Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 38

Εξ αφορμής. “Τι υπάρχει σ’ ένα άδειο δωμάτιο;” - Στήλη της Αναστασίας Γκίτση

photo © Silenced Eyes

Η τοποθεσία δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Το χρώμα των τοίχων ήταν το ελάχιστο που μας απασχολούσε. Το υλικό του πατώματος δεν το προσέχαμε παρά μόνο όταν σβήναμε τα τσιγάρα, όταν είχαν πιάσει γόπα. Η θέση των επίπλων μάς άφηνε παγερά αδιάφορους. Τις γωνίες και τις κολόνες που στήριζαν τα ταβάνια δεν τα μετρούσαμε ποτέ. Στα μικροπράγματα του χώρου, μεγαλύτερη αξία έχουν οι λεπτομέρειες της αφής.

“Ήταν από τα αγαπημένα σου παιχνίδια.
-“Τι υπάρχει σ’ ένα άδειο δωμάτιο;” ρωτούσες.
Μέναμε σιωπηλοί.
-Τι υπάρχει σ’ ένα άδειο δωμάτιο;”
Όσοι δεν ήξεραν το παιχνίδι ίσως έλεγαν:
“Τίποτα”. Κι εσύ έλεγες: Όχι
τίποτα είναι τίποτα. Είπα τι”.

Μετρούσες τα λόγια σου με την ακρίβεια του αδελφού του πατέρα σου που είχε διαπρέψει ως χειρουργός στις φυλακές του San Pedro της Βολιβίας. Το στόμα σου θύμιζε τυπογραφική μηχανή που χάραζε κάθε φθόγγο και συλλαβή, με την απόλυτη προσήλωση ενός στόχου που παραμονεύει ακόμη στη σιωπή.

“Ώσπου κάποιος έλεγε, φερ’ ειπείν: “Σιωπή”.
Κι εσύ έλεγες: “Ναι”.
Κι ο άλλος έλεγε “Σκόνη”.
Και το παιχνίδι απογειωνόταν.”

Δεν είχανε σημασία τα ονόματα των φίλων που έμπαιναν στο δωμάτιο. Τα περισσότερα πρόσωπα δεν είχαν παρά μόνο μάτια και στόμα και λέγανε λέξεις υποταγμένες στην εμμονή του παιχνιδιού. Και δεν χωρούσε στο δωμάτιο κανένας ήχος που θα διατάρασσε τη σκόνη των λέξεων. Συχνά βήχαμε από τη συσσώρευση του παλιού στο λάρυγγα, από το συνωστισμό των νεκρών μας στην άκρια του ματιού. Κάποιοι, κυρίως αυτοί που είχαν ξεχάσει να φορέσουν τη σάρκα τους κρύωναν όταν κλείναμε τα παράθυρα και ζεσταίνονταν όταν ακουμπούσαμε τις λέξεις στο μέσο της παλάμης τους.

“Πατημασιές στο πάτωμα.
Ένα φάντασμα. Μια πρίζα. Η τρύπα
από ‘να καρφί. Το ημίφως.
Το πλαίσιο που αφήνει στον τοίχο
η απουσία ενός πίνακα. Μια κλωστή.
Ένα γράμμα στο πάτωμα.
Το ίχνος ενός χεριού στον τοίχο.”

Δυσκολευόμασταν κυρίως στη λέξη γράμμα. Περνούσε μια περίοδο αμηχανίας όταν η λέξη ερχόταν στο προσκήνιο του παιχνιδιού. Τότε σβήναμε τα περισσότερα τσιγάρα στο πάτωμα. Προσέχαμε πάντα να μη χαλάσουμε ούτε σπιθαμή του δωματίου που επισκεπτόμασταν. Κανείς δεν έπρεπε να καταλάβει πως είχαμε δανυκτερεύσει εκεί.

“Εσύ έλεγες κάθε φορά ναι ή όχι.
Εσύ ήξερες. Ήσουν ο εφερεύτης του παιχνιδιού.
Εσύ ήξερες, Carlos, τι υπάρχει
Στο άδειο δωμάτιο όπου μόλις μπήκες.
Ήταν ένα απ’ τα αγαπημένα σου παιχνίδια.

Το δωμάτιο το διάλεγες εσύ. Αρκούσε να πεις τη διεύθυνση και βρισκόμασταν λίγο μετά, σαν έδυε ο ήλιος. Υπήρχαν ως φυσικό και εκείνοι που καθυστερούσαν επειδή δεν είχαν τι να φορέσουν. Συχνά ξεχνούσαν το αριστερό χέρι ή τον παράμεσο του δεξιού. Κανείς μας ωστόσο δεν λησμονούσε μάτια και στόμα.

-“Τι υπάρχει σ’ ένα άδειο δωμάτιο;”
“-Ένα φάντασμα”.
-“Το είπανε”.
-“Ναι, αλλά αυτό που λέω εγώ είναι άλλο».”

Έπειτα φεύγαμε, μαζεύαμε με προσήλωση τις γόπες από το πάτωμα. Δεν χαιρετούσαμε ο ένας τον άλλον, παρά μόνο με μία κίνηση του κεφαλιού μας. Κάποιοι από εμάς κλαίγανε που δεν κατάφεραν να αγγίξουν τίποτα ή κανέναν. Θα συνηθίσουν, έλεγες. Είναι νωρίς ακόμη για συνειδητοποιήσεις.

 

Σημείωση
Οι πλάγιοι στίχοι ανήκουν στον ποιητή Juan Vicente Piqueras. (μτφ. Κώστας Βραχνός)