Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 38

Μαριλένα Ραπανάκη: Ο πόλεμος θα νικήσει πάλι

photo © Στράτος Προύσαλης

Κρήτη 1947

Ξημέρωσε, ο ήλιος ίσα που άρχισε να ξεπροβάλει, ακόμα μυρίζει το χώμα από τη χθεσινή μπόρα. Η μάνα είναι στη κουζίνα, φτιάχνει καφέ για τον πατέρα. Ακουμπάει στο τραπέζι μπροστά μου την πράσινη κούπα με το αηδιαστικό άσπρο υγρό και την έντονη κατσικίσια γεύση. « Πιες το Αρετούλα ». Η προτροπή της είναι επιτακτική, οπότε κλείνω τη μύτη μου και υπακούω.

Στο χωριό είμαστε περίπου εκατό μόνιμοι κάτοικοι, είμαστε λίγα παιδιά κι από μας μόνο η Ευτέρπη κι εγώ πηγαίνουμε στο γυμνάσιο που είναι στο Ρέθυμνο. Ο πατέρας επέμενε να μας έχει από κοντά γιατί έχουμε μυαλό για γράμματα όπως λέει, η φίλη μου δεν ήθελε να ακολουθήσει. Είναι προκομμένη και συμπονετική κοπέλα - ορφανή από πατέρα - βοηθάει τη μάνα της που ξενοδουλεύει στα χωράφια των χωροφυλάκων ενώ παράλληλα έρχεται και στο σχολείο, επειδή τελικά δε μπόρεσε να αρνηθεί στον κύριο καθηγητή.

Η Αστραπή με τον εμφύλιο έχει γίνει ένας άλλος τόπος. Από όμορφο μέρος, με γόνιμο έδαφος που ο κάθε περαστικός έβρισκε κάποιον φιλόξενο ντόπιο να τον τρατάρει ένα σφηνάκι τσικουδιά ή να του δώσει λίγο λάδι, τώρα όλοι έχουν κλειστεί στα σπιτικά τους και δε μιλούν σε άνθρωπο. Πλέον στο καφενείο μαζεύονται σπανίως οι άντρες για να παίξουν τάβλι και δηλωτή. Σήμερα το απόγευμα που πέρασε από εκεί ο πατέρας με πήρε μαζί του γιατί ξέρει πόσο πολύ μου αρέσει να τον βλέπω να κερδίζει στις πόρτες. Βρήκαμε μόνο τον καφετζή κι αφού έχασε την παρτίδα αναγκάστηκε να με κεράσει το αγαπημένο μου υποβρύχιο, αυτό ήταν το στοίχημα.

Ο φόβος έχει απλωθεί σαν μαύρη κουβέρτα κι έχει σκεπάσει τις καλοκάγαθες ψυχές των συγχωριανών μου. Το πατέρα όλοι τον σέβονταν ενώ πια ορισμένοι τον κοιτούν με μισό μάτι παρόλο που έχει κρατήσει διπλωματική στάση και δε παίρνει το μέρος ούτε του Ελληνικού Στρατού ούτε του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Πέρασαν κι οι Γερμανοί από την Αστραπή αλλά τότε ήξερες τον εχθρό, φορούσε κόκκινο περιβραχιόνιο, σου έπαιρνε το σπίτι για να το κάνει δικό του γραφείο, σε διέταζε, αν έκανες κάτι που δεν του άρεσε σε χτυπούσε και πυροβολούσε εν ψυχρώ τον άντρα σου με το τουφέκι του, όμως έβρισκες παρηγοριά στη γειτόνισσα, ακόμη και στο πατριώτη που πολεμούσε για την ελευθερία.

Μόλις χθες έθαψαν τον δεκαοχτάχρονο Στέλιο που έμενε δυο σπίτια κάτω από το δικό μας, δολοφονήθηκε από τον αδερφό του που εδώ και λίγο καιρό μπήκε στο Στρατό. Όταν οι δικοί του, του έδωσαν την εντολή « πυρ » στον Στέλιο είχαν φορέσει κουκούλα. Μετά που αντίκρισε το πρόσωπο του αδερφού του έκανε σαν τρελός, μάταια προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν, πήρε το κουφάρι του Στέλιου και το πήγε στα πόδια της μάνας τους, έπειτα κανένας δεν τον έχει δει.

Είναι μέρα εξετάσεων, προχωρώ προς το σχολείο με τον πατέρα μου να με κρατά από το χέρι σαν να είμαι πέντε χρονών. Ανησυχώ λιγάκι γιατί η Ευτέρπη δεν ήταν στο σπίτι της. « Να πήγε με τη μάνα της στο χωράφι ; » « Σίγουρα εκεί θα είναι, μην ανησυχείς παιδί μου ». Μα η φίλη μου ποτέ δε θα έχανε το διαγώνισμα.

Οι σκέψεις μου με πνίγουν, μετράω τα χαλίκια στο δρόμο για να ξεχαστώ, πλησιάζουμε στη πλατεία, σηκώνω το βλέμμα μου. Κεφάλια ανθρώπων πάνω στα παγκάκια… Ξεφεύγω από τον πατέρα που με κρατούσε σφιχτά και τρέχω προς τα εκεί. Κάποια είναι ανδρών, άλλα γυναικών, έχουν στο στόμα τους τσιγάρα. Το αίμα στάζει από παντού, δεν είναι δυνατόν, αυτή είναι η μάνα της φίλης μου. Κάνω εμετό, καθώς σκύβω στα δεξιά μου ένα ξανθό κεφάλι πεσμένο κάτω, η Ευτέρπη.

Ξυπνάω στο νοσοκομείο, ο γιατρός λέει πως δεν έχω κάτι απλώς έχασα για λίγο τις αισθήσεις μου.

Στην ιστορία που μάθαμε στο σχολείο το αγαπημένο κεφάλαιο της Ευτέρπης ήταν αυτό που μίλαγε για τους αρχαίους Έλληνες και σε συζητήσεις μας μου επεσήμανε με στόμφο το θάρρος και την ψυχή των Ελλήνων που μετά από τις φονικές μάχες έκαναν ανακωχή για να θάψουν τους νεκρούς τους. Σήμερα, μετά από τρείς χιλιάδες χρόνια οι νεκροί βεβηλώνονται.

Προσπαθώ να ανασάνω μια στάλα ελπίδα από το παράθυρο του δωματίου, να αφήσω το βλέμμα μου να χαθεί στα τεράστια σύννεφα, σκέφτομαι τη φίλη μου και σκύβω το κεφάλι από ντροπή για εκείνους που την σκότωσαν. Τι κακό έκανε η Ευτέρπη μου ; Πλήθος κόσμου ξαφνικά μαζεύεται στη κεντρική είσοδο, κατεβαίνουμε βιαστικά να δούμε τι συμβαίνει, ο κόσμος ακόμα είναι συγκεντρωμένος. Ο γιατρός βλέπει μια γυναίκα πεσμένη, με μια φωτογραφία στα χέρια της, την αναγνωρίζει. « Η κυρία Παπαδάκη ψάχνει πάλι τον Στέλιο. Το έσκασε από τη ψυχιατρική πτέρυγα ».

«Βλέπετε, δυστυχώς γιατρέ ο εμφύλιος δεν είναι μια απλή λιποθυμία».

Αθήνα 2013

Καταραμένα γηρατειά με θερίσατε, άτιμα. Όλο μου το κορμί πονάει από τα αρθριτικά. Μοναδική μου χαρά είναι όταν περιμένω τον εγγονό μου. Ειδικά τώρα που θα έρθει να φάμε με τη παρέα του, για να μου γνωρίσει τους φίλους του, πρέπει να αφήσω τη κλάψα, όπως ακριβώς με συμβουλεύει ο Κωστάκης μου.

«Αρετούλα, γιαγιά, ήρθαμε ». Μπαίνουν δυο μαυροφορεμένα παλικάρια με μούσια, μια μελαχρινή κοπέλα ακολουθεί και τελευταίο το καμάρι μου. Το γλυκό κορίτσι είναι ζευγάρι με τον Κωστάκη μου κι έχει ένα ξενόφερτο όνομα που δεν το κατάλαβα. Το φαγητό τους άρεσε και μου έκανε εντύπωση που η αδύνατη κοπέλα με βοήθησε να μαζέψουμε το τραπέζι και με τα σπαστά ελληνικά της με ευχαρίστησε φιλώντας μου το χέρι.

Ξαφνικά έντονος θόρυβος μας ταράζει. Η πόρτα σπάει, πέντε γιγαντόσωμοι άγνωστοι με σανίδες στα χέρια, μας επιτίθενται βρίζοντας το κορίτσι για την καταγωγή του. Ο Κωστάκης την αγκαλιάζει για να την προστατέψει, μέσα στον πανικό κάποιος με σπρώχνει και πέφτω κάτω, έρποντας φτάνω στη κρεβατοκάμαρα μου, αγκομαχώντας παίρνω από τη ντουλάπα τη κυνηγετική καραμπίνα του συγχωρεμένου του άντρα μου. Στηρίζομαι στον τοίχο και φτάνω στο σαλόνι, οι τέσσερεις εισβολείς με κοιτούν με το όπλο και το βάζουν στα πόδια, τον πέμπτο τον έχουν γραπώσει από την μπλούζα οι φίλοι του Κωστάκη και τον κλωτσούν, « βρωμιάρη φασίστα » του φωνάζουν. « Ρίξε του γιαγιά ». « Τρελάθηκες αγόρι μου! Αφήστε τον να φύγει ». Τότε ο Κωστάκης μου αρπάζει την καραμπίνα, σημαδεύει τον νεαρό και πατά τη σκανδάλη. Ευτυχώς δεν είχα βάλει μέσα τα φυσίγγια. Ορμάει κατά πάνω του ενώ η κοπέλα με χτυπημένο και ματωμένο πρόσωπο κουρνιάζει στη γωνία πίσω από την πολυθρόνα.

Με όση δύναμη έχω ουρλιάζω για να σταματήσουν, αυτό το έκανα κι όταν βρισκόμουν σε άσχημη θέση στον εμφύλιο. Έπιασε, σταματούν να τον χτυπούν. « Τι φωνάζεις γιαγιά, δε βλέπεις πως έκαναν τη Μπρέντα ; » Τον κοιτάζω κατάματα, « παιδί μου άκουσε με προσεχτικά, ακούστε με κι εσείς οι φίλοι του κι εσύ που ήρθες εδώ να επιτεθείς σ’ ένα ανυπεράσπιστο κορίτσι. Η βία φέρνει βία. Έχει ποτίσει το μέσα μου με τον βαθύ πόνο του εμφυλίου. Από κορίτσι είδα αδέρφια να σκοτώνονται μεταξύ τους, μανάδες να θάβουν τα παιδιά τους, γυναίκες να μένουν χήρες με μωρά στη κοιλιά. Έμαθα πως στον πόλεμο οι άνθρωποι γίνονται βάρβαροι, άγρια ζώα γίνονται, που μοναδικό σκοπό έχουν την επιβίωση, πατώντας στις σάρκες των συνανθρώπων τους. Τότε η χώρα χωρίς όραμα, χωρίς μέλλον. Θαρρώ παιδιά μου πως στις μέρες μας αρχίζετε κι εσείς να καταλαβαίνετε τι σημαίνει να μην υπάρχει μέλλον, να μη μπορείς να διακρίνεις μια κοιτίδα φωτός στον κατάμαυρο ουρανό, είτε μέρα είναι είτε νύχτα. Γι’ αυτό μη κάνετε τα ίδια αιματοβαμμένα λάθη του παρελθόντος. Το μίσος για τους άλλους, θα καταστρέψει την ανθρωπότητα. Κι ο πόλεμος θα νικήσει πάλι».

 

*Τελευταίο βιβλίο της Μαριλένας Ραπανάκη είναι το μυθιστόρημα "Ν' αγαπάς όπως δεν μπορούν οι άλλοι" (εκδόσεις Μιχ. Σιδέρη 2015).