Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 39

Έλληνες ποιητές - δημοσιογράφοι

Γράφει η Χριστίνα Λιναρδάκη

Η σχέση λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας είναι όχι μόνο πολύπλευρη αλλά και διαρκώς μεταβαλλόμενη: πρόκειται για μια σχέση πότε ανταγωνιστική (όπου η λογοτεχνία στερεοτυπικά αξιολογείται ως υψηλή τέχνη και η δημοσιογραφία ως αγοραία τεχνική1) και πότε διαδραστική και αλληλοτροφοδοτούμενη. Άλλωστε, η προσπάθεια του δημοσιογράφου «να συλλάβει την αλήθεια της τρέχουσας ιστορίας» έχει θεωρηθεί per se πράξη «βαθύτατα ποιητική» σύμφωνα με ορισμένες απόψεις,2 την ίδια στιγμή που αφθονούν τα παραδείγματα λογοτεχνών οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη δημοσιογραφία, για βιοποριστικούς λόγους ή λόγω του prestige που χαρίζει η απεύθυνση σε ένα διασφαλισμένο, ευρύ αναγνωστικό κοινό. Όχι ότι στις μέρες μας δεν εξακολουθούν να ασχολούνται, όμως επειδή τα όρια της λογοτεχνικότητας σήμερα έχουν αποδειχθεί περισσότερο ελαστικά από ό,τι σε παλαιότερες εποχές, στο παρόν άρθρο θα εστιάσουμε στο χρονικό διάστημα από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 20ού και μάλιστα θα περιορίσουμε το εύρος ακόμη πιο πολύ, απομονώνοντας μόνο τους ποιητές που ασχολήθηκαν με τη δημοσιογραφία.

Στην αλλαγή του 19ου προς τον 20ό αιώνα, με άλλα λόγια στη δεύτερη 50ετία της ζωής του νεότερου ελληνικού κράτους, η χώρα διένυε την εποχή της «εφημεριδοκρατίας»,3 όπου ο Τύπος ήταν ανανεωμένος και καθημερινής πλέον κυκλοφορίας και το ζητούμενο ήταν η ποιοτική πλαισίωση της είδησης,4 ενώ ενδιέφερε και η λογοτεχνία του Τύπου, στο πλαίσιο της οποίας γράφονταν και φιλοξενούνταν στις εφημερίδες επιφυλλιδικά λογοτεχνικά έργα (πρωτότυπα ή σε μετάφραση), σύμφωνα και με τις αντίστοιχες τάσεις που είχαν αναπτυχθεί ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα στην Ευρώπη.5

Με αλφαβητική σειρά, από τους Έλληνες ποιητές αυτής της περιόδου που ασχολήθηκαν με τη δημοσιογραφία πρώτο σημειώνουμε τον Γιώργο Αθάνα (κατά κόσμον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα, 1893-1987). Ο Αθάνας, ο οποίος φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία επί εικοσιπέντε χρόνια, ως συνεργάτης των εφημερίδων Ακρόπολις, Πολιτεία, Αθηναϊκή και Νέος Κόσμος. Σταδιοδρόμησε όμως ως πολιτικός και διετέλεσε μέχρι και πρωθυπουργός τον Ιούλιο του 1965, για να παραιτηθεί ωστόσο λίγες μέρες αργότερα, όταν η κυβέρνησή του καταψηφίστηκε από τη Βουλή.

Δεύτερο κατά σειρά απαντούμε τον Κώστα Βάρναλη (1884-1974), ο οποίος απομακρύνθηκε από την εκπαίδευση λόγω του μεταρρυθμιστικού πνεύματος που σηματοδότησαν τα «Μαρασλειακά»6 και άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες το 1926, γράφοντας κυρίως χρονογραφήματα για την Αθήνα. Μάλιστα ορισμένα από τα χρονογραφήματα αυτά, εκείνα της περιόδου 1939-58, συγκεντρώθηκαν από τον Νίκο Σαραντάκο σε μία έκδοση, η οποία τιτλοφορήθηκε Αττικά και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρχείο το 2016. Στα χρονογραφήματά του ο Βάρναλης μιλούσε για την Αθήνα της εποχής του ως ενήλικα, αλλά και για την Αθήνα των παιδικών του χρόνων (και όταν λέμε «Αθήνα» δεν εννοούμε μόνο την πόλη, αλλά και τις γύρω εξοχές μέχρι τη Ραφήνα και τον Μαραθώνα).

Έπεται ο Γεώργιος Δροσίνης (1859-1971), ο οποίος άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες όπως οι Καλησπέρα σας (το 1879), Σημαία (1880) και Άστυ (1890-91), ενώ ανέλαβε από τον Παύλο Διομήδη και τη διεύθυνση του εβδομαδιαίου λογοτεχνικού περιοδικού Η Εστία, το οποίο μετέτρεψε σε καθημερινή εφημερίδα το 1894.
Ακολουθεί ο Κ.Π. Καβάφης (1863-1993), για τον οποίο γνωρίζουμε μόνο ότι συνεργαζόταν με την εφημερίδα Τηλέγραφος από το 1886 και εξής. Δεν γνωρίζουμε πολλά ούτε για τον Δημήτρη Καμπούρογλου (1852-1942), παρά μόνο ότι από το 1873 έως το 1881 ανέλαβε την αρχισυνταξία της Εφημερίδος του εκδότη Δημήτριου Κορομηλά. Το 1881, διαφωνώντας με τον Κορομηλά, αποχώρησε από την Εφημερίδα και ίδρυσε δική του, που την ονόμασε Νέα Εφημερίς. Λίγα γνωρίζουμε και για τον Μιλτιάδη Μαλακάση (1869-1943), ο οποίος από το 1893 αρθρογραφούσε, μεταξύ άλλων, στις εφημερίδες Εστία, Άστυ και Ακρόπολις.

Αντιθέτως, για τον Τίμο Μωραϊτίνη (1875-1952), ο οποίος ονομάστηκε «εφοπλιστής λόγιος» λόγω και των μεγάλων αμοιβών που έπαιρνε από τις συνεργασίες του με εφημερίδες της εποχής – έως και πέντε, ορισμένες φορές, ημερησίως7 - ξέρουμε σαφώς περισσότερα. Πρωτοεμφανίστηκε, έφηβος ακόμη, στη Σκριπ το 1893 και στην Εμπρός το 1896. Αργότερα και στην Ακρόπολη, της οποίας έγινε διευθυντής το 1905. Επί μισό αιώνα έγραφε το καθημερινό πρωτοσέλιδο χρονογράφημα σε ημερήσιες εφημερίδες: την Εστία, την Καθημερινή, την Αθηναϊκή, τους Καιρούς, τον Χρόνο, την Εφημερίδα, τη Βραδυνή κ.ά. Το 1912 εξέδωσε δική του εφημερίδα, τα Αθηναϊκά Νέα, μια προσπάθεια που δεν ευοδώθηκε λόγω της στράτευσής του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου ωστόσο συνέχισε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία, πλέον ως πολεμικός ανταποκριτής. Το 1925 ξεκίνησε η 25ετής συνεργασία του με το Έθνος και το 1938 ανέλαβε πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Συντακτών.

Γνωστή περίπτωση ποιητή-δημοσιογράφου είναι και εκείνη του Παύλου Νιρβάνα, κατά κόσμον (ιατρού) Πέτρου Κ. Αποστολίδη (1866-1937), ο οποίος ήδη σε νεαρή ηλικία δημοσίευε άρθρα στις εφημερίδες του Πειραιά Σφαίρα και Πρόνοια.8 Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει χρονογραφήματα στις εφημερίδες Ακρόπολις και Άστυ και από το 1905 στην Εστία με το ψευδώνυμο «κύριος Άσοφος».

Με τη δημοσιογραφία ασχολήθηκε και ο Κώστας Ουράνης, κατά κόσμον Κλέαρχος Νιάρχος (1890-1953). Όταν το 1908 ήρθε στην Αθήνα από την Κωνσταντινούπολη, όπου γεννήθηκε και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, έγραφε για κάποιο διάστημα στην εφημερίδα Ακρόπολις, μια συνεργασία που σταμάτησε όταν εκείνος αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό. Όταν αυτές τελείωσαν και επέστρεψε στην Αθήνα, συνεργάστηκε με το Ελεύθερο Βήμα, τον Εθνικό Κήρυκα της Αμερικής κ.ά. εφημερίδες, ενώ διετέλεσε και διευθυντής του Ελεύθερου Λόγου. Διετέλεσε επίσης διευθυντής και ανταποκριτής της μεγάλης εφημερίδας του Καΐρου Αλ Αχράμ στην Ελλάδα, ενώ, όπως ο Μωραϊτίνης, ήταν και εκείνος πολεμικός ανταποκριτής.

Ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) συνεργάστηκε και αυτός με διάφορες εφημερίδες από το 1875 και μετά, χρησιμοποιώντας κατά καιρούς ψευδώνυμα, όπως τα «Κώστας», «Διαγόρας», «Ονολουλού», «W» ή «Φλόρα Μιράμπιλης». Από το 1878 συνεργάστηκε και με πολιτικές-σατιρικές εφημερίδες, όπως οι Ραμπαγάς και Μη χάνεσαι. Σε απόσπασμα επιστολής του προς τον Βλάση Γαβριηλίδη (εκδότη της εφημερίδας Ακρόπολη), διαβάζουμε: «Ποιητή βέβαια με κράτησε να λογίζομαι το κυρίαρχο είδος της εργασίας μου, μα ποτέ δεν ξεχώρισα και ποτέ δεν το διέκρινα από την άλλη μου και από την όλη μου… δημοσιογραφική εργασία… Είμαι δημοσιογράφος και δεν το παρατρέχω, ούτε μπορώ να λησμονήσω το γένος μου… Γνωρίζουμε κι από την ιστορία πως οι δεινότεροι που συμβολίζουν τον πνευματικό κόσμο περάσανε συχνά από τη δημοσιογραφία».9

Ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911), ο οποίος κατατάσσεται εδώ βάσει του ποιητικού του έργου (παρ’ όλο που ήταν ήσσον), συνεργάστηκε, δημοσιεύοντας ιδίως μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων από τα αγγλικά και τα γαλλικά, με διάφορες εφημερίδες – μεταξύ αυτών και με την Ακρόπολη έναντι υπέρογκης για τα δεδομένα της εποχής του αμοιβής (200-250 δρχ./μήνα). Δημοσίευε επίσης διηγήματα, μυθιστορήματα συνεχείας, επετειακά κείμενα και έγραφε ενίοτε και τον Καζαμία.10 Παρ’ όλα αυτά, λόγω του πενιχρού ταλέντου του στην οικονομική διαχείριση παρέμενε φτωχός, χωρίς χρήματα ούτε για ρούχα, γι’ αυτό κυκλοφορούσε κουρελής. Ενδεικτικό της σύγχυσής του όσον αφορούσε τα οικονομικά είναι ένα περιστατικό που διασώζεται από τον Π. Νιρβάνα: ο διευθυντής της εφημερίδας Άστυ του προσέφερε μισθό 150 δρχ., για να λάβει από τον Παπαδιαμάντη την απάντηση: «Πολλές είναι 150. Με φτάνουν 100»!11

Και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940), που επίσης δεν έμεινε γνωστός για το ποιητικό του έργο, ήταν όμως υπαρκτό, έφερε την ιδιότητα του δημοσιογράφου. Μάλιστα σε αυτόν αποδίδεται η φράση «για να βγει η εφημερίδα πρέπει να φάει λογοτέχνη», η οποία αντανακλά τη διαδεδομένη τότε (αν όχι ακόμη σήμερα) πεποίθηση ότι η δημοσιογραφία ως επαγγελματική συνθήκη αποτελούσε βωμό, στον οποίο θυσιαζόταν η λογοτεχνικότητα.12 Ωστόσο, ο ίδιος συνεργαζόταν από το 1898 με εφημερίδες όπως Η εφημερίδα των συζητήσεων, Χρόνος και Σκριπ. Μάλιστα στη Σκριπ διετέλεσε αρχισυντάκτης από το 1900 έως το 1905. Την περίοδο 1908-10 βρέθηκε στο Παρίσι, ως ανταποκριτής της εφημερίδας Εμπρός, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε σε γαλλικές εφημερίδες. Πολλά από τα κείμενα των ανταποκρίσεών του δημοσιεύθηκαν μετά τον θάνατό του στο βιβλίο Παρισινά Γράμματα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας και, σε άλλη έκδοση, με τον τίτλο Αλήθεια είναι εκείνο που δεν πρέπει να λέγεται - 90 παρισινά γράμματα από τις εκδόσεις Αρμός (2010). Επιστρέφοντας από το Παρίσι, ο Παπαντωνίου συνέχισε να εργάζεται ως ανταποκριτής, αρθρογράφος και αρχισυντάκτης για άλλα τρία χρόνια στην Εμπρός.

Ακολουθεί ο Σωτήρης Σκίπης (1881-1952), ο οποίος έγραφε σε πολλές εφημερίδες. Μάλιστα, πυροβολήθηκε(!) έξω από μία, στην οποία εργαζόταν τότε, τη Σκριπ, όταν ένας άλλος ποιητής, ο Ηλίας Κουλουβάτος, ο οποίος αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, θεώρησε το θεατρικό έργο του Σκίπη Ξεφαντώματα προσβλητικό για τον ίδιο. Αποτέλεσμα της επίθεσης ήταν ο Σκίπης να μεταφερθεί, βαριά τραυματισμένος, στο Αρεταίειο. Η δίκη του Κουλουβάτου στο Κακουργιοδικείο ήταν από τις σημαντικότερες φιλολογικού χαρακτήρα δίκες και έληξε με την αθώωση του δράστη λόγω ακαταλόγιστου.

Επόμενος είναι ο Γεώργιος Σουρής (1853-1919), ο γνωστός σε όλους για τους πολιτικούς-σατιρικούς του στίχους. Σε ηλικία 30 ετών (συγκεκριμένα στις 2.4.1883), ο Σουρής εξέδωσε το πρώτο φύλλο μιας εφημερίδας, την οποία ο Δροσίνης βάπτισε Ο Ρωμηός. Επρόκειτο για μια έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα που κυκλοφόρησε αδιαλείπτως έως τις 17.11.1918, εκδίδοντας συνολικά 1.444 τεύχη και δύο παραρτήματα.

Τελευταίος στη λίστα, για την οποία διατηρείται η επιφύλαξη ότι δεν είναι εξαντλητική, είναι ο Ρώμος Φιλύρας, κατά κόσμον Ιωάννης Οικονομόπουλος (1888-1942). Από το 1903, μαθητής του Γυμνασίου ακόμη, άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά της εποχής (Νουμάς, Διάπλαση των Παίδων, Ακρόπολις, Πρόοδος, Νέα Ελλάς, Πατρίς κ.ά.), όπου δημοσίευε ποιήματα, χρονογραφήματα και παρουσιάσεις βιβλίων.

Οι περισσότερες δημοσιογραφικές συνεργασίες των ποιητών αφορούσαν, αν όχι τη δημοσίευση ποιημάτων ή άλλων λογοτεχνικών έργων σε πρωτότυπο ή από μετάφραση, όπως επισημάνθηκε στην αρχή, τη συγγραφή χρονογραφημάτων, ταξιδιωτικών κειμένων και ημερολογίων,13 που αναπόδραστα δανείζονται από την επικαιρότητα με συνέπεια να προσεγγίζουν καλύτερα το δημοσιογραφικό ιδίωμα. Η εικόνα πάντως είναι σαφής: η λογοτεχνία ενσωματώθηκε με ποικίλους τρόπους στη δημοσιογραφία, μαρτυρώντας την «πορώδη φύση των ορίων ανάμεσα στις δύο δραστηριότητες».14 Το είπε γραφικά και ο Μάριος Πλωρίτης: «οι σχέσεις Λογοτεχνίας και Τύπου θυμίζουν τα ζευγάρια εκείνα του Strinberg, που συζούν αλλά μισούνται, που μισούνται αλλά δεν μπορούν να κάνουν ο ένας χωρίς τον άλλον».15

Δεν εξετάσαμε βέβαια το αντίστροφο: τις στιγμές που η δημοσιογραφία εισδύει στη λογοτεχνία, επιδρώντας στην ιδιοσυγκρασία της. Αλλά αυτό θα ήταν το αντικείμενο ενός άλλου άρθρου.16

 

Σημειώσεις
1. Χατζησαββίδης, Σ. (1999), Ελληνική γλώσσα και δημοσιογραφικός λόγος, Αθήνα: Gutenberg.
2.Βερβεροπούλου, Ζ. (2008), «Τρόποι της δημοσιογραφίας στο σώμα της λογοτεχνίας», Δια-κείμενα, τεύχ. 10, Θεσσαλονίκη: Εργαστήριο Συγκριτικής Γραμματολογίας, 43-56. Διαθέσιμο στο: https://auth.academia.edu/ZoeVerveropoulou.
3. Μουλλάς, Π. (1993), Ρήξεις και συνέχειες. Μελέτες για τον 19ο αιώνα, Αθήνα: Σοκόλης.
4. Γιώτη, Α. (2015), «Δημοσιογραφική λογοτεχνία ή λογοτεχνική δημοσιογραφία» στο Βασίλης Βασιλειάδης & Κική Δημοπούλου (επιμ.), Σελιδοδείκτες (για την ανάγνωση της λογοτεχνίας), Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 32–42. Διαθέσιμο στο www.academia.edu.
5. Enkemann, Jurgen (1983), Journalismus und Literatur. Zum Verhältnis von Zitungwesen, Literatur unt Entwicklung bűrgerlicher Őffentlichkeit in England im 19. und 18. Jahrhundert, Tübingen: Niemeyer.
6. Πρακτορείο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «Ο Κώστας Βάρναλης αθηναιογράφος», ανάρτηση της 21.12.2016: http://www.amna.gr/article-pagination.php?id=136095. Ημ/νία πρόσβασης: 29.8.2017.
7. http://www.timos-moraitinis.gr/.
8. http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=295.
9. http://selidodeiktes.greek-language.gr/lemmas/1081/973.
10.Καραβία, Μ. (1991), «Δημοσιογραφία και λογοτεχνία», , γραμμένο στο πλαίσιο αφιερώματος με τίτλο «Λογοτεχνία και δημοσιογραφία» στο περ. Η λέξη, τχ. 104.
11.http://kourdistoportocali.com/news-desk/3614/.
12.Γιώτη, Α. (2015), ό.π.
13.Για αναλυτικότερη μελέτη των λογοτεχνικών ειδών που ενσωματώθηκαν στο δημοσιογραφικό πεδίο, βλ. Γιώτη, Α. (2015), ό.π.
14.Βερβεροπούλου, Ζ. (2008), ό.π.
15.Πλωρίτης, Μ. (1991), «Love-Hate», περ. Η λέξη, ό.π.
16.Στην πραγματικότητα, ένα τέτοιο άρθρο έχει ήδη γραφτεί από τη Ζωή Βερβεροπούλου, επικ. καθηγήτρια στο ΑΠΘ. Είναι το Βερβεροπούλου, Ζ. (2008), ό.π.