Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 38

Ένα σκούντημα χρειαζόταν, της Ελπίδας Στρατηγάκη

Ένα σκούντημα χρειαζόταν, μυθιστόρημα, Ελπίδα Στρατηγάκη, εκδόσεις Βακχικόν 2016

Η Ελπίδα Στρατηγάκη γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στην Αθήνα. Θεωρεί ότι είναι τυχερή που γεννήθηκε σε μια χώρα, όπου ο ουρανός και η θάλασσα κρατούν το δικό τους γαλάζιο, μέχρι να συναντηθούν.

*

Διαβάζω στο βιογραφικό της Ελπίδας Στρατηγάκη στο βιβλίο «Ένα σκούντημα χρειαζόταν» και σκέφτομαι τι πρόσεξα πάνω στην Ελπίδα Στρατηγάκη όταν τη γνώρισα εγώ.

Η πρώτη μας συνάντηση ήταν ένας φευγαλέος χαιρετισμός σ’ ένα «λογοτεχνικό» πάρτι στο Γκάζι. Η δεύτερή μας συνάντηση διά ζώσης – αφήνω τις διαδικτυακές αλληλεπιδράσεις - ήταν σε μια έκθεση βιβλίου στο Πεδίο του Άρεως όπου υπέγραφε το πρώτο της βιβλίο «Τέσσερις ζωές and the beat goes on». Λοιπόν, σ’ αυτές τις πρώτες μας συναντήσεις ένα χρώμα μου έκανε εντύπωση. Το χρώμα των ματιών της. Τόσο, ώστε να σκεφτώ πως αν η Ελπίδα ήταν χρώμα, θα ήταν το γαλάζιο.

Πού σας παραπέμπει το γαλάζιο αμέσως; Συνειρμικά τι σας θυμίζει; Ουρανό, θάλασσα, καλοκαίρι; Την πατρίδα μας δεν σας θυμίζει;

Σημειώστε στο μυαλό σας αυτή την πληροφορία για τη συνέχεια, γιατί, μια που άρχισα, είναι ώρα να σας τα πω όλα. Δεν θα κρύψω τίποτα.

Λοιπόν, η κυρία Στρατηγάκη έγινε η αιτία – με το πρώτο της βιβλίο – ενός παρ’ ολίγον χωρισμού, δικού μου. Αύγουστος, καλοκαιρινές διακοπές, ύπνος μέχρι αργά, τεμπελιά, φλερτ, ανάλαφρη διάθεση. Τι πιο φυσιολογικό από ένα βιβλίο στη θάλασσα παρέα με τον αγαπημένο σου άνθρωπο; Όσο να ‘ναι θα διαβάσεις δύο, τρεις σελίδες, άντε πέντε, ίσα – ίσα για να χαλαρώσεις, θα μου πείτε.

Κάνετε λάθος αγαπητοί μου. Γιατί το πρώτο βιβλίο της Ελπίδας με «ρούφηξε» στην κυριολεξία. Με τράβηξε μέσα του τόσο απόλυτα, που, όχι μπάνιο, όχι ηλιοθεραπεία αλλά ούτε κουβέντα δεν αντάλλαξα με τον άνθρωπο που με συνόδευε τότε, μέχρι να το τελειώσω.

Στρατηγάκη εναντίον καλοκαιριού 1-0.

Καταλαβαίνετε βέβαια τον τρόμο μου όταν μου εμπιστεύτηκε το δεύτερό της βιβλίο «Ένα σκούντημα χρειαζόταν». Και μάλιστα πάλι σε περίοδο διακοπών, Χριστουγεννιάτικων αυτή τη φορά.

«Έλα βρε, αυτό δεν είναι μεγάλο» μου απάντησε η ίδια για να με καθησυχάσει.

Δεν χώρισα ούτε αυτή τη φορά Ελπίδα μου. Άρα ετοιμάσου για το τρίτο σου βιβλίο. Μήπως και τα καταφέρουμε μ’ αυτό.

Ας σοβαρευτούμε όμως.

«Ένα σκούντημα χρειαζόταν» ο τίτλος και με το πρώτο φυλλομέτρημα όλα μπερδεύονται γλυκά. Οι ήρωες, οι ιστορίες, η πλοκή, οι εξελίξεις. Σε κάθε σελίδα που διαβάζεις αναγνωρίζεις κάτι από τον εαυτό σου, κάτι από το φίλο σου, τη γνωστή σου στη δουλειά, διαβάζεις μια ιστορία που κάπου την έχεις ακούσει. Διαβάζεις και νομίζεις πως είσαι καθισμένος σ’ ένα καφέ στο κέντρο και κρυφακούς τη διπλανή παρέα. Η γλώσσα είναι οικεία, απλή, συνηθισμένη, είναι η γλώσσα που μιλάμε όλοι μας στις προσωπικές μας συνευρέσεις και στιγμές.

Οι ήρωές της είναι οι φίλοι μας απ’ το σχολειό, είναι οι φίλοι που κάναμε στη βόλτα ή στο γλέντι, είναι οι άνθρωποι που περπατάμε δίπλα τους, που τους ζητάμε φωτιά ν’ ανάψουμε τσιγάρο, είμαστε εμείς. Αλλά και οι συμπληρωματικοί χαρακτήρες που σκιαγραφεί είμαστε πάλι εμείς. Η Μάρα, ο Κρίτωνας, η Αναστασία. Μόλις το αισθανθείς αυτό, και το αισθάνεσαι γρήγορα από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, χαλαρώνεις, κάθεσαι αναπαυτικά στο κάθισμά σου, αναπτύσσεται μια οικειότητα ανάμεσα σε σένα και σ’ αυτό. Όλα σου είναι άλλωστε τόσο γνωστά! Δεν κινδυνεύεις από τίποτα.

Τι ωραία παγίδα κυρία Στρατηγάκη!

Ας ξεκινήσουμε με το Μιχάλη, έναν από τους τρεις ήρωες του βιβλίου, που ζει στο Γκάζι. Ο Μιχάλης είναι ο πολλά υποσχόμενος άντρας, που ξοδεύει τη ζωή του σε ξενύχτια προκειμένου να μη ζήσει συμβατικά κάνοντας μια δουλειά - δουλεία. Ένας άνθρωπος πολυταξιδεμένος, με πολλά εφόδια θεωρητικής αλλά και εμπειρικής γνώσης, που όμως περιορίζεται στα ελάχιστα στην πράξη. Ένας άνθρωπος που πολλά θα μπορούσε να φτιάξει, άλλωστε εκτός των τειχών έχει επιδοθεί σε έργα αγαθά, αλλά στην πατρίδα του επαναπαύεται στα πατρικά κεκτημένα. Ο Μιχάλης δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του, να ενηλικιωθεί, να προχωρήσει παρακάτω.

Η κυρά – Αγγελική που μένει Ζωγράφου, η γιαγιά του βιβλίου, είναι η δεύτερη ηρωίδα της Στρατηγάκη, και πιθανόν η πιο δελεαστική ιστορία για να γραφτεί από μία συγγραφέα. Η ιστορία της κυρά Αγγελικής τα έχει όλα, έρωτα, επανάσταση, ελπίδα, αγώνα, πείσμα, ανθρωπιά, βάσανα θεών και ανθρώπων. Εδώ η συγκίνηση είναι εμφανής, σου κάθεται σα κόμπος στο λαιμό, σε κάνει να χαμογελάς και να θυμώνεις ταυτόχρονα. Γιατί είναι η ρίζα της πατρίδας μας αυτή η ιστορία, η ρίζα της νεότερης Ελλάδας που πολλοί είτε την λησμονήσαμε είτε δεν την μάθαμε καθόλου, μια ακρόαση χωρίς προσοχή κάναμε, έτσι, γιατί δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς. Γι’ αυτό εξάλλου δεν μάθαμε από τα λάθη των προγόνων μας και ερχόμαστε στο σήμερα να το διαπιστώσουμε αυτό.

Άφησα επίτηδες τελευταία τη Στεφανία, τη συγγραφέα του βιβλίου που προβληματίζεται σε ποια από τις δυο ιστορίες να στηριχτεί, ποια από τις δύο ιστορίες να αναπτύξει, του Μιχάλη ή της γιαγιάς Αγγελικής;. Η Στεφανία είναι μια γυναίκα γύρω στα 35 και ζει στα Εξάρχεια. Συστήνεται σα τεκνατζού – της αρέσει να μπλέκει με μικρότερους της ή αγνοεί μια υποβόσκουσα ανάγκη μητρότητας άραγε; - αναγνωρίζει πως είναι μπερδεμένη γενικώς, προσωπικά, πολιτικά, επαγγελματικά. Δεν ξέρει ποια ιστορία από τις δύο θα την κάνει να αγγίξει το όνειρό της. Να ολοκληρώσει τη συγγραφή ενός βιβλίου, να μπεί στο πάνελ των συγγραφέων. Του Μιχάλη ή της γιαγιάς Αγγελικής; Η προσωπική της ζωή είναι για κλάματα. Σχέσεις αδιέξοδες χωρίς ουσία. Καριέρα ανύπαρκτη σχεδόν. Ποιότητα ζωής μηδενική σχεδόν. Η Στεφανία αυτοσαρκάζεται, αυτοοικτίρεται, βάζει τρικλοποδιές στον εαυτό της κι όταν δεν αισθάνεται καλά θέλει να δει τη θάλασσα.

Μήπως σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά που ανέφερα;

Η Στεφανία στο βιβλίο της Ελπίδας Στρατηγάκη, είναι η Ελλάδα του σήμερα. Μπερδεμένη, κολλημένη, διστακτική, γεμάτη θέλω που όμως δεν μπορεί ή αργοπορεί να υλοποιήσει. Αποπροσανατολισμένη, ανάμεσα στο χωρίς βάσεις μέλλον και στη γεμάτη, νωπές πληγές, ιστορία της.

Τι ωραία παγίδα μας στήσατε κυρία Στρατηγάκη!

Ακόμα και τα μέρη που επέλεξε η Στρατηγάκη να μένουν οι ήρωές της δεν είναι τυχαία. Το Γκάζι, που μένει ο Μιχάλης, είναι το σημείο αναφοράς μιας γενιάς, που στην παρούσα φάση δοκιμάζεται σκληρά από την κρίση. Είναι το σημείο όπου όλοι μας γινόμασταν – κι ακόμα ίσως – λίγο κοσμοπολίτες, λίγο κουλτουριάρηδες, λίγο μοδάτοι αλλά πολύ δήθεν. Είναι η περιοχή εκείνη που συχνάζανε όσοι είχανε όνειρα για ζωές κάτω απ’ τα φώτα της δημοσιότητας, της αυτοπροβολής, της πόζας. Η συνοικία με τις μάσκες.

Κάτω απ’ αυτές, υπάρχει συνήθως άλλη μία οπτική για τη ζωή, που βαθαίνει, που γίνεται πιο ανθρώπινη, αλλά που τότε, στην άνθισή του, δεν επιτρεπόταν να φανεί.

Του Ζωγράφου, που μένει η γιαγιά Αγγελική, είναι μια άλλη, τελείως διαφορετική από την προηγούμενη, γειτονιά. Μια λαϊκή κυρίως γειτονιά, με ανθρώπους του μεροκάματου, με φοιτητές, με απλό κόσμο που δεν τον αφορά η λάμψη της δημοσιότητας ή της ευζωίας, αλλά το ψωμί του σήμερα. Η ουσία και η χαρά της καθημερινότητας.

Και στη μέση, η γειτονιά της Στεφανίας, τα Εξάρχεια, το δυνατό, ανατρεπτικό κομμάτι της Αθήνας, εκεί που όλα μπορούν να συμβούν, από την παρασκευή νέων μολότοφ μέχρι να ιδρυθεί καινούργιο φιλοσοφικό κίνημα.

Η Στεφανία – Ελλάδα ζει εκεί, στη μέση μιας πόλης και μιας προοπτικής και πασχίζει να δει σε ποια ιστορία θα στηριχτεί για να προχωρήσει, για να επιτελέσει το όνειρο της ζωής της. Να αυτοπραγματωθεί.

Θα στηριχτεί στο παρελθόν ή στο σήμερα; Τι θα αποφασίσει να αναδείξει; Πώς μπορεί να πορευτεί με ασφάλεια μέχρι τον τελικό σκοπό της, χωρίς να παγιδευτεί μέσα στην ανία που κρύβουν συχνά οι ιστορίες στις μικρές τους λεπτομέρειες;

Δεν θα σας πω φυσικά τη συνέχεια του βιβλίου.

Θα σας πω όμως, πως ενώ είναι ένα βιβλίο, που, φαινομενικά διαβάζεται εύκολα και ανάλαφρα, θα σας ακολουθεί για μέρες η ανάγνωσή του. Θα εισέρχεται στο μυαλό σας η πλοκή του και θα πιάνετε τον εαυτό σας να γελά ή να εκνευρίζεται. Θα αναγνωρίζετε ομοιότητες που μπορεί να σας θυμώνουν ή να σας πληγώνουν.

Όμως, όπως η παρακολούθηση ενός θεατρικού έργου ή η συμμετοχή μας σ’ αυτό, είναι μια θεραπευτική πράξη, ομοίως – κατά την προσωπική μου άποψη – θεραπευτική πράξη είναι η συγγραφή αλλά και η ανάγνωση ενός βιβλίου. Στο τέλος όλων, πάντα πρέπει να επέρχεται η λυτρωτική κάθαρσις.

Θα σας πω, πως δεν είναι κακό, που έρχεται η κυρία Στρατηγάκη να μας ξεφουρνίσει με απλά λόγια τις μεγάλες αλήθειες αλλά και τα ελαττώματα της φυλής μας και να μας τις πετάξει κατάμουτρα. Ομολογώ πως το κάνει με χάρη αλλά και με μια ιδιαίτερη «συγγραφική» δύναμη. Μας δίνει γροθιές με το γάντι.

Δεν είναι κακό που μας «ξεγελά» αρχικά μ’ ένα ήσυχο, λογοτεχνικό ύφος ενώ εξυφαίνει με μαεστρία μια καταιγίδα προβληματισμών μέσα μας. Αλήθεια κυρία Στρατηγάκη, πέστε μας, σίγουρα γνωρίζετε από μουσική. Από δυνατές ενορχηστρώσεις, εξ ου και τα μελετημένα βήματα.

Για να μην παίζουμε με τις λέξεις, συγγραφικό ταλέντο λέγεται η ωραία παγίδα που μας στήνει σ’ αυτό το βιβλίο της η κυρία Στρατηγάκη, που μου αρέσει να την πειράζω, γιατί εκτός από ταλαντούχα συγγραφέας είναι και αγαπημένη μου φίλη.

Κλείνεις το βιβλίο με την αίσθηση πως την ιστορία αυτή που μόλις διάβασες την ξέρεις. Την άκουσες στη δουλειά χτες; Στο μπαρ που συχνάζεις; Στην είπε ένας φίλος σου; Ψάχνεις μέσα στο περιβάλλον σου ν’ ανακαλύψεις τους ήρωές της. Συχνά συναντάς έναν από αυτούς, στο πρόσωπο των γονιών ή των παππούδων σου. Ίσως στον καθρέφτη που κοιτιέσαι το πρωί. Γιατί η ιστορία αυτή είμαστε εμείς, οι Έλληνες της κρίσης που πασχίζουμε να ζήσουμε, να καταλάβουμε το πως και το γιατί, να επαναπροσδιοριστούμε πρώτα απ’ όλα σαν άνθρωποι, να βρούμε ξανά τις αξίες και τις ρίζες μας, να σταθούμε όρθιοι. Με όλο το κέφι που απωλέσαμε στη διάρκεια της κρίσης, με όλη τη χαρά της ζωής που υπάρχει στο γαλάζιο που μας περιβάλλει, με όλη τη μαγεία που μας είναι απαραίτητη για να συνεχίσουμε.

Σας είχα συμβουλέψει απ’ την αρχή να κρατήσετε μια σημείωση για το γαλάζιο. Να λοιπόν που θα σας χρειαστεί.

Εμπιστευτείτε τη συγγραφέα Ελπίδα Στρατηγάκη. Αν το γαλάζιο σας θυμίζει την πατρίδα μας, αν το γαλάζιο συμβολίζει τη χαρά της ζωής, θυμηθείτε τι σας είπα στην αρχή. Αν η Ελπίδα ήταν χρώμα, θα ήταν το γαλάζιο που αγαπάμε. Μπορεί να μην είναι καθόλου τυχαίο.

Άλλωστε ένα σκούντημα δεν χρειαζόμαστε όλοι για να δούμε τα πράγματα διαφορετικά;

Θαρρώ πως έχει δίκιο.

Τελειώνοντας θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ στο εξαιρετικό εξώφυλλο του αγαπημένου φωτογράφου Χρήστου Χ#ιωάννου, εάν το παρατηρήσετε, θα δείτε πως συμπληρώνει απόλυτα, τα όσα μέχρι τώρα σας είπα.

Μαρία Στρίγκου