Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 38

Η φιλοσοφία της τέχνης στον Αριστοτέλη

Γράφει η Αναστασία Ν. Μαργέτη

Την Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016 στην αίθουσα εκδηλώσεων του Αγροτικού Οινοποιητικού Συνεταιρισμού Κορωπίου πραγματοποιήθηκε επιμορφωτική συνάντηση του Ελληνικού Κέντρου Τέχνης και Πολιτισμού με θέμα: «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: ΛΥΚΕΙΟ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗ». Στο α΄ μέρος της εκδήλωσης ανακοινώθηκαν εισηγήσεις από τους Παύλο Κλιματσάκη, Διδάσκοντα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αντωνία Κακαβελάκη, Δρ Φιλοσοφίας και Αναστασία Ν. Μαργέτη, εκπαιδευτικό, συγγραφέα. Παραθέτω την προφορική ανακοίνωσή μου με θέμα: «Η Φιλοσοφία της τέχνης στον Αριστοτέλη» μαζί με τρία ποιήματα από την ποιητική μου συλλογή ‘Τρίτοι από της Αληθείας’ (εκδόσεις ΑΩ, 2015), που παρουσιάστηκαν στο β΄ μέρος της εκδήλωσης και ‘συνομιλούν’ με αριστοτελικούς στοχασμούς.

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Σκοπός της παρούσας εισήγησης είναι η συνοπτική παρουσίαση των απόψεων του Αριστοτέλη για την τέχνη. Τα στοιχεία που παρατίθενται βασίζονται στην ανασύνθεση ερευνητικών μελετών του Βασιλείου Α. Κύρκου, ομότιμου καθηγητή φιλοσοφίας των Πανεπιστημίων της Αθήνας και των Ιωαννίνων, του οποίου είχα την τιμή και τη χαρά να παρακολουθήσω μαθήματα επί μακρόν. Δεδομένου ότι αναχώρησε από κοντά μας για το μεγάλο ταξίδι τον Ιούλιο του 2016, η αναφορά στο έργο του αποτελεί ενθύμηση της παρουσίας εν τη απουσία…

Ι. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Ο Κύρκος υποστηρίζει ότι για να μιλήσει κάποιος για την φιλοσοφία της τέχνης στον Αριστοτέλη, πρέπει να γνωρίζει στοιχειωδώς βασικές έννοιες και όρους της φιλοσοφικής σκέψης τόσο του Αριστοτέλη όσο και του δασκάλου του, Πλάτωνα, με τον οποίο ο πρώτος συνδιαλέχθηκε. Η των ονομάτων επίσκεψις είναι απαραίτητη. Με τον όρο «τέχνη» και οι δύο φιλόσοφοι εννοούν την κατασκευαστική ικανότητα του ανθρώπου, η οποία προϋποθέτει γνώση αιτιολογημένη που υπερβαίνει την εμπειρία. Ο Αριστοτέλης διακρίνει τα αισθητά πράγματα (τα «ὄντα») σε όσα είναι «φύσει» και σε εκείνα που αποτελούν προϊόντα της κατασκευαστικής ικανότητας του ανθρώπου. Όλα τα έργα τέχνης ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία και είναι αποτελέσματα της δημιουργικής επέμβασης του ανθρώπου στη φύση με την ευρεία έννοια. Επειδή ο άνθρωπος κατασκευάζει με πρότυπο τη φύση, τα έργα τέχνης συνιστούν αποτελέσματα μίμησης.

Ο ίδιος μελετητής επισημαίνει ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν έναν αυτοτελή φιλοσοφικό κλάδο ως αισθητική, δηλαδή αποτίμηση έργων τέχνης με αισθητικά κριτήρια ή κατηγορίες, όπως είναι γνωστές μεταγενέστερα. Όλοι οι διανοητές θεώρησαν το καλόν ως έκφραση της φύσης και είδαν στον άνθρωπο την όψιν του ενυπάρχοντος στη φύση κάλλους. Στην έννοια του καλού που ταυτιζόταν με το ωραίο, έδωσαν και ηθική σημασία, -το καλόν είναι και αγαθόν- με σαφή αναφορά προς την ανθρώπινη κοινότητα. Δεν αντιμετώπιζαν το καλό ως κάτι που παρέχει αισθητική συγκίνηση και απόλαυση, όπως θεωρείται σήμερα. Οι αρχαίοι Έλληνες διανοητές και καλλιτέχνες εννοούν την έννοια του ωραίου –το καλόν- διαποτισμένη με ηθικό περιεχόμενο και το ταυτίζουν με το αγαθό, που συναρτάται στενά με τα πολιτικά και κοινωνικά ήθη των ανθρώπων. Η τέχνη κατά την αντίληψη των αρχαίων ήταν απαλλαγμένη από τον αισθητισμό, που συνοδεύει τη μελέτη της τέχνης από τον κλασικισμό κι έπειτα. Θεωρούσαν ότι η τέχνη ήταν απαραίτητο εξάρτημα του πολίτη, το οποίο δομεί την η
θική του, δηλαδή την πολιτική και κοινωνική του συμπεριφορά. Και δεν συμπληρώνει απλώς τη σχόλη και τη διασκέδασή του.

Η αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για την τέχνη χαρακτηρίζεται από δύο θεμελιώδεις παραδοχές:
α) η τέχνη θεωρείται μίμηση της φύσης και β) η τέχνη αναπληρώνει όσα η φύση δεν κατασκεύασε, όπως τα χρηστικά αντικείμενα και τα εργαλεία. Η μίμηση σήμερα έχει αρνητικό χαρακτήρα και σημαίνει την απομίμηση, όπως άλλωστε πίστευε και ο Πλάτων για την τέχνη στο σύνολό της, δηλαδή απλή αντιγραφή χωρίς γνώση κι επίγνωση του αντικειμένου και της πραγματικότητας. Ένα άλλο ακόμη στοιχείο που χαρακτηρίζει την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για την τέχνη είναι η ηθική χροιά (αποδίδεται ως ορθότης). Κυρίως ο Πλάτων επιμένει σ’ αυτήν. Όμως φαίνεται ότι ήταν πάγια αντίληψη στους Έλληνες πως η τέχνη υπηρετεί πρωτίστως κοινωνικούς σκοπούς, δηλαδή συναρτάται με την αγωγή και την παιδεία. Κι εκτός από την ευχαρίστηση που παρέχει, έχει και κοινωνικής εμβέλειας σκοπούς. Η ποίηση ειδικότερα –και, κυρίως, η τραγική ποίηση- ήταν συνυφασμένη με την αγωγή των παιδιών από την προσχολική ηλικία έως την ωριμότητα και στόχευε στο φρονηματισμό μέσω της μίμησης προτύπων. Ας θυμηθούμε ότι το θέατρο θεωρούνταν σχολείο των πολιτών.

Ο Αριστοτέλης αν και ως έναν βαθμό ακολουθεί την παράδοση, εν τούτοις καινοτόμησε και ως προς αυτό. Αντίθετα από τον Πλάτωνα, υποστήριξε ότι η ποίηση υπακούει σε δικούς της νόμους και δεν πρέπει να αποτιμάται με κριτήρια ηθικής ορθότητος. Ουσιαστικά θεωρεί την τέχνη αυτόνομη, όπως και σήμερα. Αν και δέχεται ότι η τέχνη είναι μίμηση, υποστηρίζει ότι ο ποιητής αποκαλύπτει τον πυρήνα του μιμούμενου, του αντικειμένου της μιμήσεως. Ενώ μιμείται ο ποιητής αναδεικνύει την ιδέα, το είδος του αντικειμένου που μιμείται, αυτό ακριβώς το είδος που είναι η ουσία του και επομένως, αποκαλύπτει το κάλλος του.

ΙΙ. Η ΤΕΧΝΗ ΩΣ ΜΙΜΗΣΙΣ

Α. ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ ΜΙΜΗΣΙΣ

Ο Πλάτων ερμήνευσε την πραγματικότητα με τη θεωρία των ιδεών και πρέσβευε ότι ο κόσμος, όπως γίνεται αντιληπτός μέσω των αισθήσεων, αποτελεί απείκασμα, φάντασμα, είδωλο ή αντανάκλαση των αληθινών όντων, που είναι οι ιδέες. Ο ποιητής –με την ευρεία έννοια ο καλλιτέχνης - λειτουργεί ως μιμητής και αντιγράφει τα αισθητά πράγματα, δηλαδή τα είδωλα των ιδεών. Άρα βρίσκεται ‘τρίτος από της αληθείας’ και δημιουργεί παραπλανητικές αποτυπώσεις του κόσμου. Επιπλέον τα έργα τέχνης με το συγκινησιακό τους περιεχόμενο εξάπτουν τα πάθη (συναισθήματα) και αμβλύνουν τη λογική και την κρίση των πολιτών - αποδεκτών τους. Ως εκ τούτου ο ποιητής δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρος διαμεσολαβητής της αλήθειας, άρα και της γνώσης - επιστήμης και εξορίζεται από την ‘Πολιτεία’ του Πλάτωνα. Όπως επισημαίνει ο ίδιος, η φιλοσοφία είναι η μόνη οδός που μπορεί δια του ορθού λόγου να καταδείξει την αλήθεια και να διασφαλίσει την εγκυρότητα της γνώσης. Έτσι οι πολίτες θα οδηγηθούν προς την άσκηση της αρετής, γεγονός που συνιστά θεραπεία των ιδίων αλλά και της πόλης.

Β. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΜΙΜΗΣΙΣ

Ο Αριστοτέλης ακολούθησε ακριβώς την αντίστροφη οδό ερμηνείας της τέχνης. Δέχεται, όπως ο Πλάτων, ότι η τέχνη στο σύνολό της είναι μίμησις. Κυρίως οι ποιητικές τέχνες: τραγωδία, κωμωδία, εποποιία, διθυραμβοποιία. Οι ποιητές δημιουργούν μιμούμενοι πράξεις, ρυθμούς και μέλη –το εκφράζει και στον ορισμό της τραγωδίας. Αλλά και οι υπόλοιπες τέχνες επίσης θεωρούνται μιμήσεις. Η βασική θέση του Αριστοτέλη στηρίζεται στην πεποίθησή του ότι α) η μίμηση είναι έμφυτη στον άνθρωπο∙ συνιστά, δηλαδή, ανθρωπολογικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου και β) ότι η μίμηση συνδέεται με την επίσης έμφυτη τάση του μανθάνειν –Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει. Αυτοί οι δυο λόγοι αποτελούν το θεμέλιο της θεωρίας του φιλοσόφου για τη μίμηση και συγκροτούν το βασικό επιχείρημά του για τη σημασία της μιμήσεως όχι μόνο για την τέχνη, αλλά γενικότερα για την ίδια τη διαδικασία της γνώσης. Αυτό, δηλαδή, που αποτέλεσε για τον Πλάτωνα τον λόγο της απόρριψης και καταδίκης της μιμήσεως, δηλαδή η άρνηση οποιασδήποτε σχέσης της μιμήσεως με τη γνώση και την αλήθεια, στον Αριστοτέλη τώρα συνιστά το βασικό επιχείρημα για τη σημασία και το ρόλο της μιμήσεως.

Ο Αριστοτέλης επίσης κάνει λόγο για τη χαρά (τό χαίρειν) που συνοδεύει τις γνώσεις που αποκτά κανείς με τη μίμηση και που είναι κοινή σε ανθρώπους και ζώα. Καταθέτει την άποψη ότι οι άνθρωποι γενικά νιώθουν χαρά και ευχαρίστηση όχι μόνο με το να μιμούνται αλλά και με τα αποτελέσματα της μιμήσεως, τα μιμήματα. Αυτά είναι τα έργα τέχνης. Και απόδειξη της θέσης του αυτής, είναι αυτό που συμβαίνει με τα έργα της ζωγραφικής: ενώ όταν αντικρίσουμε στην πραγματική ζωή άσχημα ζώα ή νεκρούς δυσανασχετούμε, αντιθέτως συμβαίνει να χαιρόμαστε, όταν βλέπουμε τις εικόνες τους, όταν βλέπουμε, δηλαδή, ζωγραφισμένα αυτά τα ζώα ή και τους νεκρούς. Αυτή την αλλαγή των αισθημάτων ο φιλόσοφος την αιτιολογεί με ψυχολογικά μάλλον κριτήρια παρά με αισθητικά.

Ο Αριστοτέλης αναλύει σε βάθος το αίσθημα της χαράς που αισθάνονται οι άνθρωποι, όταν βλέπουν αυτές τις απεικονίσεις. Υποστηρίζει ότι χαίρονται, διότι τη στιγμή που τις βλέπουν κατανοούν και σκέπτονται συνειρμικά, τι είναι καθένα απ’ αυτά που βλέπουν, πχ ότι αυτό εδώ είναι εκείνο που γνωρίζουν ήδη. Θεωρεί ότι αν τύχει να μην έχουν δει πρωτύτερα αυτό που απεικονίζεται, δεν είναι δυνατόν να τους προκαλέσει ευχαρίστηση ως αποτέλεσμα της μιμήσεως αλλά θα απολαύσουν το έργο θα τους ευχαριστήσει εξαιτίας της επεξεργασίας του, των χρωμάτων του ή κάποιας άλλης σχετικής αιτίας. Αυτά τα κριτήρια που επιλέγει ο Αριστοτέλης δεν είναι μόνο νοησιαρχικά αλλά και αισθητικά. Τα έργα τέχνης λοιπόν, επιτελούν διπλό σκοπό: αφενός ο αποδέκτης/θεατής/ακροατής εννοεί και σκέπτεται κάτι που ανταποκρίνεται στα δικά του βιώματα και στον εσωτερικό του κόσμο∙ κάνει διάλογο, δηλαδή, το έργο τέχνης με την ψυχή του ανθρώπου και ανακαλεί μνήμες και βιώματα. Και αφετέρου μέσω των αισθήσεων της όρασης ή της ακοής προκαλούν την αίσθηση της ευχαρίστησης. Με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύεται η φιλοσοφική λειτουργία του έργου της μίμησης, δηλαδή του έργου τέχνης. Η τέχνη στο σύνολό της είναι για τον Σταγιρίτη φιλόσοφο μίμηση, με την έννοια της δημιουργικής αναπαράστασης και ανάκλησης παραστάσεων με καλλιτεχνικά μέσα.

Όλα τα παραπάνω έχουν καταγραφεί στην Ποιητική του Αριστοτέλη. Αλλά και στη Ρητορική επανέρχεται στο θέμα της μίμησης, όπου τώρα ταυτόχρονα με την ηδονή του μανθάνειν, συνδυάζεται και η αρχική αιτία του φιλοσοφείν, δηλαδή το θαυμάζειν. Εδώ το μιμείσθαι και τα έργα της μίμησης, τα έργα τέχνης δηλαδή, θεωρούνται παραπλήσια πηγή φιλοσοφικής ηδονής και ευχαρίστησης με το μανθάνειν και το θαυμάζειν. Στη Ρητορική του ο φιλόσοφος καταλήγει ότι τα έργα τέχνης στο σύνολό τους είναι αποτελέσματα μιμήσεως (μιμούμενα). Και προσφέρουν ευχαρίστηση ανεξαρτήτως με το αν το αντικείμενο της μίμησης είναι ευχάριστο ή όχι. Η ευχαρίστηση είναι αποτέλεσμα ενός συνειρμικού συλλογισμού: ότι εκείνο που παριστάνεται είναι αυτό που φωλιάζει στην ψυχή μας. Και σ’ αυτήν την περίπτωση το αποτέλεσμα της ψυχικής και νοηματικής διεργασίας συνδέεται με το μανθάνειν, τη μάθηση.

Συμπερασματικά λοιπόν, η μίμηση που αναφέρεται στην τέχνη κατηγορήθηκε από τον Πλάτωνα, ο οποίος, δέσμιος όπως ήταν της θεωρίας του των ιδεών, τη θεώρησε ως απομίμηση και επιπόλαιη αντιγραφή ειδώλων. Ο Αριστοτέλης όμως, τη θεώρησε ως δημιουργική ανα-παράσταση πραγματικών γεγονότων και πράξεων, δηλαδή ηθικών ενεργημάτων του ανθρώπου, ιδιαιτέρως την ποίηση και την ποίηση του δράματος (κωμωδία και τραγωδία). Σχετικά με τα έργα των εικαστικών τεχνών ο δεύτερος φιλόσοφος πρεσβεύει ότι ο καλλιτέχνης όταν μιμείται, δεν αντιγράφει αυτό που βλέπει αλλά αποπειράται να αναχθεί στην ουσία του αντικειμένου της μίμησης. Τα έργα της ζωγραφικής και της γλυπτικής, δηλαδή, δεν είναι απομιμήσεις ούτε φωτογραφίσεις αλλά αναπαραστάσεις του ήθους και της ψυχής των προσώπων ή των πραγμάτων που παριστάνονται είτε με τα χρώματα-ζωγραφική είτε με τα στέρεα υλικά-γλυπτική.

Ως εκ τούτου ο Σταγιρίτης φιλόσοφος θεωρεί ότι η καλλιτεχνική μίμηση όχι μόνο δεν απέχει πόρρω από της αληθείας, όπως επέμενε ο Πλάτων, αλλά αντιθέτως είναι ο έγκυρος διαμεσολαβητής της αλήθειας των προσώπων και των πραγμάτων που ανήκουν στην κατηγορία των υπαρκτών, ή των πραγμάτων οἷα ἂν γένοιτο καὶ τὰ δυνατὰ κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ τὸ ἀναγκαῖον όσον αφορά τα έργα της τραγικής ποίησης. Ο Αριστοτέλης αποκατέστησε με τη φιλοσοφική θεώρηση της μιμήσεως την έμφυτη στον άνθρωπο ικανότητα της μάθησης και της συλλογιστικής.

ΙΙΙ. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΛΛΟΥΣ

Η έννοια του καλού (καλόν, κάλλος) για τους αρχαίους Έλληνες έχει μαθηματική προέλευση και η αρχαία ελληνική θεωρία περί τέχνης αφορμάται από τις ιδιότητες του καλού, δηλαδή του ωραίου και διατυπώνει γενικούς κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους μπορούμε να θεωρήσουμε ένα καλλιτέχνημα. Με την αισθητική απόλαυση όμως, όπως είδαμε προηγουμένως, συναρτάται και το γνωστικό γεγονός. Η χαρά (τό χαίρειν) δηλαδή που δίνει η θεώρηση του έργου τέχνης, συνδέεται με τη γνωστική διαδικασία (εἰδέναι, γιγνώσκειν). Αυτή η διττή φύση του καλού, ως πηγή αισθητικής συγκίνησης και μάθησης συγχρόνως, συνδέεται με τη μαθηματική αντίληψη της τέχνης και του καλού. Ο Αριστοτέλης δίνει με σαφήνεια τον ορισμό του καλού: τοῦ δὲ καλοῦ μέγιστα εἴδη τάξις καὶ συμμετρία καὶ τὸ ὡρισμένον, ἃ μάλιστα δεικνύουσιν αἱ μαθηματικαὶ ἐπιστῆμαι. Αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά που αναγνωρίζουμε στη θεωρία του ωραίου (καλόν) κατά τους αρχαίους Έλληνες αντιστοιχίζονται προς την εσωτερική, δηλαδή την ηθική διάσταση του ανθρώπου. Αυτό το είχε ορίσει ήδη ο Πρωταγόρας στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα , «πᾶς γὰρ ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου εὐρυθμίας τε καὶ εὐαρμοστίας δεῖται». Το υπόβαθρο αυτής της παιδευτικής αντίληψης είναι προφανές: υπόκειται δηλαδή και στην περίπτωση της παιδείας - όπως την εννοούσαν βέβαια οι αρχαίοι Έλληνες- μαθηματική εννόηση του κόσμου και των πραγμάτων αλλά και της ηθικής συγκρότησης του ανθρώπου, ως ατόμου και μέλους της κοινότητας. Θεμελιώδες γνώρισμα της παιδείας των Ελλήνων είναι η επίτευξη μιας εσωτερικής αρμονίας των παθών και των αισθημάτων, η οποία προκύπτει από την πειθαρχία των παθών και την άσκηση των αρετών (σωφροσύνη).

ΙV. Η ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Ο Αριστοτέλης αντιδιαστέλλει την τραγωδία-και την ποίηση γενικότερα – προς την ιστορία. Κατά την άποψή του η ιστορία ασχολείται με το ατομικό και το μερικό. Ενδιαφέρεται να μας παρουσιάσει από τη μια μεριά γεγονότα που εκδηλώθηκαν σε ορισμένες χρονικές στιγμές και συγκεκριμένο τόπο, και από την άλλη πρόσωπα που έζησαν και έδρασαν κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες.

Σε αντίθεση προς την ιστορία η ποίηση αποσκοπεί στην παρουσίαση του καθολικού, εκείνου που ξεπερνά τα όρια μιας συγκεκριμένης χρονικής εποχής και τα σύνορα μιας ορισμένης γεωγραφικής περιοχής. Τέτοιου είδους καθολικά πρόσωπα, ικανά να μας εμπνεύσουν ιδανικά και να δώσουν άλλη διάσταση στην καθημερινή, ασφυκτικά περιορισμένη ζωή μας, επιχειρεί να μας παρουσιάσει η τραγωδία. Έτσι ο Σοφοκλής στο πρόσωπο της Αντιγόνης, δεν αναπαριστά απλώς την ιστορία ενός συγκεκριμένου προσώπου αλλά παρουσιάζει τον γενικό τύπο του ανθρώπου που τιμά την παράδοση και σέβεται το θείο, σε σημείο ώστε να μην διστάζει να θυσιαστεί κιόλας προκειμένου να τον τηρήσει. Η ποίηση δηλαδή, δημιουργεί καθολικούς τύπους ανθρώπου. «Διὸ καὶ φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν».

 

Για την εκπόνηση της παρούσας μελέτης συμβουλεύτηκα βιβλιογραφικά τα κάτωθι συγγράμματα του Βασιλείου Α. Κύρκου:
- (1999).Το μέτριον άριστον και το μέσον. Πρακτικά Γ΄ Διεθνούς Συνεδρίου, Αθήνα, σσ. 272-284.
- (2010). «Αγαθός ανήρ» και «σπουδαίος πολίτης» στην πολιτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, στον τόμο: Η έννοια του πολίτου στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, Αθήνα: εκδ. ΚΕΕΕΦ Ακαδημίας Αθηνών 2009, σσ. 161-178.
- «Αισθητική» και Φιλοσοφία της τέχνης στον Αριστοτέλη. Στο: 46 Χρόνια Αισθητικής. 2010-2012 Τόμος Α΄. Έκδοση του Ιδρύματος Παναγιώτη και Έφης Μιχελή με τη συνεργασία της Ελληνικής Εταιρείας Αισθητικής. Ανάτυπο.
- (2012). Τα φιλοσοφικά άρθρα. Αθήνα: εκδ. χάρτης εύεργος

**

Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι οι πράξεις, τα ηθικά ενεργήματα του ανθρώπου, είναι γεγονότα που δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν εκ των προτέρων βάσει λογικής αναγκαιότητας. Αντιθέτως χαρακτηρίζονται από ρευστότητα και διαφορετική κάθε φορά εκδοχή, αυτό που ο φιλόσοφος ονομάζει «ενδεχομένως και άλλως έχειν». Ο ίδιος θεωρεί τις ανθρώπινες πράξεις ως έκφραση και αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου.

Π Ο Ι Η Σ Η   Η Θ Ο Υ Σ

…ἐν οἷς γὰρ ἐφ᾽ ἡμῖν τὸ πράττειν,
καὶ τὸ μὴ πράττειν,
καὶ ἐν οἷς τὸ μή, καὶ τὸ ναί•
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

 

Πάλιωσε πάνω της
του ρόλου
το κοστούμι.

Τώρα
το απεκδύεται
στη σιγή.

Ολόσωμη
κοιτά γυμνό
το είδωλό της
στον καθρέφτη.

Σκιές της νύχτας
κρυφακούν
μεσήλικες ελπίδες
καμπύλες ανέμων
και θλίψης κοίλα
θυμούς
στην άκρη της αφής.

Αγέλαστη
φορά ξανά κατάσαρκα
το ίδιο παρελθόν.
Και στρέφει το βλέμμα
στο αμίλητο.

ΜΕΤΑΠ Ο Ι Η Σ Η

…τῶν μὲν γὰρ πράξεων
ἀπ᾽ ἀρχῆς μέχρι τοῦ τέλους κύριοί ἐσμεν,
εἰδότες τὰ καθ᾽ ἕκαστα
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

 

Πάλιωσε πάνω της
του ρόλου
το κοστούμι.

Άβολες οι αλήθειες της
τη σφίγγουν στο λαιμό.
Οι ακρότητές της
σκίζουν επαφές.
Και οι ώρες έγιναν απέραστες.

Τώρα
ενδύεται
τη σιωπή.

Αφουγκράζεται
του ενεστώτα
τα ενδεχόμενα.

Στο σάκο της μέσα πετά
τα θαρραλέα χρώματα
και τα φωνήεντα
εξεγερμένα.

Ύστερα φεύγει βιαστικά
ντυμένη επαναστάτης.

Για να μη μένει
η παρουσία
αδικαιολόγητη.

 

Το τραγικό την εποχή του Αριστοτέλη, οριζόταν ως ηθικό δίλημμα ανάμεσα στον θεϊκό και τον ανθρώπινο νόμο, που οδηγούσε το άτομο σε σύγκρουση και συντριβή. Στην εποχή μας μία μορφή του τραγικού ανιχνεύεται στη διαλεκτική μας συνάντηση με το Άλλο και τον Άλλο, την ετερότητα, που μας εξαναγκάζει σ’ ένα νέο δίλημμα: να οδεύσουμε προς αναθεώρηση και διεύρυνση της ταυτότητας-ατομικής, συλλογικής, συμπαντικής- και να οικοδομήσουμε σχέσεις συνεξέλιξης ή να σταθμεύσουμε σε δογματικές εμμονές αυτιστικής εσωστρέφειας; Με αφετηρία και έμπνευση από τις λέξεις του αριστοτελικού ορισμού, μία εικόνα του σήμερα…

Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α

… τῶν τοιούτων παθημάτων…
Αριστοτέλης, Περί Ποιητικῆς

 

Στην αγχόνη του δογματισμού
κρεμάστηκε η αληθινή ζωή σου.

Τώρα βουλιάζεις
σε στάσιμα εδάφη του ταὐτόν.
Πνίγεσαι σιωπηρά βράδυ - πρωί
με στερεοτύπων λογικές
καθηλωμένος
σε μοναξιά ανελέητη
σε απραξία τέλεια
στου φόβου την ειρκτή.

Και η αλαζονεία
της αυτάρκειας
τι μίμησις σπουδαία!

Το αταξίδευτο
στου Άλλου το υπερπόντιο
θα σε ορίζει αδιάκοπα
και ας θρονιάστηκες
σε αδιαλλαξίας μικρόκοσμο

την βιοτήν περαίνουσα
δίχως κάθαρσιν.