Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 38

Αθήναι -Κείμενο του Απόστολου Θηβαίου

photo © Στράτος Προύσαλης

Ο γύρος της πόλης ήταν ο σπουδαιότερος αγώνας.
Πλήθος επισκεπτών συνέρρεε
απ΄όλες τις γωνιές του κόσμου.
Τώρα πια όλο και όλο σε τούτο το μέρος αξία έχει να ζήσεις.

 

Τη νύχτα το σώμα παραδίδεται στις φαντασίες. Γι΄αυτό και μπορεί κανείς απ΄τη μακρινή του μοναξιά να βαδίσει ως μες στην καρδιά της πόλης. Οι δρόμοι της διαθέτουν μια ανυπέρβλητη γοητεία. Έχουν φτιαχτεί τόσες φορές, έχουν αλλάξει προσόψεις και θερμοκρασίες. Εκεί που υψώνεται ο νεαρός Φοίβος πάνω στο στερέωμα της πλατείας παλιά υπήρχε κάποια οικία. Ένας μικρός, πολύ μικρός θησαυρός κοιμάται κάτω απ΄τα πόδια του υγρού ερωτιδέα. Μερικά τιμαλφή που το χώμα κράτησε για πάντα δικά του. Πολυκατοικίες, νεοκλασσικές τριλογίες, αρχιτεκτονικά μυστικά στους λόφους γύρω απ΄την πόλη. Ονόματα του Λυκείου και σιωπή του μεσημεριού. Οι ιμπρεσιονιστές κατοικούν τους κήπους αυτών των κτισμάτων. Πλάι στις βρύσες της ζωγραφιάς τα χαμένα στην αθωότητα χρώματα των αγρών και των ανθρώπων.

Η κεντρική λεωφόρος με τις σημαίες των εμπορικών της μεσίστιες διανύει μια θλιβερή εποχή. Οι στοές, αυτές οι φλέβες που διατρέχουν σε πρωτοφανή έκταση την πόλη, σφραγισμένες κρατούν δικά τους ονόματα και μαγαζιά. Κατευθύνομαι προς την καρδιά της. Μα πρέπει να διαβεί κανείς ανυπόφορα τοπία, να ζήσει απ΄την αρχή τις μικρές, τραγικές ιστορίες που σημαδεύουν. Υπομένω όλο αυτό το μαρτύριο του κλεισμένου κόσμου. Στην απέναντι όχθη, κάτω απ΄τα χιλιάδες βατ μια αλκυόνη ξυπνά απ΄το μαρτύριό της. Αργά, όπως συμβαίνει στα θαύματα κατεβαίνει από τις προσόψεις. Μια γυναίκα βυζαντινή, μια ιέρεια στη σκιά της αγοράς. Επιτέλους η λειτουργία των χρωμάτων λαμβάνει χώρα και το κορίτσι υψούται με τη ρωγμή του ακατέργαστη. Σιένα και ρυθμοί στην πιο ωραία συνύπαρξη στα πόδια του αρχαίου θεάτρου. Εκεί που άλλοτε θαύμασα την θερινή μορφή της ερμηνεύτριας, βαλμένης απ΄το πιο επιδεξιο, σκηνογραφικό χέρι.Τα λόγια της ήταν σιντεφένια, όπως κάθε μικρής θεάς.

Η πόλη διαθέτει ρινγκ. Έναν υπαίθριο χώρο αρκετών τετραγωνικών χιλιομέτρων. Εκεί μπορεί κανείς ν΄ασκηθεί στην πιο αρρωστημένη διαστροφή. Η ατμόσφαιρα θυμίζει λατινική Αμερική. Μόνο που αυτός ο κόσμος δεν μοιάζει καθόλου καινούριος. Θες αυτή η αέναη επίκληση στο παρελθόν, ίσως πάλι ο δεσμός που έχει απωλέσει την ουσία του και συνιστά πλέον την επιφάνεια των πραγμάτων, θεμελιώνουν το σκληρό πυρήνα. Σ΄αυτό το ύψος το μαρτύριο είναι ανείπωτο. Όλα τα πάθη και όλες οι επιθυμίες μπορούν να εκπληρωθούν. Δεν απαιτείται καν διαφημιστική εκστρατεία. Το πλήθος που συρρέει από χίλιους δυο δρόμους ρίχνει για πάντα τα φύλλα του. Εκεί παίρνει τέλος τ΄όνειρο. Εκεί δεν φτάνουν τα χιλιάδες βατ, οι τοιχογραφίες καταστρέφονται. Όλοι διαθέτουν το προσωνύμιο η λίβρα και όλοι, ανεξαιρέτως ασκούν κάποιο παρακλάδι του εμπορίου.Δεν είναι λίγες οι περιουσίες που αλλάζουν χέρια μες σε μια νύχτα εξαιτίας ενός στοιχήματος ή μιας τρομερής αποτυχίας. Δεν είναι λίγες οι καρδιές που φλέγονται απ΄όνεριο σ΄αυτές τις συνοικίες. Λάστιχα, γυαλικά, πάγκοι, πάγκοι παντού, ξαφνικοί τεχνίτες όπως τον παλιό καλό καιρό σε μια στροφή του δρόμου. Σίδερα, αυτοκίνητα, ατέλειωτα μίλια διαθέσιμου σκραπ. Και ποιήματα, και ποιήματα. Ό,τι πιο αυθεντικό θα το ΄βρεις σ΄αυτά τα απόκοσμα πεδία, στα παλιά οικόπεδα βολών που κρατούν μονάχα τα θραύσματα, που αντηχούν τα παραγγέλματα. Εδώ κάτω γράφονται τα πιο τρυφερά βιβλία. Οι γραφομηχανές χτυπούν έξαλλα ως τα ξημερώματα. Στρατιές ποιητών μες στην αφέλεια της πίστης τους πλάθουν τον κόσμο ξαναζούν την αρχαία ιστορία. Στα χέρια τους μελάνια και η μυρωδιά του κόσμου πουπάντα θα τρέφει τη μεγάλη μηχανή. Ο αιώνας είναι ένα παιδί, γράψαν, σκυμμένο πάνω απ΄τα βιβλία του. Ένα παιδί που δεν θ΄αντικρίσει παρά σκληρά αδιέξοδα. Η πόλη τίποτε δεν σημαίνει για κείνον και έτσι τηρεί τις αποστάσεις. Η αμαρτία όμως και τ΄όνειρο τον τυρανούν. Παρέξενες αρρώστιες τον φέρνουν ένα βήμα πιο κοντά στο φως.

Κάπου εδώ τελειώνει η ιστορία της Αθήνας. Την πιο ωραία σκηνή γι΄αυτόν τον επίλογο τη διάβασα στα μαγικά ημερολόγια του Γ. Ρίτσου. Ένας ζωγράφος που κόβει στα δύο την τοξωτή γέφυρα, ένας ζωγράφος που υπάρχει μονάχα για το πορτραίτο του.

Περιεργάζομαι τους καταλόγους που δημοσιεύονται κατά καιρούς με αναφορές στην αρχιτεκτονική ιστορία της πόλεως και αναρωτιέμαι πόση προσπάθεια θα χρειαστεί ακόμη για να την αγαπήσουμε. Φέρνω διαρκώς στο νου τις τοιχογραφίες που συνάντησα, την ερυθρότατη αφθαρσία ενός νέου. Παντού στάχτες και εργοτάξια αυτή η πόλη. Μια αναπαραγωγή της Παρέλασης του Κουβανού Αρένας. Η Αθήνα γερνά δύσκολα μες στην ανυπόφορη μοναξιά της. Η άρρωστη καρδιά της σκοτώνεται πέριξ του παλιού χρηματιστηρίου και ο έρωτας δεν κοστίζει τίποτε. Γι΄αυτό σας λέω, πως κάπου εδώ τελειώνει η ιστορία. Και αρχίζει εκείνη η σκληρή, η δύσκολη όσο και ανθρώπινη αγωνία για την ομορφιά που μοιραία πάντα θα στερούμαστε.