ήθελε, όμως το ανέβαλλε συνέχεια (αν και επιθυμούσε διακαώς να τη δει), καθώς ήθελε το τέλος του βιβλίου να γραφτεί εκεί. Θα της το αφιέρωνε. Ήταν πενήντα και κάτι (ας μη γίνουμε ακριβείς), φορούσε πάντα γήινα χρώματα, είχε κι εκείνη μια μεγάλη υπέροχη μύτη και δίδασκε Γαλλική λογοτεχνία. Έγραφε όμως κι ένα βιβλίο (το πρώτο της), μόνο για εκείνον (με τον οποίο είχε εμπλακεί, αν και δεν το είχε υπολογίσει). Αποτελούνταν από μόλις ένα κεφάλαιο, και σε αυτό, έγραφε ποιο θα ήταν το επόμενό του βήμα στη ζωή. Ό,τι (κι αν) έγραφε, εκείνος θα έπρεπε να το τηρήσει, παρόλο που είχε υποπτευθεί ότι με αυτόν τον ευφάνταστο και ίσως διασκεδαστικό (για εκείνους) τρόπο, απλά θα προσπαθούσε να τον απομακρύνει από κοντά της (έστω λίγο, έστω για λίγο), γιατί εκείνος ήταν ερωτευμένος μαζί της. Φαντάζομαι ότι εσείς το γνωρίζετε πόσο κουραστικοί μέσα στην ασταμάτητη κινητικότητά τους μπορούν να είναι οι ερωτευμένοι για όσους μετρούν στον κανονικό χρόνο.

Το σπίτι της βρισκόταν στην οδό Αρλτ, στον αριθμό εικοσιέξι. Ένας δρόμος πολύ ευρωπαϊκός, μοντέρνος, και παραδόξως ήσυχος, γεμάτος δέντρα, γάτες (που κατέκλυζαν τον δρόμο εξαιτίας μιας κυρίας που έβγαζε τουλάχιστον δέκα πιατάκια και τα τάιζε μέρα παρά μέρα), τραγούδια εξωτικών πουλιών που είχαν σε κλουβιά τα περισσότερα μπαλκόνια (για κάποιο λόγο), και τον εραστή της (ο οποίος καθόλου δε μας ενδιαφέρει σε αυτή την ιστορία, που καθόλου δε μας ενδιαφέρει γενικά, και που ποτέ δε μας ενδιέφερε παρά μονάχα τις προχωρημένες βραδυνές ώρες, κι ακόμα και τότε, όχι αυτός καθαυτός, αλλά η λειτουργία του — το να μας κάνει να πονάμε λίγο παραπάνω για αυτό που ποτέ δεν είχαμε και που για αυτόν ακριβώς τον λόγο, ήταν δικό μας, μα νομίζω εσείς καταλαβαίνετε). Παραδόξως ήσυχος, μιας και συναντούσε τον κεντρικό πολύβουο δρόμο, την Μαλντασίνα. Που πάντα είχε κίνηση και πολύ φασαρία, πολλά καταστήματα και που οι άνθρωποι ήταν ακίνητοι μέσα στα αυτοκίνητα και μέσα στα καταστήματα και που τον Φεβρουάριο, ήταν σχεδόν αδύνατον να τον περπατήσεις, χωρίς να γίνεις μούσκεμα στον ιδρώτα. Αυτές οι λεπτομέρειες δεν είναι σημαντικές παρά μόνον για να γίνει πιο πιστευτή αυτή η ιστορία.

Το πρόβλημα του Αλέξανδρου (Αλέξανδρος Μοσχονάς ήταν το όνομά του) με αυτό το βιβλίο, ήταν ένα πρόβλημα το οποίο ο ίδιος ακόμα δεν το γνώριζε και είχε να κάνει με τα ονόματα και τις συνέπειές τους. Παρόλο που ήταν ιδιαίτερα διαβασμένος και φιλοπερίεργος, ευρυμαθής και εμβριθής, είχε κάποια κενά γνώσης (gaps in knowledge). Κοινές γνώσεις, για απλά προσβάσιμα πράγματα, του είχαν διαφύγει. Το φαινόμενο αυτό, στην περίπτωσή του, εστιαζόταν στα ονόματα. Προέφερε (και συχνά έγραφε) λάθος, τα περισσότερα ονόματα ξένων συγγραφέων, μουσικών, καλλιτεχνών... Λάθη φρικώδη και όχι αστεία, γιατί αστεία γίνονται όταν κάποιος τα συζητάει. Με την Ελβίρα, μιλούσαν συνεχώς για συγγραφείς και καλλιτέχνες, όμως εκείνη ποτέ δεν τον διόρθωνε κι έτσι δεν τον προφύλαξε (ευτυχώς). Δεν ήθελε να τον προσβάλλει, περισσότερο όμως αισθανόταν ενοχές που δεν ήταν ερωτευμένη κι εκείνη μαζί του, παράλογες ενοχές, όχι όμως προς εκείνον, αλλά προς τον εαυτό της. Λυπόταν που είχε τόσο καιρό να ερωτευτεί, ένιωθε σαν να είχε προδώσει τη μεγαλύτερη αξία που είχε στη ζωή της. Το προτιμούσε να κάνει σεξ από έρωτα, όμως προτιμούσε επίσης να κάνει απλά σεξ, από το να μην κάνει καθόλου και το ότι έκανε σεξ στην ηλικία της με έναν πολύ άξιο εραστή, πιο άξιο από τον Αλέξανδρο, το ότι πολλοί την επιθυμούσαν, ήταν ένα θαύμα κι ένα δώρο της φύσης, αφού ήταν έτσι που έμοιαζε τριάντα (υπερβάλλω, ίσως τριανταπέντε) και μάλιστα με ένα υπερβολικά ωραίο κορμί, κι ένα διαλυμμένο πρόσωπο, με μια διάλυση όμως συναισθηματική (δραματική), που δεν είχε αφήσει ίχνος ρυτίδας και που είχε αφήσει τα μάτια της, ίδια και απαράλλαχτα με αυτά της παιδικής της ηλικίας, σε μια φωτογραφία από το δημοτικό.

Της είχε μιλήσει για το πόσο ίδια είχε μείνει με τότε και είχε προσβληθεί με έναν αέρινο και πάντα χιουμοριστικό τρόπο, λέγοντάς του: “Πώς τολμάς να προσβάλλεις έτσι το έργο τέχνης που είναι το πρόσωπό μου; Φυσικά κι έχω αλλάξει”. Όλα αλλάζουν, όμως, ως διαφοροποιήσεις, ως παραλλαγές• σε αυτές συναντιένται η αλλαγή με την επανάληψη. Στην Ιστορία όπως και στην μουσική του Μπαχ, δεν έχουμε ποτέ επανάληψη, ακόμα κι αν μοιάζει σπαρακτικά και εξοντωτικά ως τέτοια. Τίποτα δεν επαναλαμβάνεται στ' αλήθεια. Και σε αυτή την ιστορία, οι παραλλαγές είναι αυτό που μας απασχολεί, αλλά εσάς μπορεί να σας απασχολήσει και ό,τι άλλο θέλετε. Το αν είχε μεγάλα στήθη για παράδειγμα ή ωραία οπίσθια. Είχε ένα μικρό γλυκό κωλαράκι και πολύ μεγάλα, ολοστρόγγυλα στήθη που όπως κι αν περιγραφούν, δε θα είναι δυνατόν να αποδωθεί πλήρως το στυλ τους στο πώς στέκονταν. Ούτε τα σουτιέν μπορούν να αποδώσουν αυτό το στυλ, ούτε τίποτα άλλο, πέρα από τη μοίρα του Αλέξανδρου. Μα μη νομίζετε πως την ερωτεύτηκε για το μπούστο της. Ούτε για τις λευκές φαβορίτες που διακοσμούσαν τα μαύρα της μαλλιά, για τα οποία είχε τραγουδήσει η Νίνα Σιμόν. Την ερωτεύτηκε μονάχα επειδή του το ζήτησε. Συνέχιζε να την ερωτεύεται μονάχα επειδή το να μην την ερωτεύεται ήταν αδιανόητο.

Όταν γράφεις ένα βιβλίο για όλους τους συγγραφείς, προφανώς έχεις ένα μεγάλο πρόβλημα, αν έχεις κάνει λάθος όλα τα ονόματα. Και πάει καλά, στο γραπτό μπορεί να φανεί ως μια avant-garde πρόταση που έγινε επίτηδες. Φαντάσου όμως σε συζητήσεις για το βιβλίο, να μιλάς με τον πιο φυσικό τρόπο για τα ιερά τέρατα της τέχνης και να τους έχεις αλλάξει την ταυτότητά τους. Ποιος είναι ο Πράουστ; Ποια είναι η Σύλβια Πλατ; Ο Ναμπόκοφ έκανε συμφωνία με τον διάβολο και δεν μπορείς να κάνεις λάθος μαζί του, όπως και να τον προφέρεις, ούτε αυτός όμως ξεφεύγει από τις παραλλαγές.

Η Ελβίρα ήταν ωστόσο το πραγματικό, απόλυτο avant-garde, αφού τέχνη της, ήταν η ίδια η ζωή της, όχι μόνο στο βιβλίο (μιας που η ζωή της είχε συνδεθεί αδόκητα με τη δική του, που τώρα αυτή συνέθεται ως Θεός που -όντως- υπάρχει), αλλά και γενικότερα. Οι διάλογοί της ήταν τέχνη, ο τρόπος που έτρωγε ήταν τέχνη, ο τρόπος που λερωνόταν ήταν τέχνη. Και το πιο δυνατό στοιχείο αυτής της τέχνης, ήταν ότι δε γνώριζε τι έκανε. Δεν υπήρχαν ραφές και ρήγματα. Αυτό είναι κάπως μπανάλ, αλλά το μπανάλ δεν την τρόμαζε. Μόνο τον Αλέξανδρο τρόμαζε και προσπαθούσε να την προφυλάξει από αυτό που ήταν η πρώτη ύλη της. Ναι, ήταν έξυπνος, αλλά ο έρωτας τους κάνει όλους χαζούς. Κι ο Αλέξανδρος γνώριζε ότι η ηλιθιότητα είναι προνόμιο των έξυπνων. Είναι μια διανοητική συνθήκη κι αυτή, και μόνο όσοι την αναγνωρίζουν μπορούν να την εκτιμήσουν. Οι ηλίθιοι δεν ασκούνται ποτέ στην ηλιθιότητα, απλώς βλάπτουν τους γύρω τους χωρίς συμφέρον ή βλάπτουν τον εαυτό τους, χωρίς ικανοποίηση. Ηλίθιος είναι αυτός που δεν έχει συμφέροντα. Αυτό τρόμαζε την Ελβίρα• η ηλιθιότητα. Για αυτό δεν μπορούσε πια να ερωτευτεί. Γοητευόταν ακόμη όμως. Από τα πάντα. Από τον εραστή της, από τον όμορφο γείτονα απέναντι, που τον παρατηρούσε από το μπαλκόνι της στον πέμπτο όροφο (κρύβοντας το πρόσωπό της πίσω από τη βουκαμβίλιά της, αγγίζοντας το λαιμό της και παίζοντας με τα μαλλιά της, όλα για τη δική της ικανοποίηση και μόνο), από την τέχνη, από τη φωτογραφία, από τη μουσική, από το βιβλίο, πάντα από το βιβλίο. Ακόμα κι από τον Αλέξανδρο. Δεν το ήξερε, αλλά το ήξερε το βιβλίο.

Το βιβλίο ήταν αυτό που απασχολούσε τον Αλέξανδρο, το βιβλίο ήταν αυτό που έστω σε ένα τεχνικό επίπεδο, έφερε τον Αλέξανδρο στο Μπουένος Άιρες. Το βιβλίο ήταν που έφτιαξε μια ζωή για την Ελβίρα και που την έκανε να τη ζήσει. Το βιβλίο ήταν ο βιοπορισμός της. Το βιβλίο ήταν αυτό που θα της άλλαζε τη ζωή. Το βιβλίο το διαβάζουμε για να του επιτρέψουμε να μας διαβάσει. Και γράφουμε για να μας οδηγήσει το βιβλίο στη ζωή, πολλαπλασιάζοντάς την. Αυτή είναι η πράξη του βιβλίου• η εμπλοκή. Oι αρχαίοι Αιγύπτιοι, φαίνεται πως το ήξεραν. Μιλώ για το βιβλίο των νεκρών. Το βιβλίο που έγραφαν και θεωρούσαν πως είναι απαραίτητο για τους νεκρούς. Για να τους βοηθήσει στο ταξίδι της μεταθανάτιας ζωής. Στην παραλλαγή αυτού που ζούμε, που δε μοιάζει με όνειρο, γιατί τίποτα δε συμβαίνει με υπολογισμένο σχέδιο, τουλάχιστον όχι δικό μας. Διδάσκονταν οι ζώντες, την τέχνη των εξεζητημένων ιερογλυφικών, την εικόνα που είναι γλώσσα πριν τη γλώσσα, κι αυτή η ασχολία ήταν η ζωή τους, για να τη δωρίσουν στους νεκρούς τους κι αυτοί να ζήσουν μέσα στον θάνατο, χωρίς να τον ζούν, όπως κανένας μας, άλλωστε. Ο πρόδρομος του ερωτικού λόγου που από εικόνες αποτελείται, είναι το βιβλίο των νεκρών. Γιατί οι νεκροί που χρειάζονται βιβλία, είναι αυτοί που δεν παραιτούνται. Αλήθεια, ξέρετε ερωτευμένο που να παραιτείται;

Ο Αλέξανδρος είχε πιάσει και διάβαζε σαν μανιακός ένα βιβλίο για την κβαντική μηχανική, τα υποατομικά σωματίδια, την κβαντική εμπλοκή (entanglement), το παράδοξο της μαύρης τρύπας και τα παράλληλα σύμπαντα. Μελετούσε τώρα μια ενδιαφέρουσα θεωρία που υποστήριζε ότι παρατηρώντας την συμπεριφορά των σωματιδίων στον κβαντικό μικρόκοσμο, παράλληλα σύμπαντα συναντιούνται μεταξύ τους, επικοινωνούν, χωρίς εμείς να το καταλαβαίνουμε, σε κρυφές χωρικές διαστάσεις και μέχρι και που δημιουργούνται. Τι θα γινόταν αν αυτό μπορούσε να προκύψει από ένα βιβλίο; Από ένα βιβλίο ίσως που έχει καταγράψει όλους τους συγγραφείς, λάθος; Από ένα βιβλίο ίσως που ο Αλέξανδρος τώρα είχε σχεδόν τελειώσει; Τι θα γινόταν με το που έμπαινε η τελεία; Κάπου αλλού, σε ένα παράλληλο σύμπαν, θα προέκυπτε ο Χόρχε Λουίς Βούρχις (Voorhees) ο οποίος θα έβλεπε και θα λάτρευε τους καθρέφτες και δεν θα ονειρευόταν ποτέ; Σε εκείνο το σύμπαν, ίσως ο Αλέξανδρος θα έγραφε ένα βιβλίο με τα “σωστά” ονόματα και τη στιγμή που θα έβαζε τελεία, θα προέκυπτε ο δικό μας ο Αλέξανδρος (αλλά όχι της Ελβίρας) και οι δύο τους για μια στιγμή θα ένιωθαν πληρότητα. Αυτό δεν ξέρουμε αν συνέβη. Ξέρουμε όμως ότι ο Αλέξανδρος έβαλε την τελεία. Και ότι ένιωσε αυτή την πληρότητα, εκείνη τη στιγμή. Θα ήταν ακόμα σωστό να πούμε πως για πρώτη φορά κοιτάχτηκε στον καθρέφτη κι ένιωσε όμορφα, όχι με αυτό που έβλεπε, αλλά που ο καθρέφτης τον έβλεπε πρώτη φορά, έτσι, πλήρη.

Η Ελβίρα τελείωνε κι εκείνη το δικό της βιβλίο. Ένα βιβλίο που έμελλε να εκδοθεί δύσκολα και να διαβαστεί από ελάχιστους. Θα διαβαζόταν όμως από ένα ζευγάρι που εξαιτίας του θα ερωτευόταν και που εξαιτίας του θα χώριζε. Ήταν ένα σπουδαίο βιβλίο, σας διαβεβαιώ, αν και είναι πλέον πολύ δύσκολο να το βρεις. Το βιβλίο όπως ήδη έχουμε πει, αποτελείται από ένα κεφάλαιο. Όμως αυτό το κεφάλαιο επαναλαμβάνεται, ή καλύτερα, διαβάζουμε παραλλαγές του που αριθμούνται πάντα με το ένα, χωρίς να προηγείται ποτέ το μηδέν και χωρίς να τελειώνει πραγματικά, γιατί η Ελβίρα το τελείωσε με το αγαπημένο της σημείο στίξης, τα αποσιωπητικά. Για εκείνα, είχε μια συγκεκριμένη φιλοσοφία που έλεγε ότι στη ζωή, καμία φράση δεν ολοκληρώνεται πραγματικά ποτέ• πάντα μένει κάτι που δεν μπορεί να λεχθεί, και όπως είναι φυσικό, αφού είπαμε ότι η τέχνη της ήταν η ζωή της, μόνο έτσι μπορούσε να τελειώσει αυτό το βιβλίο που ως εκ τούτου, δεν είχε αρχή και τέλος. Στο βιβλίο αυτό δεν ξέρουμε τι συμβαίνει στον Αλέξανδρο, πώς θα ζήσει τη ζωή του, ξέρουμε όμως ότι είναι και η Ελβίρα μέσα σε αυτό το βιβλίο. Δεν ξέρουμε αν γίνονται ζευγάρι, κι αν χωρίζουν και μένουν φίλοι ή μένουν μόνο φίλοι, αλλά ξέρουμε ότι είναι πάντα μαζί, χωρίς να είναι μαζί, γιατί ούτε τέλος μπορούν να έχουν, ούτε όμως κι αρχή. Με αυτό τον τρόπο και η Ελβίρα κι ο Αλέξανδρος είναι ευτυχισμένοι. Εκείνος, το 1997, ένιωσε την πληρότητα. Κι εκείνη; Εκείνη ένα χρόνο μετά, ερωτεύτηκε. Δεν ξέρουμε αν ερωτεύτηκε τον Αλέξανδρο, αλλά το ξέρουμε ότι ερωτεύτηκε γιατί θεώρησε το βιβλίο της απολύτως ηλίθιο, ένα βλακώδες τέχνασμα, που όμως καθόλου δεν την ενοχλούσε πια. Καθόλου δε φοβόταν το ηλίθιο αυτό βιβλίο. Και γι' αυτό ξέρουμε ότι ερωτεύτηκε.

Δεν ξέρω αν πιστεύετε αυτή την ιστορία. Ξέρω όμως ότι πιστεύετε πως τα ονόματα έχουν συνέπειες, ειδικά όταν τα ερωτευόμαστε, και πως ζούμε με τις ιστορίες, αν όχι και γι' αυτές, για να τις διηγηθούμε, ακόμα κι αν αισθανόμαστε πως δεν αφορούν κανέναν. Και μπορεί να μην πιστεύετε απαραίτητα στα παράλληλα σύμπαντα, αλλά ξέρω ότι έχετε σκεφτεί, πώς θα ήταν να ζείτε σε ένα από αυτά. Το ξέρω και το ξέρετε. Γιατί κάποια στιγμή, όλους μας, όταν ήμασταν παιδιά, κάποιος δάσκαλος στην τάξη μάς φώναξε με το λάθος όνομα (τον Αλέξανδρο, η καθηγήτρια της λογοτεχνίας, για τρία χρόνια τον σήκωνε στο μάθημα αποκαλώντας τον “Μοσχονή”). Και γιατί όλοι μας, κάποια στιγμή, σταματούμε να φοβόμαστε και τα ονόματα που γίνονται ολόδικά μας, δεν είναι τα δικά μας, αλλά αυτά που θέλουμε να τα προφέρουμε συχνά και με τον καιρό ακούγονται διαφορετικά, αλλά πάντα επαναλαμβάνονται μέσα μας, αποκαλύπτωντάς μας, τον άπειρο εαυτό μας.

Αυτή είναι η αφήγηση ενός νεκρού που η μνήμη του επιμένει, κι αφιερώνεται στους νεκρούς που δεν παραιτούνται από τους ζωντανούς εαυτούς τους...