Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 38

Τίνα Κουτσουμπού: Φυγή προς τα μπρος

photo © Στράτος Προύσαλης

Είχε μονάχα δυο πράγματα να κάνει σ’ αυτή την πόλη: Να δει τον δικηγόρο και να βρει τη Μαρίζα, τη μοναδική πλέον συγγενή του. Πρώτα όμως σκόπευε να δει τα αξιοθέατα και τα περίφημα Μουσεία της. Αποφάσισε να ξεκινήσει από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας που ήταν αυτή την ώρα ανοικτό και απείχε τρία λεπτά με τα πόδια από την κεντρική πλατεία της πόλης. Έβαλε το χάρτη μέσα στην τσέπη τής τσαλακωμένης του καπαρντίνας, άφησε τη βαλίτσα του στο τμήμα φύλαξης αποσκευών τού σιδηροδρομικού σταθμού και πήρε να ανηφορίζει, κοιτώντας με ενδιαφέρον τα πάντα γύρω του.

Νεοκλασικά κτίρια, μπαρόκ και βικτωριανής εποχής που στο ισόγειό τους στέγαζαν όμορφα καφέ, ο βοτανικός κήπος στα αριστερά του και στο βάθος ο καθεδρικός ναός της πόλης, αιχμαλώτισαν αμέσως τον φακό της φωτογραφικής του μηχανής. Κλικ, κλακ ακουγόταν ο ήχος από το κλείστρο της και το σκοτάδι της κατάπινε τις εικόνες με μανία για να τις μετασχηματίσει έπειτα στα πιο όμορφα ίσως στιγμιότυπα του ταξιδιού του, ένα ταξίδι τόσο επεισοδιακό κι απρόσμενο.

Όλα ξεκίνησαν τον περασμένο μήνα. Είχε μόλις πάρει το πτυχίο του κι εργαζόταν ως μεταφραστής βιβλίων σε κάποιον μικρό εκδοτικό οίκο, που του απέφερε μόλις τα προς το ζην ενώ το μέλλον του εκεί διαγραφόταν αβέβαιο. Ο παππούς του, που του είχε αδυναμία, τον στήριζε και τον ενθάρρυνε να μην το βάζει κάτω. Δάσκαλος στα νιάτα του, εραστής τής γραφής κι ο ίδιος, βιοποριζόταν στη σύνταξη στον μικρό αυτό εκδοτικό οίκο που «έμπασε» ετσιθελικά σαν διάδοχη κατάστασή του, τον συνονόματο εγγονό του, αριστούχο της Φιλοσοφικής.

Περασμένα μεσάνυχτα, τον είχε πάρει ο ύπνος πάνω σε ένα βιβλίο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν θα ‘ ταν για καλό. Το διαισθάνθηκε. Ποτέ δεν είναι για καλό ο ήχος του τηλεφώνου που χτυπά στ’ αυτιά σου τα μεσάνυχτα. Κι αυτή τη φορά το νέο ήταν συνταρακτικό. Ο παππούς…

Ο παππούς του είχε καιρό που δεν αισθανόταν καλά. Ο Άλκης θυμάται ακόμη με έκπληξη πριν λίγες μέρες, εκείνη την εξομολόγησή του.

«Άλκη παιδί μου, το σκέφτηκα πολύ καλά. Στα νιάτα μου έκανα μιαν αδικία που είχε αντίκτυπο στη ζωή μου όμως θέλω έστω κι αργά να επανορθώσω. Πούλησα κάποτε τα πατρικά κτήματα. Ο αδελφός μου, ανήλικος τότε δεν είχε λόγο. Εγώ ως διαχειριστής του δεν στάθηκα της εμπιστοσύνης του. Επένδυσα τα χρήματα σε μετοχές που έχασαν την αξία τους. Εκείνος έφυγε στην Αγγλία ρίχνοντας μαύρη πέτρα. Χρόνια αμίλητοι ο καθένας μας στο δικό του μετερίζι, μα εμένα το σαράκι με έτρωγε. Πεθαίνοντας άφησε μια κόρη. Πάρε λοιπόν αυτό το συμβόλαιο. Είναι του πατρικού μου. Το μεταβιβάζω στο όνομά σου κι Εκείνης, έναν όροφο ο καθένας σας. Σαν πεθάνω λοιπόν, Να πας, Να την βρεις. Ζει σε μια πόλη της Αγγλίας».

Χείμαρρος τα λόγια του εντυπωσίασαν τον Άλκη για το ανείπωτο μυστικό της οικογένειας.

Μια κληρονομιά λοιπόν κι ένας δικηγόρος, να ποιος είναι ο συνδετικός του κρίκος με αυτήν την πόλη. Ίσως να είναι όμως κι η αφετηρία για μια νέα αρχή.

«Αγαπημένε μου παππού, άκου ετούτα που θα σου εξομολογηθώ. Μ’ έσωσες με το μυστικό της κληρονομιάς σου. Έχω δυο μήνες τώρα που έφτασα στην Αγγλία σταλμένος από σένα να εκπληρώσω το χρέος σου αλλά η αλήθεια είναι πως εδώ μου αρέσει και φροντίζω έτσι ώστε να παραμείνω ακόμη για πολύ. Δεν ξέρω αν στ’ αυτιά σου εκεί ψηλά φτάνουν τούτα μου τα λόγια, αλλά αυτή που θα ακούσεις είναι η αλήθεια έτσι όπως πρέπει να ειπωθεί, απλή και καθαρή. Μια αλήθεια, που για σένα ήταν πόνος και ντροπή, για μένα έγινε πηγή χαράς και αναγέννησης.

Δεν μπορείς, δεν θα μπορούσες ποτέ σου να μαντέψεις το γιατί. Μετά το θάνατό σου, μόνο γιατί στο υποσχέθηκα, αποφάσισα να ασχοληθώ με το «βαρύ σου αμάρτημα». Πήρα την πρώτη πτήση για Λονδίνο και να’ μαι τώρα στο Σουάνσι να περπατώ δίπλα σε άγνωστους ανθρώπους να απολαμβάνω τον περίπατό μου να κάνω σχέδια και…να σε ευγνωμονώ!

Τούτο το ταξίδι μού ήρθε βέβαια ξαφνικό κι από σπόντα. Λίγα χρόνια πριν δεν θα το είχα ποτέ μου σχεδιάσει. Σιγά να μην έφευγα να ψάχνω με μια βαλίτσα στο χέρι κάποιον δικηγόρο ονόματι Χάμιλτον και μια εικοσιπεντάχρονη θεία, τι θεία δηλαδή μάλλον για ξαδέλφη μου περνιέται η Μαρίζα κι είναι όμορφη και δείχνει να’ χει χαρακτήρα δυναμικό κι αποφασιστικό.

Αχ παππού! Γιατί δεν την είχα γνωρίσει νωρίτερα; Γιατί τα χάλασες με τον αδελφό σου; Γιατί ο πατέρας δεν μου μίλησε ποτέ γι όλα αυτά, για την Μαρίζα; Τώρα που γυρνώ πίσω στο παρελθόν θυμάμαι αμυδρά μιαν έντονη λογομαχία των γονιών μου για κάποιον θείο μακρινό…Τι τα σκαλίζεις Άλκη, θα μου πεις τώρα εσύ από την άσπρη παγωμένη σου γωνιά εκεί στον ουρανό; Συγγνώμη παππού έχεις δίκιο. Μου φτάνει που έστω και έτσι με τον πιο περίεργο τρόπο στην πιο κρίσιμη καμπή της ζωής μου εμφανίστηκε η Μαρίζα. Σ’ αυτήν ακουμπώ τώρα τις ελπίδες μου. Τι θα ‘κανα πέρα στην πατρίδα παππού; Άνεργος πτυχιούχος κι εγώ να υφαίνω ιστορίες με το φτωχικό μυαλό μου και σχέδια, αχ πόσα σχέδια όλα να γκρεμίζονται στη δίνη των καιρών. Των μνημονίων, της υποαπασχόλησης και των απατηλών ονείρων της γενιάς μου.

Τώρα ξέρω τι θα μου πεις. «Πόσο γρήγορα αφήνεις πίσω την οικογένεια, τους φίλους τις μνήμες σου, τα παιδικά σου χρόνια Αλκη! Κι όμως παππού την απόφαση μού την υπαγόρεψες εσύ τότε με την δική σου καθυστερημένη εξομολόγηση. Και ήταν αυτό που χρειαζόμουν γιατί είχα μήνες που σκεφτόμουν αληθινά να μεταναστεύσω.

Μα είναι κι η κληρονομιά πίσω στην πόλη μας θα μου πεις. Θα την παρατήσεις; Θα την παρατήσετε κι οι δυο σας; Μα όχι φυσικά. Μιλήσαμε με τον κύριο Χάμιλτον-ένας ευγενικός μεν κλασσικός δε Άγγλος δικηγόρος, τυπικότατος και πολύ τζέντλεμαν ομολογώ, που μας κατατόπισε εμένα κι Εκείνη για τα διαδικαστικά της εκμετάλλευσης του πατρικού σου.

Κι η Μαρίζα. Α, μα συμφωνήσαμε σε όλα. Μιλώ με τόσο θαυμασμό για το άτομό της και μην νομίζεις πως με σπρώχνει η παρόρμηση της πρώτης γνωριμίας μας. Α…όλα κι όλα. Έχω ένα μήνα εδώ και την βλέπω κάθε μέρα. Και ξέρεις γιατί; Αυτό στο κρατώ για τελευταίο. Η Μαρίζα είναι διευθύντρια σε ένα μεγάλο περιοδικό ποικίλης ύλης. Μόλις της μίλησα για μένα και τις σπουδές μου ενθουσιάστηκε. «Έχεις ασχοληθεί με τις εκδόσεις; μου είπε γουρλώνοντας τα γαλάζια αμυγδαλωτά της μάτια- ίδια με τα δικά σου παππού- «και κάθεσαι άνεργος;» Άντε τώρα να της εξηγήσεις τι αντιμετωπίζουμε οι νέοι Έλληνες πτυχιούχοι στην χώρα μας. Πώς να καταλάβει τις αιτίες για την εξαγωγή μυαλών το περίφημο brain drain; Δεν γνωρίζει την κουλτούρα ούτε τις συνθήκες οικονομικές και κοινωνικές που επικρατούν στην πατρίδα. Όμως της εξήγησα. Πώς να μην της εξηγήσω. Και εκείνη τα κατάλαβε όλα και κούνησε το κεφάλι της σκεπτική. Μιλήσαμε όμως και για όσα μας συνδέουν. Για την ξεχασμένη μας συγγένεια για τον θείο, για τον πατέρα μου και πιο πολύ για σένα παππ
ού. Πικραμένα τα λόγια της όταν μου μίλησε για τον εαυτό της. Τι να σου πρωτοιστορήσω; Δεν φαντάζεσαι πόσα πράγματα έχει πετύχει αυτό το νέο κορίτσι που φέρει επάξια το οικογενειακό μας όνομα. Σπουδές στο Παρίσι, μεταπτυχιακά και τίτλοι σπουδών στην Οξφόρδη, εργασιακή εμπειρία στην Αμερική. Ένα μυαλό ξυράφι και μια θέληση να αναχαιτίσει κάθε εμπόδιο στον δρόμο της. Μοναδική της αποτυχία, ένας βιαστικός γάμος που της έφερε πολλή πίκρα κι ένα, ευτυχώς, συναινετικό διαζύγιο με τον πιο τυχάρπαστο και αντιφατικό χαρακτήρα που θα μπορούσε να τύχει σε γυναίκα. Πώς πέφτουν τελικά οι γυναίκες εύκολα θύματα μιας επιπόλαιας κατάκτησης!

Θα μου πεις. -Πρόφτασες και τον γνώρισες κιόλας; Μα φυσικά οι περιγραφές της ήταν τόσο παραστατικές που είναι σα να τον βλέπω τώρα δα εμπρός μου με το φλεγματικό του χιούμορ, την τυπική του ευγένεια και το μπλαζέ του ύφος. Δεν βαριέσαι όμως. Φαίνεται πως κι η δική μου η παρέα ήρθε και για εκείνην στην πιο κατάλληλη στιγμή ακριβώς τότε που με χρειαζόταν να της αλλάξω όμορφα και με πολλά ενδιαφέροντα νέα πράγματα την καθημερινότητα.

Για πέντε μέρες κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά της είμαστε μαζί. Και πού δεν πήγαμε; Στα μουσεία, στα μαγαζιά, στα καλύτερα εστιατόρια της πόλης. Α, όλα κι όλα. Υπήρξε εκπληκτική ξεναγός. Μέχρι και στο τυπογραφείο του περιοδικού που εργαζόταν πήγαμε. Ένεκα η αγάπη για τα βιβλία που μας ένωνε, σκέφτηκα. Πού να ξέρω τα πραγματικά σχέδια της επίκτητης ξαδέλφης μου;

Της μίλησα για τον εαυτό μου με μεγάλη όρεξη. Σ’ αυτό βοήθησε και η οξυδέρκεια και η εγκαρδιότητά της. Ένοιωσα πως έτσι είχα έναν δικό μου άνθρωπο να εκμυστηρευθώ της ζωής μου τα στραπάτσα: Τις δυσκολίες που με βρήκαν με την κρίση. Την αναδουλειά και το λουκέτο που βάλαμε στην οικογενειακή βιοτεχνία μας παππού, αυτή που έστησε με τον ιδρώτα και την εργατικότητά του ο πατέρας. Για τις προσπάθειές μου με τη συγγραφική μου δουλειά και τις φτωχές πωλήσεις των μεταφράσεών μου για τα λιγοστά ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά της Γ΄ Λυκείου.

Όλη η ζωή μου ήταν σαν να πέρασε σαν σενάριο μέσα από το φως των κεριών στο απλοϊκό σαλόνι της όπου ξεδιπλώθηκαν οι αναμνήσεις και τα όνειρα και των δυο μας. Σου μοιάζει νομίζω πολύ παππού. Της έδειξα φωτογραφίες μας, της γιαγιάς, του πατέρα. Σταμάτησε μπρος στη δική σου και σε περιεργαζόταν ώρα.

«Ξέρεις ότι ο δικός μου πατέρας δ ε ν τον μίσησε τον παππού σου ποτέ παρά τα όσα έγιναν», μου είπε.

«Όταν πέθανε ο αδελφός του παππού σου, μου άφησε το οικογενειακό άλμπουμ με τις παιδικές τους φωτογραφίες», μου εξήγησε. Έτσι της γεννήθηκε κι η επιθυμία να μας επισκεφτεί. Ο θάνατός σου την πρόλαβε. Και να με τώρα εγώ σ’ αυτή τη πόλη που μου χάρισε μια νέα ζωή και μια συγγενή, την μόνη που μου απομένει από το γένος σου παππού. Αισθάνομαι σαν να μου ‘τυχε το λαχείο, εκεί που δεν το περίμενα.

Μετά την πρώτη μας συνάντηση, έκανα να την δω κάμποσες μέρες που τις πέρασα χαζεύοντας στις εκθέσεις και στα καφέ περιμένοντας, όπως με είχε διαβεβαιώσει, τηλεφώνημά της. Την πέμπτη μέρα το πρωί, ήρθε στο ξενοδοχείο μου χαμογελαστή.

-Παππού δεν φαντάζεσαι τι μου πρότεινε! Συνεργασία με την μεγαλύτερη εκδοτική εταιρία της περιοχής στην έκδοση μεταφρασμένων έργων ελλήνων συγγραφέων. Μισθός πολύ καλός και πολλά έξτρα που προέβλεπε η θέση. Εξυπακούεται πως μπορούσα στο μέλλον να εκδώσω και τα δικά μου μελλοντικά έργα. Αυτά για τα οποία σχεδιάζαμε μαζί, θυμάσαι; Αα… κι ακόμη πως με το μισθό μου θα άφηνα επιτέλους… αυτό το τόσο στενόχωρο δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο.

Γελάς; Δεν με πιστεύεις;

Να και τα πρώτα μου μεταφρασμένα κείμενα για του λόγου το αληθές. Αν επικροτείς την ιδέα στείλε μου ένα σημάδι. Να ας πούμε κάνε να καεί η λάμπα του δωματίου μου ή έλα απόψε στο όνειρό μου. Χρειάζομαι την αποδοχή σου στις αποφάσεις μου παππού, τώρα όσο ποτέ.

Άντε τώρα καληνύχτα. Κάνει κρύο και εκεί πάνω; Εδώ ξεπαγιάσαμε».

Η νύχτα βαριά και μαυριδερή σιγά- σιγά μαζεύει τα απατηλά της πέπλα. Το Σουάνσι ξυπνά μες στην πρωινή ομίχλη. Ο Άλκης τεντώνει τα μουδιασμένα από τον ύπνο μέλη του κι ανοίγει τις σκούρες κουρτίνες του ξενοδοχείου.

Ακόμη δεν μπορεί να το πιστέψει. Τι ήταν αυτό που θυμάται; Εφιάλτης ή σημαδιακό όνειρο; Αυταπάτες του κουρασμένου του μυαλού που αναζητεί διέξοδο κι ελπίδα; Πάντως μακάρι να γινόταν να βγει αληθινό!

Μα τι σκέφτεται τώρα αχάραγα ακόμη; Άντε είναι ώρα να πιεί έναν ωραίο καφέ να στυλωθεί να διαβάσει και την εφημερίδα του. Σήμερα είναι το ραντεβού του με την Μαρίζα. Κι έχει τόσα ακόμη να διευθετήσει με τον ερχομό του. Σε μισή ώρα τον περιμένει στο σαλόνι του Regents Hotel, του ξενοδοχείου του, ο κύριος Χάμιλτον ο εκτελεστής της διαθήκης του παππού του. Εύχεται να ξεμπερδέψουν γρήγορα γιατί σχεδιάζει να γυρίσει αυθημερόν στο Λονδίνο, για ένα σύντομο διήμερο ταξίδι αναψυχής. Α, όλα κι όλα. Άλλωστε τι τον κρατούσε στην πόλη;. Άσε που ήταν μεγάλη ευκαιρία να δει και την πρωτεύουσα της γηραιάς Αλβιόνας .

Βλέπει τον Χάμιλτον να τον παρακολουθεί από την ρεσεψιόν κοιτώντας το ρολόι του. Όπως οι περισσότεροι εγγλέζοι κι ετούτος σκέφτεται, θα έχει άριστη σχέση με τον χρόνο του και θα το απαιτεί φυσικά και από του συνομιλητές του. «Εγγλέζος δεν λένε στο ραντεβού»; Η φράση δικαιολογείται πλήρως και στην περίπτωση του Ντέιβιντ Χάμιλτον.Ο Άλκης φθάνει καθυστερημένος λίγα μόλις λεπτά. Παίρνουν μαζί το δρόμο για το σπίτι της Μαρίζας.

Όλα γύρω του συνωμοτούν για αυτό που έχει ήδη αποφασίσει η μοίρα για αυτόν, η καλή του μοίρα αλλά και ο παππούς. Βαθειά μέσα του, αυτό πίστευε πάντα πως πρέπει να προχωράμε στη ζωή με τα δεδομένα που έχουμε κάθε φορά. Έτσι και τώρα το διαισθάνεται , το βλέπει πως πρέπει να δοκιμάσει τις δυνατότητές του εδώ να αρχίσει να κάνει και πάλι όνειρα και γιατί όχι τώρα κι ένα καινούργιο ξεκίνημα.

Νέοι σταθμοί και δρόμοι μοιάζουν ν’ ανοίγονται εμπρός του.

Όχι, τώρα πια είναι βέβαιος για την απόφασή του. Δεν του το είπε κι ο παππούς, πως έτσι έπρεπε να κάνει; Εχθές ήρθε στο όνειρό του, σημάδι πως ήταν με το μέρος του.

Δεν θα ξαναγύριζε πίσω. Όπου γη και πατρίς ψέλλισε βάζοντας τέλος στις ονειροπολήσεις και τις σκέψεις του, χαιρέτισε ευγενικά τον θυρωρό του οικήματος της οδού Τζέφερσον κι αναψοκοκκινισμένος έτρεξε να προλάβει το γρήγορο βήμα του δικηγόρου. Ανέβηκε τσαλαπατώντας τα ανώμαλα σκαλιά του παλιού ταλαιπωρημένου κτιρίου όπου έμενε η νεαρή θεία του και χτύπησε κάπως διστακτικά το κουδούνι. Μια καλοντυμένη, χαριτωμένη δεσποινίς κοντά στα τριάντα, φάνηκε γελαστή στο κατώφλι της πόρτας.

-Είμαι η Μαρίζα Ράντου, την άκουσε να του λέει σε άπταιστα ελληνικά σφίγγοντάς του το παγωμένο χέρι.
-Κι εσείς πρέπει να είστε ο χαμένος ανιψιός μου από την Ελλάδα.

Κράτησε την αναπνοή του ανήμπορος να αρθρώσει έστω και μια λέξη μπροστά στην τόσο μεγάλη ομοιότητα με τον παππού του.

Αμάν, όπως στ’ όνειρο μονολόγησε. Δεν μπορεί τούτο που ζούσε να’ ναι αλήθεια! Συγκινημένος κι έκπληκτος της αντιγύρισε το «χαίρομαι πολύ» που ανταποκρινόταν στην κυριολεξία με μια έντονη θετική παρόρμηση για την γνωριμία τους αιχμαλωτίζοντας στο βλέμμα του το δικό της.

Δυο γαλανά μάτια, ίδια κι απαράλλαχτα με εκείνα του παππού του φάνηκαν να του γνέφουν από το κατώφλι μιας νέας αρχής το Κ α λ ω σ ό ρ ι σ ε ς και να του ψιθυρίζουν: Μ ε ί ν ε!

 

*Τελευταίο βιβλίο της Τίνας Κουτσουμπού είναι η συλλογή διηγημάτων "Του καιρού γυρίσματα" (εκδόσεις Διάνυσμα 2016).