Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 38

Αντρέας Πολυκάρπου: Δύο ποιήματα

photo © Στράτος Προύσαλης

ΕΡΩΤΙΚΟ

Σε είδα στο νεκροτομείο.
Δυο χέρια τράβηξαν το σεντόνι
και σε είδα να χαμογελάς.
Γύρισα το πρόσωπο ανάστροφα.
Αλλιώς τους είχα μάθει τους νεκρούς.
Θλιμμένους, ψυχρούς, αφημένους στις χερσαίες
και άνυδρες στέπες του Άδη.

Σου εξήγησα ότι το γέλιο σου
ταράζει των νεκρών τη νηνεμία.
Καθώς οι σάρκες λιώνουν
γιατί εσύ μάταια χαμογελάς;
Καμιά δεν σου απέμεινε ελπίδα.
Το σώμα σου ωχροκίτρινο,
ίδιο με το φως του κεριού
που άναψα χαράματα στο ξωκλήσι.
Εκεί σ’ αυτό το ξωκλήσι
που θάψαμε τα όνειρα μας.
Με τα άσπρα χέρια των παιδικών μας φωνών
ρίξαμε χώμα, πέτρες
πάνω από τα πολύχρωμα μπαλόνια της αθωότητας.

Σ’ εμάς έλαχε να σβήσει το χαμόγελο νωρίς.
Και τώρα;
Τώρα γελάς, καγχάζεις
κοιτώντας το σεντόνι να σε σκεπάζει.
-Σταμάτα. Σταμάτα τώρα.
Θέλω τους νεκρούς θλιμμένοι να είναι.
Θλιμμένοι για τη ζωή που άφησαν,
για τα όνειρα που εγκατέλειψαν.

-Εσύ ονειρεύεσαι;
-Άσε με εμένα…
-Θυμάσαι την κηδεία;
-Θυμάμαι τα λουλούδια.
-Τι όμορφα που ευωδίαζαν θάνατο.
-Στα έπλεξα στα μαλλιά σου για να μυρίζουν Άδη.

Σε ένα βαθύ τάφο ενώθηκαν τα σώματα μας.
Και γύρω μας ηδονισμένοι νεκροί .
Η ηδονή τους καθρεφτιζόταν
στα διάφανα πετσιά τους
και στις πράσινες μεμβράνες των φλεβών
που ντύνουν τα οστά τους,
με τη ματαίωση της ζωής στις άδειες κόγχες.
Από τα δικά σου μάτια περνούσε το φως τους.

- Εσύ πως βλέπεις;
Τα δικά σου μάτια, μέσα από ποια μάτια
συνήθισαν να βλέπουν;
- Δεν ξέρω, δεν νιώθω τίποτα.
Όλα έσβησαν όταν άρχισαν τα όνειρα, σαν σκουλήκια
να τρώνε την ψυχή μου.
- Υπήρξες παιδί;
- Απ’ ότι θυμάμαι ναι. Τότε σιχάθηκα τους ανθρώπους.
- Σαν πεθάνεις θα γελάς;
- Ελπίζω τα χείλη να λιώσουν πρώτα…

**

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ

Στην Ελένη

Ένα πρωινό θα ανοίξεις την πόρτα
κι από μέσα θα βγει ο θάνατος.
Κρατώντας ένα αναποδογυρισμένο φλιτζάνι καφέ
θα σου ψιθυρίζει τα μελλούμενα.
Μα εσύ αφημένη στο νυφικό σου στρώμα
καμία δεν θα έχεις έγνοια για τα ερχόμενα.
Θα σπείρει στην αυλή μας σιτάρι,
βρασμένα κόλλυβα ποτισμένα με μέλι
από τις άκρες των χειλιών σου.
Θα απλώσει την τελευταία πλύση των ρούχων,
των λευκών σου καλοκαιρινών φορεμάτων.
Το νυφικό σου ένδυμα στρωμένο
στο άδειο πια κρεβάτι.
Να παντρευτείς της Νύχτας τον αγέραστο είσαι έτοιμη γιο.
Στο ψηλότερο σύρμα θα κρεμάσει το δέρμα σου
κατάστικτο από τη ζωή που διαβαίνει για τη μεγάλη
της γειτονιάς σου κατηφόρα
για να ησυχάσει κάτω από τον ίσκιο του κυπαρισσιού.
Θα πιεις το στερνό νερό της λήθης.
Αυτό που κάνει τους ανθρώπους τη ζωή που αφήνουν πίσω τους
να ξεχνούν καθώς για τον αιώνιο οδεύουν ύπνο.
Κουράστηκες από τους ανθρώπους,
κουράστηκες από όλα αυτά που αφήνεις πίσω σου.
Λευκά σάβανα από τους αγιασμένους τόπους
θα ντύνουν το σώμα σου
κι ας μην πίστεψες ποτέ σου σε θαύματα.

Θα σε κρατήσω αγκαλιά μου.
Ένα παλιό τραγούδι θα σού άδω
καθώς θα κλείνεις τα μάτια.
Μόνο τα αυτιά σου να έχεις ανοιχτά
το τραγούδι μου να ακούσεις.
Μην με ρωτήσεις από πού το έμαθα.
Εσύ μού το τραγουδούσες τότε που να συνταιριάξω
τα κομμάτια της ζωής μου δεν μπορούσα.
Το πρώτο που άκουσα νανούρισμα
το δικό σου θα είναι στερνό τραγούδι.
Κοιμήσου στην ανοιγμένη γη
που απλώνεται στα πόδια σου.
Πάνω από το χώμα θα φυτέψω λευκά του θανάτου ρόδα
και μια στέρνα θα θρυμματίσω στο λευκό μάρμαρο.
Δεν θα έχει μέσα νερό.
Όχι, δεν θα έχει νερό παρά μόνο κρασί,
νέκταρ από τα αμπέλια των Θεών
που φυτρώνουν στην κοιλάδα των ουράνιων σωμάτων
κάτω από τον υγρό ήλιο της κερήθρας που έχω για καρδιά.

Ένα πρωινό θα ανοίξεις την πόρτα
κι από μέσα θα βγει ο θάνατος.
Με τη μάσκα του θιάσου του Άδη
θα δώσει την τελευταία του παράσταση.
Πριν πέσει η αυλαία θα ακούσω τη φωνή σου
την περασμένη μου ζωή να γητεύει.

 

*Tελευταίο βιβλίο του Αντρέα Πολυκάρπου είναι η ποιητική συλλογή "Απρόσωπα φαγιούμ" (εκδόσεις Βακχικόν 2016).