Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 39

Λιλλή Καλογήρου: Ένας κανονικός βιαστής

photo © Στράτος Προύσαλης

Ζούσε μια ήσυχη ζωή στο νησί της η Μαρία, η Σιγανταρινού. Είχε ένα μεγάλο σπίτι, ωραίο, αρχοντικό, γεμάτο  έπιπλα βενετσιάνικα και πίνακες, πιατέλες και μπακίρια και κεντημένα μαξιλαράκια, όλα από τα χεράκια της. Κι από τα χεράκια του αντρός της, του Σωτήρη φυσικά. Καπετάνιος κοσμογυρισμένος, ο Σωτήρης δεν είχε αφήσει αξεσκόνιστη ούτε μία γωνιά της γης, ούτε ένα ξεσκονόπανο να πέσει κάτω. Το έβενος που της έφερνε, το ήθελε λακαριστό, τα ρουμπίνια και ζαφείρια, όλα έπρεπε να είναι τακτοποιημένα στις θήκες τους. Άντε και στο λαιμό της Μαρίας, κάθε που τη θυμότανε. Δεν τη θυμότανε και συχνά, αλλά όταν το έκανε, το σπίτι γέμιζε με την παρουσία του. Τη γονάτιζε στο κρεβάτι από το ίδιο κιόλας βράδυ. Δεν ήταν άσχημα, της έριχνε κι από καμιά ματιά που και που να δει πώς αισθάνεται. Τέτοιες τεχνικές μπορεί να τις είχε μάθει στα λιμάνια της Μαρσέγιας και του Μπιλμπάο, όπου έριχνε άγκυρα, η Μαρία τον φανταζότανε να βουτάει σε κάποιο αφράτο κόρφο με μια γυαλισμένη μπούκλα από πάνω και το μυαλό της χοροπήδαγε. Κι ύστερα χοροπήδαγε στο κρεβάτι μαζί του με ευχαρίστηση που είχε ξαναγυρίσει ο Σωτήρης κοντά της, παρόλο που είχε σκουπίσει όλον τον κόσμο.

            «Έτσι είναι οι άντρες», έλεγε και δεν ανακατευότανε περισσότερο η Μαρία. Ούτε στις δουλειές των αντρών ανακατευότανε -Βασιλεύς ή Βενιζέλος, δεν την ένοιαζαν αυτή αυτά. Καλός κι ο ένας, καλός κι ο άλλος, έλεγε και συνέχιζε με φρόνηση το εργόχειρό της. Μονάχα που τον τελευταίο καιρό, κάτι γινότανε. Τα πουλιά πετούσανε πιο χαμηλά, τα σύννεφα μαύριζαν.

            «Πόσον καιρό έχει να φανεί ο Σωτήρης σου», τη ρωτούσαν οι γειτόνισσες κι η Μαρία δεν ήξερε τι να τους πει, είχε κιόλας χαλάσει τρία ημερολόγια και πήγαινε στο τέταρτο. Και τα σύννεφα κατέβαιναν ακόμα πιο χαμηλά.

            Μια Παρασκευή, μεσημέρι θα ήτανε, είχε αρχίσει από νωρίς να φυσάει και η Μαρία είχε κατέβει στη χώρα, μήπως μάθει νέα για τον Σωτήρη από τον Λευτέρη, τον μπατζανάκη του. Μια χαρά ήταν ο καπετάνιος της, τής είπανε.

            «Σου στέλνει τα χαιρετίσματά του».

            Έκανε μια κίνηση αυτή να σιάξει το μαντίλι της, η καρδιά της χοροπήδησε. Αλλά τίποτε άλλο δεν χοροπήδησε μετά. Γυρνούσε στο σπίτι της μέσα σε μια παράξενη, θυμωμένη χαρά, όταν τη δροσίσανε οι πρώτες σταγόνες.

            Τη δροσίσανε στο μέτωπο πρώτα κι έπειτα στα χείλη της. Όπως έκανε να βιαστεί να φτάσει στο κατώφλι, μια τρίτη σταγόνα την πέτυχε ανάμεσα στα στήθια της. Η Μαρία άνοιξε την πόρτα μ' ένα αίσθημα ανακούφισης. Αλλά τότε στάθηκε παραλυμένη. Η βροχή δυνάμωνε, ο αέρας χτυπούσε κάπου ένα παραθύρι. Στον καθρέφτη του σαλονιού  ξεχώριζε καθαρά η πλάτη ενός άντρα.

            Και η πλάτη αυτή δεν ήταν του Σωτήρη της. Το κατάλαβε από την κατατομή, αλλά κι από τον αέρα του σπιτιού που είχε αλλάξει. Έκανε να φωνάξει το Λενιώ, τη δούλα, αλλά μετά θυμήθηκε ότι είχε πάρει την άδεια να φύγει στα πατρικά της, όπως έκανε κάθε χρόνο. Άρχισε να την ψιλοκόβει ιδρώτας. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο επισκέπτης χάθηκε από τον καθρέφτη και παρουσιάστηκε φάτις μπαστούνι μπροστά της. Είχε μαύρα μαλλιά γυρισμένα προς τα πίσω και φορούσε ένα σακάκι τσαλακωμένο. Το παντελόνι του έμπαινε στις γκέτες βαθιά.

            «Τι γυρεύεις;» ψέλλισε η Μαρία.

            Αυτός δεν μίλησε. Το μάτι του πήρε το κορμί της, από χαμηλά ίσαμε ψηλά. Η Μαρία έκανε μια κίνηση να κρύψει τον κόρφο της που φούντωνε λαχανιασμένος. Ο ξένος την πλησίασε ακόμα πιο κοντά. Έφερε την παλάμη του σιμά στον λαιμό της δίχως να τον αγγίζει. Ύστερα αργά με το δάχτυλό του παραμέρισε το χέρι της που σκέπαζε το στήθος της. Τα μάτια του ήταν κάρβουνα που ο αέρας τα είχε φυσήξει. Η Μαρία πήρε να ξελαχανιάζει σιγά-σιγά.

            «Θέλεις λίρες;» του έκανε απότομα. «Τις έχω στο σεντούκι μέσα, εκεί». Και του έδειξε ένα ανάγλυφο σεντούκι στο βάθος. Ο άντρας έκανε άλλο ένα βήμα προς τη μεριά της. Η Μαρία πισωπάτησε και ασυναίσθητα πήγε προς την κάμαρα. Ένα σιδερένιο κρεβάτι με ουρανό ξεχώρισε πίσω από το τόξο της πόρτας. Από το ψηλό παραθυράκι έμπαινε μια αχτίδα φως.

            Έκανε να του ξεφύγει, μα δεν πρόφτασε. Ο άντρας την έπιασε από τη μέση και την τράβηξε πάνω του. Τα ρουθούνια της έπαιξαν, μια μυρωδιά από άγριο θυμάρι τής πήρε την ανάσα. Το πρόσωπό του ήρθε κοντά  κι όπως έσκυψε πάνω της, η Μαρία πρόσεξε την αχνή γραμμή των χειλιών του, αρμονική στο σχήμα της καρδιάς. Κι η καρδιά της άρχισε να χοροπηδάει. Ο άγνωστος έσκυψε στον λαιμό της, κόλλησε πάνω τα χείλη του βεντούζα και τον ρούφηξε. Το κορμί της ηλεκτρίστηκε, έπεσε παραλυμένη στα μπράτσα του κι εκείνος κατάλαβε τη λεία του έτοιμη για φάγωμα. Άρπαξε το κεφάλι της και έμπηξε τα δόντια του πίσω στο σβέρκο της. Τα μαλλιά της ξελύθηκαν στο πρόσωπό του, μια μπούκλα τρυφερή κόλλησε στο αξύριστο μάγουλο και όπως χαμήλωσε να την σηκώσει στην αγκαλιά του, η Μαρία αισθάνθηκε το γένι του να την κόβει. Την έσφιξε πιο πολύ, ζούληξε τα στήθια της που ξεπρόβαλαν μέσα από την μπόλια, λευκά και στρογγυλά και χώθηκε μέσα τους.

            Την έριξε στο κρεβάτι. Την πίεσε με το κορμί του στο στρώμα μέσα. Η Μαρία αισθάνθηκε το βάρος του σε κάθε σημείο του κορμιού της, μα πιο πολύ σ' εκείνο το σημείο ανάμεσα στα πόδια της. Εκείνο που δεν θα ονόμαζε ποτέ και για τίποτα, πολύ περισσότερο για έναν τιποτένιο, όπως αυτός! Έκανε να σηκώσει το χέρι της να τον χαστουκίσει, μα αυτός πήρε το χέρι της και το κράτησε ακίνητο ψηλά πάνω από τον ώμο της και η Μαρία ένιωσε τον πόνο να την δαγκώνει.

            «Θέλεις κι άλλο;» της πέταξε λαχανιασμένα.

            «Ουστ από δω, παλιόσκυλο!» είπε αυτή, καθώς η γλώσσα της καθυστερούσε και έγλειφε ένα λάμδα διαρκείας.

            «Θέλεις να στο βουλώσω;» τη ρώτησε άγρια και η Μαρία πύρωσε ολόκληρη, γιατί το μυαλό της δεν πήγε φυσικά στο στόμα. Από ένα αυθόρμητο αντανακλαστικό άνοιξε τα πόδια της. Σαν να κατάλαβε τότε ο δράστης, χαλάρωσε το σφίξιμο και χάιδεψε χαμηλά τον λαιμό της. Πέρασε τα δάχτυλά του στα κουμπιά του φουστανιού της και άρχισε να τα ανοίγει ένα ένα. Τα στήθια της ελευθερώθηκαν. Έσκυψε και έγλειψε τη ρόγα της. Στάθηκε εκεί, ακίνητος, καρφωμένος. Ύστερα κατέβασε το χέρι του στην κοιλιά της.

            Προχώρησε κι άλλο, έφτασε στο κομποδεμένο μεσοφόρι της. Έκανε να χώσει το χέρι του μέσα, αλλά το κορδόνι ήταν σφιχτό και τον εμπόδιζε. Προσπάθησε κι άλλο, αδύνατο. Τότε η Μαρία έκανε μια κίνηση να τον διευκολύνει. Γύρισε και λύγισε το κορμί της προς τα μπρος. Έπιασε από την άκρη το κορδόνι και το πέρασε ανάμεσα στα δόντια της. Το τράβηξε δυνατά. Το κορδόνι ξελύθηκε. Ο άντρας έβαλε το χέρι του μέσα της. Η Μαρία βόγκηξε κεραυνοβολημένη. Στάθηκε, περίμενε. Έκλεισε τα μάτια της και περίμενε. Ασυναίσθητα τον χάιδευε κι αυτή στην άκρη του λαιμού του.

            Τα ξανάνοιξε όσο να τον δει, τα βλέφαρά της πετάρισαν μέσα σε σταγόνες ιδρώτα. Ο άντρας την κοίταζε. Τα μάτια του ήταν σκιστά και σκοτεινά και από κει δεν έβγαινε ούτε χαρά, ούτε λύπη, δεν έβγαινε τίποτα. Συνέχισε λίγο ακόμα αυτή να τον χαϊδεύει, μέχρι που ο άντρας χαλάρωσε το σφίξιμο αργά. Πήγε να πέσει πάνω της με τη βία, η Μαρία αναστέναξε με καημό. Έκανε να τραβήξει τα πόδια της ψηλά κι αυτή βόγκηξε πάλι με λαχτάρα.

            «Να δεις που ετούτη δεν περνάει κι άσχημα», είπε από μέσα του. Κι όπως έσπρωξε ολόκληρη τη γροθιά του μέσα της, τα χείλη της μισάνοιξαν σ' ένα παρακαλητό ατέλειωτο, χωρίς άχνα. Το χέρι του ανακάτεψε στα σωθικά της ένα μέλι καυτό. Η Μαρία έσταζε ολόκληρη από την κορυφή μέχρι τα νύχια και δεν έφταιγε γι' αυτό η βροχή. Η βροχή έβρεχε απ' έξω.

            «Τον κακό της τον καιρό!» σκέφτηκε τότε αυτός και έβγαλε το χέρι του ξανά. Μωρέ ετούτη δω, το ήθελε πραγματικά. Σηκώθηκε φαρμακωμένος, ούτε να την κοιτάξει δεν καταδεχότανε, έτσι όπως ήτανε στο στρώμα ξέπνοη και τον περίμενε. Σκούπισε τον ιδρώτα του, παραπάτησε λίγα βήματα προς την πόρτα.

            «Καλύτερο το μπουρίνι», μουρμούρισε ο άντρας και χτύπησε με δύναμη την πόρτα πίσω του. Η Μαρία ένιωσε τον ουρανό να πέφτει και να την πλακώνει. Δεν έφτανε που είχε αρχίσει να κάνει ό,τι έκανε, το είχε παρατήσει και στη μέση κιόλας. Ένας κανονικός βιαστής, δηλαδή. Ο παλιάνθρωπος!