Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 38

Χουάν Χοσέ Σάερ: Η ξεχασμένη

Mεταφράζει η Αλεξάνδρα Κουρκουμέλη

Μην τρομάζετε: αυτή τη φορά η ιστορία τελειώνει καλά. Σε ο,τι με αφορά, ήμουν αυτόπτης μάρτυρας μόνο από την κλιμάκωση και μετά. Κατά σύμπτωση, μερικές ώρες αργότερα παρακολούθησα επίσης, σ’ ένα μπαρ στην ακροθαλασσιά, με ευχαρίστηση, την κατάληξη.

Είχα κατέβει από το Τάλγκο Μονπελιέ-Βαλένθια γύρω στις έξι ένα ζεστό απόγευμα του καλοκαιριού και, καθώς περίμενα μερικούς φίλους στο πεζοδρόμιο του σταθμού να περάσουν να με πάρουν με το αυτοκίνητο για να πάμε σ’ ένα χωριουδάκι της Κόστα Μπράβα, κάτι άγριες φωνές Καταλανών που λογόφερναν στα Ισπανικά μ’ έκαναν να γυρίσω το κεφάλι. Η απεγνωσμένη ένταση με ανησύχησε, και η αναστάτωση της ομάδας που συζητούσε, σχεδόν όμοια με πανικό παρά με απειλή, μ’ έσπρωξε να πλησιάσω διακριτικά ώστε να καταλάβω τί συνέβαινε. Ήταν τόσο προσηλωμένοι στη διαμάχη τους που ούτε καν αντιλήφθηκαν την παρουσία μου. (Ως άτομο επιδιώκω να περνώ απαρατήρητος στη ζωή, επειδή είμαι εκδότης κλασικών έργων φιλοσοφίας που άλλοι έχουν γράψει, ή μεταφράσει, ή σχολιάσει και που εγώ αρκούμαι, με την πλέον αυστηρή ανωνυμία, να τα κάνω γνωστά στην πόλη της Λωζάννης).

Ήταν τέσσερις άνθρωποι: ένας έφηβος, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, και ένας κύριος απροσδιόριστης ηλικίας που έδειχνε να προσπαθεί να ηρεμήσει τα πνεύματα, και που θα πρέπει να ήταν, χωρίς αμφιβολία, ένας υπάλληλος του σταθμού. Η γυναίκα περιοριζόταν στο να κλαψουρίζει και να στρίβει ανάμεσα στα βασανισμένα από την αρθρίτιδα δάχτυλά της ένα λευκό μαντηλάκι με το οποίο σκούπιζε κάθε τόσο τα δάκρυά της. Αμέσως κατάλαβα πως οι ηλικιωμένοι ήταν οι παππούδες του εφήβου.

Είναι αδύνατον να φανταστείς μεγαλύτερη αντίθεση στην εμφάνιση του παππού και του εγγονού, που ήταν αυτοί που διαπληκτίζονταν έντονα. Ο ηλικιωμένος, καθαρός, φαλακρός και ηλιοκαμένος, φορούσε ένα άψογο κοντομάνικο πουκάμισο γκρι περλέ και φρεσκοσιδερωμένο καλοκαιρινό παντελόνι, επιβεβαιώνοντας για ακόμα μια φορά αυτήν την τόσο γοητευτική απλότητα που συνηθίζουν να έχουν οι Ισπανοί στο ντύσιμό τους. Ο έφηβος, αντίθετα, είχε βάλει πάνω του ή έσερνε μαζί του όλα όσα η παγκόσμια μόδα, η προορισμένη να ενισχύσει την κατανάλωση σ’ εκείνη τη φάση της ζωής του, τον έσπρωχνε να αγοράζει υπό το πρόσχημα μιας από κείνες τις παγκόσμιες επιταγές που δεν ξέρουμε καλά ποιος τις υπαγορεύει, μετατρέποντας τους ανθρώπους σε απλούς αγοραστές από τη στιγμή κιόλας που βρίσκονται στην κοιλιά της μητέρας τους: μόλις εγκατασταθούν στα σπλάχνα της υπάρχει ήδη κάποιος που, ανακαλύπτοντας μια υποτιθέμενη ανάγκη τους, έχει κάτι να τους πουλήσει. Παρά την κατάρρευση του ηλικιωμένου και την εξεζητημένη αφθονία του απογόνου (αμερικάνικο κασκέτο με το γείσο ανάποδα σε κεκλιμένη θέση πάνω στο σβέρκο, άσπρο μπλουζάκι με αγγλικό λογότυπο κάτω από ένα ανοιχτό και υπερβολικά φαρδύ πουκάμισο, σε χακί χρώμα, παντελόνι που έπεφτε σαν ακορντεόν πάνω στα χονδρά αθλητικά παπούτσια με σόλα από καουτσούκ, το γουόκμαν του οποίου τα ακουστικά κρέμονταν γύρω απ’ το λαιμό του, τα αμέτρητα βραχιόλια και περιδέραια και η φαρδιά ζώνη με τις διαφορετικές θήκες για χρήματα, κλειδιά, πιστοποιητικά, εισιτήρια, τσιγάρα, κτλ.) και επίσης παρά τον επίμονο ανταγωνισμό και τις αντιπαραθέσεις τους στη συζήτηση που γινόταν όλο και πιο ζωηρή και έντονη, μια αναντίρρητη φυσική ομοιότητα, όχι απαλλαγμένη από κωμικότητα, με τις χαρακτηριστικές διαφορές της ηλικίας του καθενός, πρόδιδε τη συγγένεια τους.

Με λίγα λόγια, το πρόβλημα είχε ως εξής: το αγόρι, που θα πρέπει να ήταν δεκαπέντε ή δεκαέξι ετών και ερχόταν από τη Γαλλία να περάσει τις διακοπές στους παππούδες του, είχε ξεχάσει την κοιμισμένη αδελφούλα του στο τρένο. Ναι, όπως το ακούτε: είχε ξεχάσει στο τρένο ένα κοριτσάκι πέντε ετών, την αδελφούλα που οι γονείς του, δέκα χρόνια μετά τη γέννησή του και την απόλυτη βασιλεία του ως μοναχοπαίδι, έφεραν στον κόσμο από απροσεξία ή προγραμματισμένα. Το στρουμπουλό και ροδαλό κοριτσάκι, με ωραία χάλκινα μαλλιά λόγω των καταλανών προγόνων του, χορτάτο μέχρι σκασμού με μπισκότα, αναψυκτικά και σοκολάτα, είχε αποκοιμηθεί μαζεμένο, όπως λένε σαν κουβάρι, στο βάθος του καθίσματος. Το αγόρι, συνειδητοποιώντας πως το τρένο έφθανε στη Φιγκέρες, με το μυαλό χαμένο σε ένα ονειρικό αρχιπέλαγος με τρομερές συναυλίες σάλσα, και σε φιγούρες ταχείας εκμάθησης ιστοσανίδας , χωρίς να είναι εξοικειωμένο να ταξιδεύει με άλλη συντροφιά από αυτή των γονιών και των καθηγητών του σχολείου, οι οποίοι αποφάσιζαν τα πάντα γι’ αυτό, φορτώθηκε το σακίδιο και, διασχίζοντας το διάδρομο σαν σίφουνας, πήδηξε στην αποβάθρα και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Όταν ο παππούς, αφού το χαιρέτησε, ρώτησε για την αδελφούλα του, το Τάλγκο Μονπελιέ-Βαλένθια, καθώς το αγόρι γύρισε να το κοιτάξει κατατρομαγμένο, είχε ήδη φύγει απ’ το σταθμό και, με τη χαζή προβλεψιμότητα των μηχανικών αντικειμένων που επινόησαν οι άνθρωποι, κυλούσε ανέμελα προς το Νότο. Στη μέση της έντονης και δυσάρεστης λογομαχίας που ακολούθησε, βρέθηκα και εγώ στη σκηνή.

Αν οι παππούδες έδιναν την εντύπωση ότι ήταν πολύ ανήσυχοι, το παλικαράκι, αντίθετα, έδειχνε μάλλον λυπημένο και σαστισμένο, και επιπλέον κάπως φουρκισμένο. Πώς στο διάολο –έμοιαζε να υποδηλώνει η στάση του- είχε καταφέρει να διαπράξει ένα τέτοιο λάθος; Η τεράστια παράλειψη ήταν δυσανάλογη με την ικανότητα της ενοχής του, και μέσα από τα εσώψυχά του μια επίμονη φωνούλα που αυτό προσπαθούσε να μην ακούει, του ψιθύριζε πως στη μικρή έπεφτε η ευθύνη για ό,τι είχε συμβεί, πως δεν έπρεπε να είχε αποκοιμηθεί, φαντασμένη και αδιάφορη, συνηθισμένη όπως ήταν όλος ο κόσμος να φτερουγίζει γύρω της να τη φροντίζει. Ένας έντονος θυμός άρχισε να το τυφλώνει: με το να μείνει αποκοιμισμένο στο τρένο το κοριτσάκι γκρέμιζε χωρίς σεβασμό όλα τα σχέδια και τις ονειροπολήσεις του. Αφήνοντας το βλέμμα του να περιπλανηθεί απ’ την άλλη πλευρά του δρόμου, πέρα από την πιάτσα των ταξί, στην παχιά σκιά των πλατανιών να φουντώνει όλο και περισσότερο το δειλινό που φαινόταν να επεκτείνεται από την τριγωνική πλατεία, θα ήθελε εκείνη τη στιγμή η αδελφούλα του να τιμωρηθεί όπως της άξιζε, για να μάθει μια και καλή τις συνέπειες που οι άλλοι έπρεπε να υποστούν λόγω του τεράστιου εγωισμού της. Όμως, παρόλο τα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματά του (πάντα είμαι εγώ αυτός που πληρώνει τα σπασμένα), μόνο ένας αμερόληπτος και ξένος παρατηρητής, καληώρα ένας ελβετός εκδότης φιλοσοφικών έργων, θα μπορούσε να διακρίνει κάτι περισσότερο από πανικό και πραγματική ανησυχία στο βλέμμα του. Καθώς η λογομαχία, όλο και πιο επίπονη και στείρα, παρατεινόταν ανώφελα, ο υπάλληλος των σιδηροδρόμων, διατεθειμένος να δράσει, ξεκούμπωσε το κινητό που κουβαλούσε στη μέση του και, σηκώνοντάς το ως το δεξί αυτί, έφυγε βιαστικά προς τα γραφεία του σταθμού, ακριβώς την ίδια στιγμή που το αυτοκίνητο των φίλων μου σταμάτησε πλάι μου και μ’ έβγαλε από τις σκέψεις μου με ένα διακριτικό κορνάρισμα.

Μια αφήγηση -μια ζωή- δεν αποτελείται μόνο από εμπειρικά στοιχεία, οπότε κοιτάζοντάς τους εκείνο το βράδυ, ευτυχισμένους, στο μπαρ της παραλίας, να φτερουγίζουν ξανά γύρω από το κοριτσάκι που καταβρόχθιζε ένα σάντουιτς και μια πορτοκαλάδα με την ακατάδεχτη σκληρότητα μιας θεάς που δέχεται σίγουρη για την αξία της ανθρώπινες θυσίες, συμπέρανα αμέσως πως βγαίνοντας τρέχοντας με το τηλέφωνο στο αυτί, ο υπάλληλος του σταθμού είχε τηλεφωνήσει απευθείας στο τρένο ώστε να ειδοποιήσει τον φύλακα για ό,τι είχε συμβεί και να του υποδείξει να κατεβάσει τη μικρή στον επόμενο σταθμό, όπου ένα μέλος της οικογένειας πήγε με αυτοκίνητο και την πήρε. Έτσι λοιπόν, εκεί βρίσκονταν: οι παππούδες, ένα ζευγάρι πολύ πιο νέο (οι θείοι, πιθανόν), η μικρή και το παλικαράκι, τρώγοντας σάντουιτς και τάπας από τηγανητές πατάτες και καλαμαράκια, πίνοντας ανθρακούχα ή μπίρες, ευχαριστημένοι από την επανασυνάντηση και από την, έστω και για λίγο, αίσια κατάληξη της ιστορίας. Η ξανθή και παχουλή μικρή αυτοκράτειρα, με τα μάτια μισάνοιχτα, έτρωγε με προσήλωση το τεράστιο σάντουιτς της, σπρώχνοντάς το κάθε τόσο με μια γουλιά πορτοκαλάδας, αδιάφορη για την υπέρμετρη προστασία που οι άλλοι της προσέφεραν απεριόριστα, υπό το ουδέτερο και κρυφό βλέμμα του μεγαλύτερου αδελφού της, λες και από αυτήν εξαρτιόταν η επιβίωσή του. Ήταν όλοι αποτυπωμένοι ευδιάκριτοι και ζωντανοί στο οπτικό μου πεδίο και εγώ, αποσπώντας τη προσοχή μου από την ευγενική και κάπως περιπαικτική συζήτηση που επικρατούσε στο τραπέζι μου, τους παρατηρούσα γοητευμένος, έτσι όπως ενεργούσαν σε εκείνο το διφορούμενο και συνάμα κοντινό και απόμακρο χώρο, όπου το οικείο μεταβάλλεται τόσο ώστε να αρχίζει να μοιάζει με κάτι ανοίκειο.