Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 39

Αιμίλιος Βεραρέν: Μοιραίο λουλούδι

Mεταφράζει η Ανδρονίκη Δημητριάδου

Ο Αιμίλιος Βεραρέν (Émile Verhaeren) γεννήθηκε το 1855 στο Σεν Αμάν του Βελγίου και πέθανε το 1916 στην πόλη Ρουέν της Γαλλίας. Έγραψε θεατρικά έργα και διηγήματα και υπήρξε κριτικός τέχνης, ωστόσο έγινε περισσότερο γνωστός για το ποιητικό του έργο. Στα πρώτα του βήματα επηρεάστηκε από τη συμβολική ποίηση, εκφράστηκε όμως και μέσω του νατουραλισμού. Η ποίησή του, γραμμένη στα γαλλικά, είναι μελαγχολική, γεμάτη μουσικότητα και δυνατές εικόνες. Στα συγκεκριμένα μεταφρασμένα ποιήματα γίνεται εμφανής η ευαισθησία του και η θεώρησή του για τον κόσμο κάτω από ένα ρομαντικό πρίσμα συμβολισμού. Διακρίνεται όμως ταυτόχρονα σε ορισμένα από αυτά και μια νότα αισιοδοξίας που διατρέχει και φωτίζει τη θλίψη του. Τα έργα του γνώρισαν γρήγορα την επιτυχία. Ήρθε σε επαφή με πλήθος ποιητών της εποχής του: Georges Seurat, Auguste Rodin, Maurice Maeterlinck, Stéphane Mallarmé, André Gide, Rainer Maria Rilke, με τους οποίους διατηρούσε αλληλογραφία. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η ποίησή του αντιτάχθηκε στη βία: «Τα κόκκινα φτερά του πολέμου» και «Υψηλές φλόγες». Πέθανε το 1916 σε ηλικία 61 ετών, στο σταθμό της Ρουέν σε σιδηροδρομικό ατύχημα. Γνωστά έργα του είναι τα «Φλαμανδικά» (1883), «Τα μαύρα λάβαρα" (1890), "Πόλεις με πλοκάμια" (1895), "Κυριαρχικοί ρυθμοί" (1910), Ολόκληρη η Φλάνδρα" (1904 - 1911). Θεατρικά έργα του: "Οι αυγές" (1898), η "Ελένη της Σπάρτης" (1912).

**

Ήταν Ιούνιος, στον κήπο

Ήταν Ιούνιος, στον κήπο,
Δική μας ήτανε η μέρα και η ώρα.
Και τα μάτια μας, με τόση αγάπη, αγκάλιαζαν
Την πλάση,
Που ήσυχα μας φάνηκε ότι άνοιγε
Και μας θωρούσαν και μας λάτρευαν
Τα ρόδα.

Ποτέ δεν ήταν πιο καθάριος ο ουρανός:
Τα έντομα και τα πουλιά
Στο χρυσό και στη χαρά πετούσαν
Μοιάζοντας εύθραυστα σαν το μετάξι.
Και τα φιλιά μας ξεδιπλώνονταν τόσο γλυκά
Που το φως και τα πουλιά υμνούσαν.

Μια ευτυχία θα ’λεγες που γίνεται έξαφνα γαλάζια
Κι όλο τον ουρανό ζητά να λάμψει.
Ολόκληρη η ζωή εισχωρούσε, μέσα από χαραγματιές,
Στην ύπαρξή μας, για να τη μεγαλώσει.

Και δεν ήταν παρά μοναχά επικλητικές κραυγές,
Και τρελοί ενθουσιασμοί κι ευχές και προσευχές,
Κι η ανάγκη, ξαφνικά, να ξαναπλάσουμε θεούς,
Την πίστη για να βρούμε.

Συλλογή: Οι απογευματινές ώρες

*

Μοιραίο λουλούδι

Μεγαλώνει ο παραλογισμός σαν μοιραίο λουλούδι
Στο έδαφος των εννοιών, της καρδιάς και του μυαλού.
Μάταια βροντούν, κάτω εκεί, θαύματα καινούρια.
Μαραζώνουμε ακόμα εμείς στη μητρική λογική.

Στην τρέλα λαχταρώ να περπατήσω και στους ήλιους της,
Τους λευκούς ήλιους της σελήνης καταμεσήμερα, παράξενους,
Και σε απόηχους μακρινούς, από σαματάδες δαγκωμένους
Κι αλυχτίσματα και γεμάτους σκύλους κοκκινωπούς.

Νησιά ανθισμένα, πάνω σε λίμνη χιονισμένη. σύννεφο
Όπου φωλιάζουνε πουλιά κάτω από τα φτερά του αέρα.
Νυχτερινές σπηλιές, με έναν βάτραχο χρυσό μπροστά
Που ροκανίζει ακίνητος του τοπίου μιαν άκρη.

Ράμφη ερωδιών, ορθάνοιχτα δίχως αιτία,
Μύγα, σε μιαν ακτίνα, που ακίνητη, κινείται
Η γλυκιά αναισθησία και το αδύναμο τικ-τακ
Του ήσυχου θανάτου των τρελών, ακούγονται καλά!

Συλλογή: Η πανωλεθρία

*

Ο φόβος

Απ’ τις πεδιάδες του φόβου μου, που το Βορρά ατενίζει,
Να που των Νοέμβρηδων το παλιό βοσκοτόπι βοά,
Ολόρθο, σαν ατυχία, στης ζοφερής πτυχής το κατώφλι,
Που ηχεί από μακριά των κοπαδιών του θανάτου το κάλεσμα.

Ο αχυρώνας είναι εκεί, παλιός και βαρύς σαν από τύψεις,
Στο βάθος των χωρών της απέραντης θλίψης μου,
Που ένα ρυάκι, στολισμένο στις όχθες με δυόσμο και δάφνη
Από μια αδίστακτη πορεία, μαραίνεται, από κύματα βαριά κουρασμένο.

Πρόβατα μαύρα, με κόκκινους σταυρούς επάνω στους ώμους,
Και κριάρια στο χρώμα της φωτιάς επιστρέφουν, με κονταριές,
Σαν τις αργές αμαρτίες του, στην ψυχή μου που γέμισε φόβο.

Το παλιό βοσκοτόπι των Νοέμβρηδων βοά καταιγίδα.
Για πες, ποια αστραπή λίγο πριν το κεφάλι μου άγγιξε
Ώστε, απόψε, η ζωή μου τόσο πολύ με φοβήθηκε ;

Συλλογή: Οι φανερωμένοι στο δρόμο μου

*

Ο μύλος

Πολύ αργά, ο μύλος στο βάθος της νύχτας γυρίζει,
Σε έναν θλιβερό και μελαγχολικό ουρανό,
Γυρίζει αδιάκοπα, και τα πανιά του, στο χρώμα της λάσπης,
Θλιβερά, κουρασμένα κι αδύναμα είναι, αιώνια.

Απ’ την αυγή, τα μπράτσα του, σαν λυπημένα χέρια
Απλώθηκαν κι έπεσαν. και να τα εδώ
Που πέφτουν και πάλι, εκεί, στο μαυρισμένο αέρα
Και σε όλη τη σιωπή της φύσης που έσβησε.

Στα χωριουδάκια μια χειμωνιάτικη μέρα κοιμάται,
Κουρασμένα τα σύννεφα είναι απ’ τα σκοτεινά τους ταξίδια,
Και κατά μήκος των αλσυλλίων που τις σκιές τους μαζεύουν,
Οι αυλακιές προχωρούν σε κάποιον πεθαμένο ορίζοντα.

Γύρω από ένα έλος παλιό, μερικές καλύβες οξιάς
Κάθονται ολόγυρα πολύ θλιβερά.
Ορειχάλκινη λάμπα το ταβάνι φωτίζει
Και στις γωνιές του παράθυρου μια λάμψη γλιστρά.

Και στην απέραντη πεδιάδα, που κοιμάται στην όχθη του κύματος,
Τα νωθρά σπίτια αυτά, κάτω απ’ το χαμηλό ουρανό, κοιτάζουν,
Με τα μάτια σχιστά μέσα από σαστισμένα παράθυρα,
Τον παλιό μύλο που γυρίζει και, ξέπνοος, παύει να ζει.

Συλλογή: Βραδιές

*

Η καταιγίδα

Ανάμεσα στα μήλα τα χρυσά που ένα ελαφρύ αεράκι αγγίζει
Σε ξεχωρίζω εκεί ψηλά, από κλωνάρι σε κλωνάρι να γλιστράς,
Όταν ξάφνου σαν χιονοστιβάδα η καταιγίδα ορμά
Και στο παλιό περιβόλι τη σκεπή από κλαδιά ξεσκίζει.

Ξεφεύγεις τρομαγμένη βιαστικά κι από τη σκάλα κατεβαίνεις
Για να κρυφτείς στο υπόστεγο του χλωμιασμένου τοίχου
Που γίνεται λευκός και μολυβής στης αστραπής τις λάμψεις
Και που η σκεπή του ηχεί κάτω από τη βροχή και το χαλάζι.

Αλλά να που ολάκερος ο ουρανός γίνεται πάλι αργυρός.
Μέσα στην ανθισμένη χλόη, τότε, που σε καλωσορίζει πάλι,
Περνάς και, γελαστό κάτω απ’ τον ήλιο, απλώνεις
Το μουσκεμένο φρούτο που έκοψες, ανάμεσα στα φύλλα.

Συλλογή: Τα κινούμενα σπαρτά