Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 38

Λέξεις απόκρημνες, της Διώνης Δημητριάδου

Λέξεις απόκρημνες, ποίηση, Διώνη Δημητριάδου, μικρές εκδόσεις 2017

«….οι στίχοι πάντοτε μιλούν μα ο λόγος τους αρκεί»

Είναι γνωστή η καταξίωση της Διώνης Δημητριάδου στην πεζογραφία, ως συγγραφέας αλλά και ως κριτικός λογοτεχνίας σε περιοδικά και στη δική της ιστοσελίδα «Με ανοιχτά βιβλία» παρουσιάζοντας τα βιβλία των άλλων. Πρόσφατα, κι από καιρό το περιμέναμε, αποφάσισε να μας ανοίξει και το δικό της πρώτο ποιητικό της αυτή τη φορά βιβλίο. Πρόκειται για την καλαίσθητη ποιητική συλλογή, από τις «Μικρές εκδόσεις», με τον τίτλο «Λέξεις απόκρημνες». Μια δίγλωσση έκδοση με μετάφραση στα Αγγλικά του Robert Crist και της Δέσποινας Λαλά- Crist.

Η βαθιά, συγκροτημένη, στοχαστική σκέψη της Διώνης Δημητριάδου, η εύστοχη διεισδυτική ματιά της και η πολλή ευαισθησία, που έντονα συναντούμε στα πεζά της κείμενα, είναι φυσικό να μεταφέρονται ως ανάλογο φορτίο και στην ποίηση, δείχνοντας έτσι πόσο συμβατός μπορεί να είναι τελικά ο πεζός με τον ποιητικό λόγο. Όμως, η αλήθεια είναι ότι μέσα από την ποίηση γίνεται πιο ουσιαστική η θέαση του εαυτού και του κόσμου. Έναν μεγεθυντικό καθρέφτη στην ουσία σηκώνει ο ποιητής στο ύψος του προσώπου, καθώς συνθέτει τα ποιήματα. Ένας καθρέφτης -καθόλου σπασμένος βέβαια- είναι και για τους αναγνώστες η ποίηση, καθώς συναντιούνται σε μια συνομιλία ποιητής και αναγνώστης, με όποια σύμπτωση τελικά των ιδεών τους, των βιωμάτων ή των εμπειριών τους.

«Λέξεις απόκρημνες» λοιπόν.

Προκλητικός, συμβολικός ο τίτλος στο εξώφυλλο της συλλογής, και απόλυτα συνάδει το απόκρημνο με το γκριζόμαυρο χρώμα στην εικόνα του (μια φωτογραφία της Χριστίνας Καραντώνη). Με την αφή όμως πάνω στη λεία, στιλπνή επιφάνεια του βιβλίου, νιώθει κανείς την πρόκληση να μπει, να περπατήσει και να δει τον συμβολισμό αυτών των απόκρημνων τοπίων στην ποίηση της Διώνης. Ανατρέχοντας στο ομότιτλο ποίημα για τα αντικλείδια του συμβολικού τίτλου, συναντούμε δυο λέξεις κλειδιά: «Πάντοτε» η πρώτη. Λέξη «άυλη, απατηλή», σαν όλες τις βεβαιότητες που μας καθησυχάζουν απαλά με κείνο το «για πάντα», που δεν ισχύει φυσικά μες στη ζωή, παρά μόνον πάντα διαψευσμένο. Η άλλη, η δεύτερη λέξη: «Ίσως»! Επικίνδυνη λέξη αυτή, στις ατίθασες την κατατάσσει η ποιήτρια, «αυτές που σε τραβούν το χάος να κοιτάξεις». Λέξη «απόκρημνη» που αντικρίζει το δύσκολο, το επικίνδυνο, το πολύπλοκο στα σταυροδρόμια των επιλογών. Με αυτή συντάσσεται η ποιήτρια. Χωρίς βεβαιότητες, μόνο ψάχνοντας τα «ίσως», τα «έτσι ή αλλιώς», κάποτε όχι μόνο στ’ απόκρημνα της στεριάς αλλά και στη θάλασσα, ψάχνοντας άμαθη, «σαν το απλό ναυτόπουλο που δε νογάει από καιρούς», όπως στο ποίημα «Απλοί Ναυτόπαιδες». «[…] μονάχα ψάχνει / μέσα απ’ τα μπλε τα σκοτεινά / να δει τη στέρεη γη / να γαληνέψει ο σαλεμένος νους / απ’ τη θαλασσινή αντάρα…». Είναι και εκείνο το «ίσως», βέβαια, της αμφιβολίας μα πιο πολύ της αμφισβήτησης, όταν η ποιήτρια αμφισβητεί εγκατεστημένες πρακτικές στα καθιερωμένα. Κάποτε κρατώντας και αιρετική στάση σε κοινωνικές ορθοδοξίες, όπως στο ποίημα «Εμείς κι Αυτοί» όπου καταλήγει έτσι: «[…] όταν τελέψουν όλα αυτά / θα μείνει μόνο η προσωπική σου αίρεση / επάνω στα θρυμματισμένα τους μυωπικά γυαλιά». Τέτοιες λέξεις δηλώνει ότι προτιμά η ποιήτρια, στους τελευταίους στίχους στο ποίημα «Λέξεις απόκρημνες»: «[…] Λέξεις απόκρημνες. / Τις λέξεις αυτές να προτιμάς. Έτσι να γράφεις».

Ο λόγος με τις λέξεις μεταφέρεται στα ποιήματα, άλλοτε μεταφορικός ή υπαινικτικός κι άλλοτε σε καίρια εκφορά με τη χρήση συμβόλων, όπως η «μάσκα» στο «Θέμα Οπτικής», οι «λύκοι» στο ποίημα «Των λύκων», τα «σπίτια και οι χτίστες» στο ποίημα «Χτίστες». Πάντα όμως, οι λέξεις καλοδιαλεγμένες, απλές, λιτές κι αφτιασίδωτες, για να θυμηθούμε και τα λόγια του Σεφέρη «[...]Γιατί και τη γλώσσα τη φορτώσαμε τόσο πολύ / που φαγώθηκε το πρόσωπό της».

Πράγματι, έτσι δουλεύει η Διώνη Δημητριάδου με τις λέξεις, τα νοήματα και τα δύσκολα της ζωής στους στίχους της φροντίζοντας, όμως, όλα τα τραχιά κι απόκρημνα σαν βότσαλα να τα λειάνει. Αναθάρρησα γι’ αυτό, όταν συνάντησα το ποίημα «Τα Βότσαλα». Μεταφορικά μιλώντας κι εδώ, ωραία παραλληλίζεται η επίμονη δουλειά της φύσης με τη δουλειά του ποιητή στα απόκρημνα των λέξεων, του νου και της ψυχής του ανθρώπου. Το ποίημα καταλήγοντας λέει: «[…] Στίλβεται ο άνθρωπος, λειαίνεται (σαν το βότσαλο στην ακτή). Αρκεί να αντέξει την υδάτινη ορμή και τη ρουτίνα της επανάληψης σε κάθε κύμα που αργά και σταθερά ξέρει πως θα τον νικήσει».

Το ποιητικό υποκείμενο είναι ευδιάκριτο σε όλη τη συλλογή, με το πρόσωπο της ποιήτριας να διακρίνεται καθαρά πίσω από το β΄ πρόσωπο το γενικό ή και αλλιώς το β΄ πρόσωπο σε συνομιλία με τον εαυτό της, όταν απευθύνεται με το «εσύ» στους εσωτερικούς μονολόγους της. Το τρίτο πρόσωπο, κατάλληλο σε στίχους περιγραφικής αφήγησης ή σε στίχους με εικόνες ή σκέψεις. Σε λιγότερα ποιήματα εμφανίζεται η ποιήτρια και με το πρώτο πρόσωπο, ένα «εγώ» σίγουρο, ειλικρινές και αποκαλυπτικό.

Η ποίηση της Διώνης Δημητριάδου πολύ στοχαστική, καθώς αναστοχάζεται την ύπαρξη σε μια πορεία ζωής, κάποιες φορές και με εξομολόγηση ή αυτοσχόλια. Αυτός ο αναστοχασμός βοηθάει φυσικά και τον αναγνώστη σε δικούς του ανάλογους αναστοχασμούς της δικής του ύπαρξης, να δει ομοιότητες και διαφορές στις δικές του προσωπικές ή κοινωνικές σχέσεις, καθώς και τα δικά του πάθη, τα όνειρα και τους στόχους. Ποίηση της εμπειρίας, βιωματική, καθώς μιλά στο βάθος των πραγμάτων έτσι, που να φωτίζει την ουσία και να αποκαλύπτει την αλήθεια του κόσμου της. Βρίσκει τις λέξεις της τελικά, όσο κι αν στο ποίημα «εις άγραν λέξεων» μας λέει πως τρέχει πίσω τους, να τις πιάσει, καθώς κυλούν «ατίθασο φορτίο». Ψάχνει και επιλέγει τις λέξεις της, ώστε καίρια να δηλωθούν αξίες, βιώματα, εικόνες και εμπειρίες ζωής, αλλά και η πλατιά γκάμα συναισθημάτων από τον φόβο και την αγωνία, τους δισταγμούς και τις διαψεύσεις, τη θλίψη και τη μοναξιά, τη νοσταλγία ως την τρυφερότητα. Η Διώνη Δημητριάδου με λέξεις κάποτε ομολογεί και τα μεγάλα αποθέματα σιωπής ή τα αποσιωπητικά της σε κύκλους φωνασκούντων γύρω της, στο ποίημα «Σιγή». Άλλοτε ψάχνει φθόγγους να ψελλίσει σαν τους παλιούς στίχους ποιητών που τώρα η γλώσσα τους φαντάζει ξένη. Πάντα όμως, θέλει «οι λέξεις στους στίχους της να μιλούν κι ο λόγος τους να αρκεί». Σημαντική θέση, και ως ποσοστό μέσα στη συλλογή, κατέχουν και τα ποιήματα που χαρακτηρίζονται από την αυτοαναφορικότητα της ποιήτριας. Πρόκειται για τα ποιήματα αυτά, όπου ξεκάθαρα δηλώνεται η σχέση του Ποιητή με την Ποίηση. Πάνω από οκτώ τέτοια ποιήματα αφιερώνονται στη διαδικασία του ποιητικού φαινομένου, δείχνοντας με αυτό την ευθύνη που αισθάνεται η ποιήτρια, ως δημιουργός, απέναντι στην ποιητική τέχνη. Ο ίδιος άλλωστε ο τίτλος της συλλογής, «Λέξεις απόκρημνες», το μαρτυρά, αλλά και αρκετοί άλλοι τίτλοι στα ποιήματα, όπως «Εις άγραν λέξεων», «Των Ποιητών», «Πώς γράφονται», «Τα κλειστά», «Ποιητική» κ.ά. Από το δεύτερο κιόλας ποίημα, «Σκληρός ο λόγος», με την αυτοαναφορικότητα της ποιήτριας μεταφερόμαστε στο ποιητικό της εργαστήριο. Ξεκάθαρα κι εδώ τοποθετείται απέναντι στην ποιητική τέχνη, καθώς, γήινη και η ίδια, θέλει να περπατάει στα καθημερινά, τα δύσκολα, έστω κι απόκρημνα γήινα εδάφη, όπως στη ζωή, έτσι και στην ποίησή της. Δεν πιάνεται από βαριές μεγάλες λέξεις, έτσι που να βουλιάξει σε βυθούς ζωής και στίχους σκοτεινούς. Ούτε θέλει να πετάξει με λυρισμούς στα σύννεφα, μα ούτε και με κάποιο υπερρεαλισμό να χαθεί στα βάθη του υποσυνείδητου ή σ’ αφαιρετικά πετάγματα. «[…] εδώ σκληρός είναι ο τόπος / τραχιά κι η ποίησή του» καταλήγει το ποίημα, σχεδόν πεζολογώντας, στην αναζήτηση και προσμονή για «[…] κάποιο σωτήριο στίχο […]».

Σκληρός ο Λόγος

Δεν είναι του βυθού πατήματα
μα ούτε του ουρανού πετάγματα.
Ετούτα εδώ στο χώμα τα ίχνη τους χαράζουν.
Έτσι που αν θέλεις να πνιγείς ή να χαθείς σε σύννεφο
θα πρέπει να εξοικειωθείς με τούτο το λιτό και καθημερινό
να πρέπει να σηκώνεσαι απ’ τη λάσπη
με μόνη προσμονή κάποιο σωτήριο στίχο.

Μα τι;
Υδάτινα και αέρινα θαρρείς πως ντύνεται ο λόγος;
Χωμάτινα φορεί και λερωμένα κι η όψη του στεγνή.
Εδώ σκληρός είναι ο τόπος
τραχιά κι η ποίησή του.

Στα σαράντα μικρά ή μεγαλύτερα ποιήματα της συλλογής, και άλλα θέματα θίγονται πολλά και ποικίλα. Στο ποίημα «Μικρές Παρασκευές», η καθημερινότητα πεζή και ταπεινή, στην υπηρεσία της καθημερινής ανάγκης, με τις θυσίες και τα πάθη χωρίς Ανάσταση. Ωραία που τιμά η ποιήτρια ονομάζοντας κι αποτυπώνοντας το αμελητέο πλήθος με τις 51 εβδομαδιαίες Παρασκευές του χρόνου να κυλούν επώδυνα, ανώνυμες κι αλύτρωτες. Μία μόνο μένει εκτός. Αυτή η Μεγάλη, που τα πάθη βρίσκουν την Ανάστασή τους.

Μικρές Παρασκευές

Ποσότητες αμελητέες μάλλον
επώδυνα κυλούν τις ώρες τους
χωρίς να αποθηκεύονται ποτέ
μες σε θρησκευτικά
λατρευτικά κιτάπια.

Είναι το πλήθος τους που φταίει
για το μικρό του ονόματός τους
όπως και η ανωνυμία της θυσίας τους
για μια απούσα -έστω μικρή- ανάσταση.

Στο ποίημα «Χτίστες», πάλι θυμίζει ως ένα βαθμό τον Σεφέρη στο ποίημα «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα». Ο χρόνος και η μνήμη, η ύπαρξη, τα πρόσωπα και οι σχέσεις, τα οικοδομήματα και τα υλικά ζωής. Λίγα ρητορικά ερωτήματα εδώ, για τα όποια σύμβολα ή υπαινιγμούς στο ποίημα: Τι οικοδομήματα χτίζουν οι χτίστες; Αυτό της προσωπικότητας; Της ζωής; Δομές κοινωνικές, οικογενειακές με όλες τους σχέσεις; Πώς επιλέγονται τα δομικά υλικά; Πόση και ποια η αντοχή τους, για να δικαιωθεί ή να ματαιωθεί στο τέλος ο Χτίστης και η τέχνη του;

Οι Χτίστες

Τα σπίτια γέρνουν και γερνούν
καθώς απ’ τις κρυφές ρωγμές τους
ο χρόνος με το σκληρό του βλέμμα
αποσαθρώνει τα υλικά.
Κι ας ψάχνεις με φτηνές επισκευές
να εξευμενίσεις τον κακό καιρό.
Ξεθεμελιώνονται παλιά δοκάρια
που συγκρατούσαν τον ειρμό
από χαμένες μνήμες.
Από τους τοίχους που ξεφτίσανε
κάποιες φωτογραφίες κατακρημνίζονται
και όπως σπάει το γυαλί
πέφτουν τα πρόσωπα στο πάτωμα.
Αν κάνεις να τα συμμαζέψεις
ακούς τον ψίθυρο.
Τα σπίτια μηρυκάζουν τις ίδιες πάντα λέξεις
με μια σοφία που έγραψε στα σωθικά τους ο καιρός.
Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να θεμελιώσει πιο βαθιά
απ’ όσο η γη αντέχει
μα πάντα ρίχνει τα στηρίγματα και αρματώνει σιδεριές
στα πιο σαθρά του κόσμου εδάφη.
Μάταιος ο χτίστης με όλη του την τέχνη.

Σε δύο ποιήματα, «Η γυναίκα του Λωτ» και το «Γιορτινό», η γυναίκα σε δυο ξεχωριστές εικόνες (γυναίκα και η ποιήτρια) και σε διαφορετικές σκηνογραφίες. Στον εσωτερικό χώρο δωματίου η πρώτη: Μοναχική η γυναικεία ύπαρξη, σε όρθια στάση μάταιης προσμονής μιας πρώτης χαρακιάς, κι εκεί στο χάραμα της μέρας που υποφώσκει, αυτή να στρέφει τα νώτα της στο φως και να επιστρέφει στην όποια… «νύχτα τη δική της».

Η Γυναίκα του Λωτ

Ακόμη αξημέρωτα ήταν
που στάθηκε στην πόρτα
με τις νυχτερινές σκιές
βαθιά μέσα στο βλέμμα
περιμένοντας το φως
στην πρώτη χαρακιά.
Όταν στον μακρινό ορίζοντα
έδειξε να χαράζει
εκείνη έστρεψε τα νώτα
κι έτσι ακίνητη ατένιζε
τη νύχτα τη δική της.

Σε εξωτερικό χώρο και σε γιορτινό χορό η δεύτερη, ανάμεσα σε άλλους (άβουλοι χαρακτηρίζονται) χορευτές, αυτή μόνη να ξεχωρίζει μέσα στον χορό, ντυμένη με όλες τις εσωτερικές δυνάμεις που της έχουν απομείνει, με τη μορφή μιας καραγκούνας, ή και σαν ηπειρώτισσα ντυμένη τις στερήσεις, με όλη της τη δύναμη μάταια να προσπαθεί εκεί στη μέση του χορού, με βήματα χορευτικά να καλυφθεί ένα κενό.

Γιορτινό

Όπως κυκλώνει ο χορός και παρασέρνει
άβουλους στη σειρά να ακολουθούν
μονάχα εκείνη μες στη μέση
πότε σαν καραγκούνα κοιτάζοντας κατάματα
του μέσα κόσμου το σκληρό τοπίο
πότε σαν ηπειρώτισσα στα άξενα καρφωμένη
σκουπίζοντας στο μέτωπο τις στάλες της οδύνης
με ένα μαύρο μαντίλι
κι ύστερα το περνάει στον διπλανό να κρατηθεί
να μη λυγίσει από το βάρος του ρυθμού
καθώς γράφουν τα βήματα
εκεί στη μέση της γιορτής ένα κενό.

Στους στίχους άλλων δύο ποιημάτων μεταγγίζεται όλη η ευαισθησία και η τρυφερότητα της ποιήτριας για το παιδί που κουβαλάει μέσα της. Συγκινούν πολύ τέτοιες παιδικές μνήμες, αξιολογημένες στην ωριμότητα από την ποιήτρια, όταν και τώρα ακόμη, συγκάτοικός της καλά προφυλαγμένος μέσα της είναι ένα παιδί, που τη σαστίζει άγρυπνο να παραμονεύει ή και να ελέγχει.

Ένα Παιδί

Στην άκρη αφήνει
για λίγο το παιχνίδι του
όσο κρατάει το βλέμμα επιείκειας
που ρίχνω προς τα πίσω.
Κι ενώ θαρρώ πως όλα αλλάζουν
ανακαλύπτω ίχνη
σκληρά σαν πέτρα
στον χρόνο σκάβοντας
βαθιά.

Μου ρίχνει μια ματιά
και λέω πώς γίνεται;
Νόμιζα πως κοιμόσουν
στο παραμύθι σου
εκεί αποξεχασμένο.
Κανείς δεν σκέφτηκε να σε ξυπνήσει.
Εγώ με τα ίδια μου τα χέρια
σε σκέπασα καλά
με ωριμότητα κι ευθύνη
σκληρά αποκτημένα και τα δύο.
Ένα παιδί σαστίζει ακόμα μέσα μου
κάθε που φτάνει στο παράθυρο
και ψάχνει κάτι γνώριμο
μα όλα γύρω ξένα.

Ένα παιδί ξυπνά κάθε φορά
που εγώ σαστίζω
πόσο παιδί ακόμα κουβαλά
ο ώριμος εαυτός μου.

Ένα παιδί
άγρυπνο
παραμονεύει
καιροφυλακτεί.
Και ελέγχει.

Στο άλλο ποίημα, «Όσο πιο απλά», ώριμη πάλι η ποιήτρια ξαναγυρίζει στις παιδικές εικόνες, έτσι όπως απλά τις εξηγούν στα παραμύθια στον κόσμο τον παιδικό, που ανερμήνευτος θέλει να παραμένει ακόμα. Κι ας είναι… ας κρατήσει όσο κρατάει το όνειρο. Και με το ξύπνημα της μέρας, ας περπατήσει πάλι στη γήινη πραγματικότητα.

Όσο πιο Απλά

Σε παραμύθι μέσα να ξυπνούσε
πόσο θα ’θελε
κι ας γνώριζε πως λίγο θα κρατήσει
και ν’ άνοιγε μια νύχτα Χριστουγέννων το παράθυρο
να δει τα ανεξήγητα ερμηνευμένα όλα
με λόγια απλά με εικόνες ταπεινές
κι ας ήταν λέει να κράταγε στο χέρι του
ετούτη τη μικρή κατάλευκη νιφάδα
να δει τα σχέδια του αρχιμάστορα
λίγο πριν λιώσει υγρή στο χώμα.
Στο ξύπνημα της μέρας έπειτα
με αφέλεια να περιγελούσε
την πίστη του στα παιδικά μυθεύματα.

«Αφή», «Η μόνη αίσθηση» και «Άναμμα»

Άφησα για το τέλος τα τρία αυτά ποιήματα, για ένα ιδιαίτερο κι ενδιαφέρον στοιχείο τους. «Άναμμα», λέξη ομόρριζη με την «Αφή», παράγωγα του ρήματος άπτομαι - αφή, ανάπτω - άναμμα. Εντυπωσιάζει πολύ μια ιδέα της ποιήτριας , ως εμμονή την έχει αναφέρει σε κείμενό της. Είναι η αίσθηση της αφής. Τα χέρια και ο χρόνος, όπως αποτυπώνεται στις φαιές κηλίδες στα χέρια των ηλικιωμένων. Η σφύζουσα ζωή στο σφυγμό των χεριών αλλά και η μνήμη που αντιστέκεται στη λήθη, τόσο χειροπιαστά δοσμένα στα τρία ποιήματα, για να καταδειχτεί, πόσο δυνατή απ' όλες τις αισθήσεις είναι η αφή και η επαφή στ' ανθρώπινα αγγίγματα: στο σώμα, τον νου ή την ψυχή. «Αφή», «Η μόνη αίσθηση» και «Άναμμα» τα τρία αυτά ποιήματα. Εντυπωσιακή η ιδέα της ποιήτριας. Είναι σαν όλες οι αισθήσεις να περνούν υποδόρια ή πάνω στο δέρμα μας, για να φθάσουν στο μυαλό και την ψυχή.

Κλείνοντας τη μικρή αυτή ανάγνωση ποιημάτων, θέλω να το πω, πως τα ποιήματα της Διώνης Δημητριάδου, όποια μάσκα κι αν φορούν οι λέξεις της, μεταφορικά, συμβολικά και κυριολεκτικά μιλώντας, μας αγγίζουν καθώς περπατάμε στη συλλογή της. Είναι σαν οι «Λέξεις απόκρημνες» να μας πιάνουν απ’ το χέρι και να αισθανόμαστε ότι έχουμε να κάνουμε με μια «Ποίηση και Ποιήτρια της Αφής».

Βασιλική Κρυσταλλίδου