Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 38

Ιβάν Αλεξέγιεβιτς Μπούνιν: Στην άκρη του κόσμου

Mεταφράζει η Ελένη Κατσιώλη

Ιβάν Αλεξέγιεβιτς Μπούνιν (1870-1953). Γεννήθηκε στο Βορόνιεζ κι έζησε μέσα στη φύση. Το 1903 βραβεύεται με το βραβείο Πούσκιν από την Ακαδημία Επιστημών για την ποιητική του συλλογή «Φυλλορρόημα» και το 1901 για τη μετάφραση του ποιήματος «Το τραγούδι του Χιαγουάθα» του αμερικανού ποιητή Λονγκφέλοου. Το 1909 γίνεται επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Επιστημών. Γράφει για την κατάπτωση, τον εκφυλισμό, την αγριότητα των τσιφλικάδων, για τις φωτεινές και σκοτεινές πλευρές της ζωής. Ερευνά σε βάθος την αγάπη. Τάσσεται εναντίον της επανάσταση του 1917 και εγκαταλείπει τη Ρωσία για να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Το 1933 παίρνει Νόμπελ λογοτεχνίας.

**

1.
Αυτό που καιρό τους φόβιζε και τους ανησυχούσε εντέλει έγινε. Το μισό Βελίκι Περεβόζ (1) άδειασε μεμιάς. Πολλά λευκά και γαλάζια αγροτόσπιτα ορφάνεψαν αυτό το καλοκαιρινό βράδυ. Πολύς κόσμος εγκατέλειψε για πάντα το πατρικό χωριό, τα δρομάκια ανάμεσα στους πράσινους κήπους, το σκονισμένο απ’ το παζάρι χωράφι, εκεί που τόσο χαρούμενα το ηλιόλουστο κυριακάτικο πρωινό αρχίζουν απότομα οι συζητήσεις, βουίζει από βρισιές και καυγάδες η ταβέρνα, φωνάζουν οι έμποροι, τραγουδούν οι ζητιάνοι, γρατζουνίζει το βιολί, δονείται η λύρα, ενώ ωραία βόδια, με κλειστά μάτια εξαιτίας του ήλιου, μασάνε νυσταγμένα σανό μέσα σε αυτούς τους παράφωνους ήχους. Εγκατέλειψε ο κόσμος τους πολύχρωμους λαχανόκηπους και τις πυκνές ιτιές με τα χλωμά μουντά μακριά φύλλα πάνω από τα πηγάδια, πάνω από την κατεβασιά του ποταμού, εκεί όπου τα ήσυχα βράδια κάτι στενάζει στο νερό υπόκωφα και μονότονα, σαν κάποιος να φυσάει σε άδειο μπουκάλι· εγκατέλειψε για πάντα την πατρίδα για τα μακρινά εδάφη του Ουσουρίσκ, (2) έφυγε για «την άκρη του κόσμου»…

Όταν έπεφτε πάνω από το χωριό, που ήταν απλωμένο στην κοιλάδα, μια πλατειά και δροσερή σκιά από το βουνό που έκρυβε τη δύση του ήλιου και στην κοιλάδα στη γραμμή του ορίζοντα όλα κοκκίνιζαν από τη λάμψη της, κοκκίνιζαν τα άλση, φωτίζονταν με μια άλικη γυαλάδα οι στροφές του ποταμού, και πίσω από το ποτάμι άστραφταν σαν χρυσάφι επίπεδες εκτάσεις με άμμο, και ο λαός, παρδαλός και φωτεινός, με εορταστικό ρούχα συγκεντρωνόταν στο πράσινο περιφραγμένο χωράφι, στην παλιά λευκή εκκλησία όπου κάποτε προσεύχονταν οι Κοζάκοι και οι Τσουμάκοι (3) πριν από τις μακρινές εκστρατείες τους.

Εκεί, κάτω από τον ανοικτό ουρανό, ανάμεσα στα φορτωμένα κάρα, άρχιζε η προσευχή, και στο πλήθος κυριαρχούσε μια θανάσιμη σιωπή. Η φωνή του ιερέα ηχούσε καθαρά και κοφτά, και κάθε λέξη της προσευχής εισχωρούσε στα βάθη της ψυχής…

Πολλά δάκρια έπεφταν σε αυτόν τον τόπο και τα πιο παλιά χρόνια. Εδώ έστεκαν κάποτε οπλισμένοι για τη μεγάλη εκστρατεία «οι ιππότες». Και χαιρετούσαν -σαν να επρόκειτο για το τέλος τους- τα παιδιά και τις γυναίκες, και τότε αντηχούσε με μια ψυχή το μεγαλόπρεπο θλιμμένο «έπος»: (4)

«Όι στη Μαύρη Θάλασσα, στην άσπρη πέτρα, όι κάθεται μεγάλο όμορφο γεράκι και σκύβοντας το κεφάλι χαμηλά κρώζει παραπονιάρικα…». Πολλοί από αυτούς περίμεναν τα «τουρκικά δεσμά, τα μουσουλμανικά κάτεργα», τη «γκρίζα ομίχλη» του δρόμου και τον μοναχικό θάνατο στους τύμβους της στέπας, τα κοπάδια των σκουρόφτερων επιθετικών αητών «που θα κάτσουν στις μαύρες μπούκλες τους και θα τους βγάλουν τα μάτια…». Όμως τότε είχαν όλοι την υπερήφανη κοζάκικη ελευθερία. Ενώ τώρα στέκει ένα γκρίζο πλήθος που πάντοτε θα εκτοπίζεται στην άκρη του κόσμου, όχι από ιδιοτροπία των Κοζάκων αλλά από φτώχεια, σε αυτή την κίτρινη άμμο που αστράφτει πέρα από το ποτάμι. Και σαν σε μεγάλο μνημόσυνο για τον ίδιο του τον εαυτό στέκει ήσυχα ο λαός στην προσευχή με ασκεπή, σκυμμένα κεφάλια. Μόνο τα χελιδόνια κελαηδούσαν δυνατά από πάνω τους, διασχίζοντας και βυθίζοντας τα κορμιά τους στον βραδινό αέρα, του βαθιά γαλάζιου ουρανού…

Και άρχισαν να οδύρονται. Και ανάμεσα σε αλαλαγμούς, κλάματα και φωνές πήρε το καραβάνι τον δρόμο για το βουνό. Για τελευταία φορά φάνηκε το Βελίκι Περεβόζ στην πατρώα κοιλάδα και εξαφανίστηκε… Και εντέλει εξαφανίστηκε και το καραβάνι πίσω από τα στάχια, πίσω από τα χωράφια, στη λάμψη του υποτονικού βραδινού ήλιου…

2.
Όσοι τους ξεπροβόδιζαν γύριζαν σπίτι. Ο κόσμος κατέβαινε σε μπουλούκια από το βουνό προς τα σπίτια. Υπήρχαν κι αυτοί που ανακουφίστηκαν και πήγαιναν στο σπίτι τους βιαστικά και αδιάφορα. Όμως αυτοί ήταν λίγοι.

Σιωπηλοί, σκύβοντας ταπεινά, περνούσαν οι γέροι και οι γριές· οι σοβαροί νοικοκύρηδες ήταν κατσουφιασμένοι· τα παιδιά που τα έσερναν από τα μικρά τους χεράκια οι μπαμπάδες και οι μαμάδες έκλαιγαν· έκλαιγαν με αναφιλητά οι νεαρές γυναίκες και οι κοπελιές.

Και να δύο που κατεβαίνουν από το βουνό, από τον πέτρινο δρόμο. Η μία, γερή και κοντή, σουφρώνει τα φρύδια και κοιτάζει αφηρημένα με τα μαύρα της μάτια κάπου μακριά στην κοιλάδα. Η άλλη, ψηλή και αδύνατη, κλαίει… Και οι δύο είναι ντυμένες με τα καλά τους, αλλά πόσο πικρά κλαίει η μία, καρφώνοντας τα μάτια της στα μανίκια της μπλούζας! Σέρνει τα μαροκινά μποτάκια που πάνω τους πέφτει τόσο ωραία ο χιονάτος ποδόγυρος που φοράει κάτω από τη ριγέ φορεσιά… Χθες, τραγουδούσε δυνατά, με ασυγκράτητη χαρά μέχρι τα βαθιά μεσάνυχτα, καθώς έτρεχε στο ποτάμι με τους κουβάδες, όταν ο πατέρας Γιουχίμ της είπε αυστηρά ότι δεν θα πάμε σε άλλα μέρη! Και μετά…

-Το σκεφτήκαμε πολύ τη νύχτα -είπε ο Γιουχίμ σαστισμένα- ξυπνήσανε και μου λένε «Ζίνκα θα μεταναστεύσουμε!» -«Μα πως μπαμπά… αφού εσείς λέγατε… «Όχι, λέει, είδα ένα όνειρο…»

Κι εδώ στο βουνό, κοντά στο μύλο, μέσα στο πλήθος των ηλικιωμένων στέκεται ο γέρο Βασίλι Σκουτ. Είναι ψηλός, ευρύστερνος και καμπουριασμένος. Από όλο του το παρουσιαστικό αποπνέει η δύναμη της στέπας, αλλά τι πένθιμο πρόσωπο! Είναι πολύ γέρος, θα πεθάνει και δεν θα ξανακούσει τα λόγια των δικών του, θα πεθάνει σε ξένο σπίτι και κανείς δεν θα υπάρχει να του κλείσει τα μάτια. Κοντά στον θάνατο τον ξεριζώσανε από την οικογένεια, τα παιδιά, τα εγγόνια. Θα μπορούσε να πάει κι αυτός, είναι ακόμα δυνατός, αλλά που να βρει αυτά τα εβδομήντα ρούβλια που χρειάζονται για την άδεια να πάει σε άλλους τόπους;

Οι γέροι, συζητούσαν πάνω στο βουνό σαν χαμένοι, ο καθένας για τον δικό του καημό. Όλοι κοίταζαν σ’ εκείνη την πλευρά απ’ όπου έφυγαν οι συμπατριώτες τους.

Από ώρα πια δεν φαινόταν και το τελευταίο κάρο. Άδειασε η στέπα. Χαρούμενα, γλυκά και δυνατά κελαηδούν οι κορυδαλλοί, σκορπίζοντας τρίλιες. Ειρηνικά και ήρεμα σβήνει η καθαρή ημέρα. Απλωμένα πρασινίζουν τα στάχια και η χλόη και πέρα πέρα σκοτεινιάζουν οι τύμβοι· και πίσω από τους τύμβους εκτείνεται ο απέραντος ημικυκλικός ορίζοντας και ανάμεσα σε γη και ουρανό μια λουρίδα αέρινης γαλάζιας αβύσσου καταλαμβάνει τη στέπα, σαν μια λωρίδα από τη μακρινή θάλασσα.

«Τι είναι αυτό το Ουσουρίνσκι;» -σκέφτονται οι γέροι, προστατεύοντας τα μάτια από τον ήλιο, και προσπαθούν με όλες τους τις δυνάμεις να φανταστούν αυτή τη μυθική χώρα στην άκρη του κόσμου και αυτή την τεράστια απόσταση που εκτείνεται ανάμεσα σε αυτήν και το Βελίκι Περεβόζ, βλέπουν νοερά το απλωμένο μακρύ καραβάνι φορτωμένο με τα νοικοκυριά, τις γυναίκες και τα παιδιά, το ελαφρό τρίξιμο των τροχών, τα σκυλιά που τρέχουν και τους «μπαρμπάδες» με τα φαρδιά σαλβάρια που περπατούν αργά πίσω από το καραβάνι στον μαλακό σκονισμένο δρόμο, στον ζεστό κουρασμένο ήλιο.

Προφανώς κι εκείνοι κοιτάζουν σε αυτό το αινιγματικό βάθος του γαλάζιου ορίζοντα: «Τι είναι αυτό το Ουσουρίνσκι;»

Αλλά ο γέρος Σκουτ, ακουμπώντας στη μαγκούρα, κατεβάζοντας στο κούτελο τον σκούφο, φαντάζεται τον εαυτό του με το κάρο του γιου του και με γαλήνιο χαμόγελο μουρμουράει:

-Εγώ, να ξέρετε, του έδωσα και το πριόνι και την πλάνη,… και πώς να φτιάξει ένα σπίτι το ξέρει,… δεν θα χαθεί!
-Πολλοί, πολλοί άνθρωποι χάθηκαν! –του λένε οι άλλοι, χωρίς να τους ακούει. Πολλοί, πολλοί!

3.

Σκοτεινιάζει και μια παράξενη ησυχία βασιλεύει στο χωριό.

Το χλιαρό σούρουπο του νότου με τη θαμπή αχλή του απαλύνει το βραδινό βαθύ γαλάζιο της πεδιάδας, σκιάζει αυτόν τον τεράστιο πίνακα του φαρδιού κάμπου με τα σκοτεινά φυλλώματα των παρόχθιων αλσυλλίων, με τις στροφές του ποταμού που λαμπιρίζουν λιγάκι, με τις μοναχικές λεύκες που μαυρίζουν πάνω στην κοιλάδα. Το παλιό Βελίκι Περεβόζ, με τα πυκνοχτισμένα αγροτόσπιτα κάτω από τους πρόποδες των πέτρινων βουνών, σκιάζεται. Αμυδρά κιτρινίζει σαν ζώνη ώριμης σίκαλης πίσω από το ποτάμι η άμμος. Πέρα από την άμμο, που πια δεν φαίνεται καθόλου καθαρά σκοτεινιάζουν τα δάση. Και ο ορίζοντας παίρνει ένα καπνισμένο μαβί που συγχωνεύεται με τα σύννεφα του σούρουπου.

Όλα ήταν όπως πάντα σε αυτή την ειρηνική κοιλάδα στα καλοκαιρινά απόβραδα… Αλλά όχι, όχι όλα! Πολλά αγροτόσπιτα μένουν σκοτεινά, σφραγισμένα και βουβά…

Σχεδόν όλοι σκορπίστηκαν στα σπίτια. Αδειάζει ο δρόμος. Πάνω του σέρνονται αργά μερικοί άνθρωποι που είχαν συνοδεύσει τους μετανάστες μέχρι το κοντινό σταυροδρόμι.

Αισθάνονται ένα αιφνίδιο κενό στην καρδιά και μια δύσκολα αντιληπτή ησυχία γύρω τους, η οποία καταλαμβάνει τον άνθρωπο μετά την αγωνία του ξεπροβοδίσματος, κατά την επιστροφή στο άδειο σπίτι. Κατεβαίνοντας από το βουνό βλέπουν το χωριό με άλλα μάτια, όπως μετά από μακριά απουσία…

Εδώ απλώνεται λίγος καπνός που ευωδιάζει πάνω από κάποιο αγροτόσπιτο… ήρεμα και ανέμελα…

Εκεί σαν κόκκινο αστεράκι, ανάμεσα στους σκοτεινούς κήπους, ανάμεσα στα στριμωγμένα νοικοκυριά, άναψε ένα μικρό φωτάκι…

Κοιτώντας τα φώτα και την κοιλάδα, αργά αργά σκορπίζουν οι γέροι και στο βουνό, κοντά στον δρόμο, μένουν μόνο οι σκοτεινοί ανεμόμυλοι με τα ασάλευτα απλωμένα φτερά τους.

Βουβά κατεβαίνει από το βουνό, χαμογελώντας με ένα περίεργο χαμόγελο γεροντικού πόνου ο Βασίλι Σκουτ. Αργά έσυρε το πορτάκι, αργά πέρασε τη μικρή αυλή και κλείστηκε στο σπίτι.

Αυτό το σπίτι είναι το πατρικό. Όμως πλέον ο Σκούτ δεν είναι ιδιοκτήτης. Το αγόρασαν ξένοι και του επέτρεψαν μόνο να «ζήσει μέχρι να πεθάνει» σε αυτό. Και αυτό πρέπει να γίνει σύντομα…

Στο υγρό και ζεστό σκοτάδι της νύχτας με καρτερία τρίζει ο γρύλος πίσω από τη σόμπα… σαν να παρακολουθεί… Οι μύγες νυσταγμένες βουίζουν στο ταβάνι… Ο γέρος, σκυμμένος, κάθετε στο σκοτάδι βουβός.

Σκέφτεται κάτι; Ίσως, πως κάποτε εκεί στον δρόμο που ασπρίζει αμυδρά, έτριζε ελαφρά το καραβάνι! Έ, και τι έγινε με αυτό που σκέφτεται!

Η φωνή της κοπέλας σβήνει πίσω από το ποτάμι:

Ω ανέβα, ανέβα,
φωτεινό φεγγάρι!

Βαθιά σιωπή. Φαίνεται ο νυχτερινός ουρανός του νότου με τα μεγάλα διαμαντένια αστέρια. Η σκοτεινή σιλουέτα μιας ακίνητης λεύκας σχεδιάζεται στο φόντο του νυχτερινού ουρανού. Από κάτω τους σκοτεινιάζει μια στέγη, ασπρίζουν οι τοίχοι των αγροτόσπιτων. Τα αστέρια λάμπουν ανάμεσα στα φύλλα και στα κλαδιά…

4.

Αλλά αυτοί έχουν ακόμα δρόμο.

Θα διανυκτερεύσουν στη στέπα, κάτω από τον προγονικό ουρανό, όμως αυτοί κιόλας νομίζουν ότι βρίσκονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από κάθε τι συνηθισμένο, κάθε τι πατρικό.

Σαν τσιγγάνικος καταυλισμός απλώθηκαν στον δρόμο. Ξέζεψαν τα άλογα, μαγείρεψαν το φαγητό· πότε έκαναν ανήσυχες συζητήσεις, πότε σιωπούσαν βλοσυρά και απέφευγαν ο ένας τον άλλο…

Στο τέλος όλα κόπασαν.

Στην αστροφεγγιά μαύριζαν τα ακατάστατα συγκεντρωμένα κάρα, ήταν ορατές οι φιγούρες των ξαπλωμένων ανθρώπων και των στραμμένων προς τη χλόη αλόγων. Οι φρουροί, με κνούτο στα χέρια, νυσταγμένα μαζεύονταν κοντά στα κάρα, χασμουριόνταν και με μελαγχολία κοίταζαν την άδεια στέπα…

Όμως με τι χαρά ξεσηκώθηκαν όταν άκουσαν το τρίξιμο του κάρου που ερχόταν! Πατριώτης! Τον περικύκλωσαν, χαμογελούσαν και του έσφιγγαν το χέρι σαν να μην τον είχαν δει πολλά πολλά χρόνια.

Και άλλοι ξυπνημένοι από τη συζήτηση, σηκώθηκαν από τη γη κρύβοντας ντροπαλά τη χαρά τους, πλησίασαν και αυτοί το κάρο του περαστικού, κάπνισαν πίπα και ήταν έτοιμοι να μιλήσουν μέχρι να ξημερώσει…

Μετά όλα πάλι ησύχασαν.

Ενθουσιασμένοι από τη συνάντηση, κάποιοι κοιμήθηκαν, χώνοντας το κεφάλι στα ρούχα, και όλοι σκέφτονταν μόνο ένα –για τη μακρινή άγνωστη χώρα στην άκρη του κόσμου, για τους δρόμους και τα πολλά ποτάμια στη διάρκεια του ταξιδιού, για το πατρογονικό χωριό που εγκατέλειψαν…

Ψύχρανε. Τα πάντα κοιμόντουσαν βαθιά –και οι άνθρωποι, και οι δρόμοι, και τα σύνορα, και τα στάχια με την πάχνη.

Από ένα απομακρυσμένο αγρόκτημα ακούστηκε αχνά το λάλημα του πετεινού. Το μισοφέγγαρο θολοκόκκινο και λοξό εμφανίστηκε στην άκρη του ουρανού. Σχεδόν δεν φώτιζε. Μόνο ο ουρανός γύρω του είχε πάρει μια πρασινωπή απόχρωση, μαύρισε η στέπα και στον ορίζοντα φάνηκε κάτι σκοτεινό. Ήταν οι τύμβοι. Και μόνο τα αστέρια και οι τύμβοι άκουγαν προσεκτικά τη θανάσιμη σιωπή της στέπας και την ανάσα των ανθρώπων που λησμόνησαν στο ύπνο τους τον πόνο και τον μακρινό δρόμο.

Ο πόνος και η χαρά κάποιων πλασμάτων καθόλου δεν ενδιαφέρει τους αιώνιους σιωπηλούς τύμβους, κάποιων πλασμάτων που θα ζήσουν μια στιγμή και θα δώσουν τη θέση τους σε άλλα σαν και αυτά –που πάλι θα ανησυχούν και θα χαίρονται και έτσι χωρίς ίχνη θα χαθούν από το πρόσωπο της γης! Πολλά είναι τα καραβάνια και τα κορμιά που περιπλανώνται στη στέπα, πολύς κόσμος, πολύ πόνο και χαρά είδαν και ξαναείδαν αυτοί οι τύμβοι.

Μόνο τα αστέρια, ίσως, να ξέρουν πόσο ιερός είναι ο ανθρώπινος πόνος!

 

Σημειώσεις
1. Μεγάλο Πέρασμα (ποταμού).
2. Βόρεια του Βλαδιβοστόκ.
3. Εμπορικός πληθυσμός της Ουκρανίας που ζούσε στη σημερινή Ουκρανία και στη Νότια Ρωσία από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα.
4. Από το λαϊκό έπος, το αντίστοιχο της ρωσικής μπιλίνας, Θύελλα στη Μαύρη Θάλασσα.