Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 39

Ιστορίες από το Μετς, του Γιάννη Μπασκόζου

Ιστορίες από το Μετς, διηγήματα, Γιάννης Μπασκόζος, εκδόσεις Κέδρος 2017

Η δεκαετία του ’70, αν και συνέπιπτε με 4 χρόνια της χούντας μέχρι τη μεταπολίτευση το ’74, έφερε σε γενναίες δόσεις στη χώρα μας τη συνέχεια της εκρηκτικής δεκαετίας του ’60. Η τεράστια πολιτισμική ανατροπή, που έγινε το εξήντα στη Δύση, σε μας έφτασε με κάποια καθυστέρηση, όμως μετά μπήκε με συσσωρευμένη ορμή και διεισδυτικότητα. Είναι τα χρόνια που βγαίνει για πρώτη φορά στο προσκήνιο η νεολαία ως φορέας ρήξης με στερεότυπα, συμβάσεις και αντιλήψεις ενός κόσμου που στα μάτια της φαίνεται ξεπερασμένος. Η σεξουαλική επανάσταση, ο φεμινισμός, οι Χίπις, το αντιπολεμικό κίνημα, το πυρετικό σύμπαν της ροκ, εισβάλλουν μέσα από τη δυναμική των νέων της εποχής.

Μέσα από πρόσωπα, συμβάντα και καταστάσεις, με κύριο χώρο την περιοχή του Μετς και το γειτονικό Παγκράτι, σε αυτή «τη μακάρια δεκαετία του 70» επικεντρώνει ο Μπασκόζος τα περισσότερα διηγήματα του βιβλίου του. Η φλόγα των νέων ιδεών και αξιών, της γενικευμένης ανανέωσης που πνέει σε Ευρώπη και Αμερική εισχωρεί με έντονους ρυθμούς, παρά την όποια μιζέρια της χούντας, και στην ελληνική νεολαία που διψάει να γνωρίσει την ουσία αυτών των εκρηκτικών νέων ρευμάτων, να τα ενστερνιστεί, και να βρει την δική της ταυτότητα και πορεία. Ο συγγραφέας μετουσιώνει σε εξαιρετική ποίηση τα βιώματά του ως νέος εκείνης της τόσο ξεχωριστής εποχής, χρησιμοποιώντας κυρίως την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στα δέκα από τα δεκατέσσερα διηγήματα, και την τριτοπρόσωπη στα υπόλοιπα. Παρακολουθούμε τη δράση του πρωταγωνιστή- αφηγητή στην ακμή της εφηβείας του, όταν προετοιμάζεται μετά το Λύκειο να δώσει εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο, αλλά και μετά στη φοιτητική του ζωή, να αδράξει την ομορφιά της ζωής με όλες τις αισθήσεις αλλά και το άνοιγμα των πνευματικών οριζόντων που άπλετα προσφέρεται μέσα από τον απόηχο της εξέγερσης του Μάη του ’68.

«Η φαντασία στην εξουσία» φώναζαν οι επαναστατημένοι νέοι το’68 στο Παρίσι, που ερμηνεύεται ως στάση για την αποτίναξη αντιλήψεων καταπίεσης, ελευθερία για την ατομική αναζήτηση της ευτυχίας, κατάφαση στην ευδαιμονία που χαρίζει η διονυσιακή πλευρά της ζωής. Το βιβλίο του Μπασκόζου απτά, μεθυστικά, σαν μια ευωχία με τα δυνατότερα χρώματα κι αρώματα, διηγείται ακριβώς αυτή τη διονυσιακή πλευρά, τα νεανικά ξεφαντώματα του πρωταγωνιστή- αλλά και αργότερα στην ενήλικη ζωή του- με τους φίλους και την παρέα του. Η συλλογικότητα και η αφοσίωση στη συντροφιά της παρέας είναι εντυπωσιακή και διάχυτα δεσπόζει. Η εξωστρέφεια μοιάζει με πανηγύρι: Με την παρέα γίνονται τα πάρτι, οι τσάρκες, τα ξενύχτια μέχρι πρωίας σε αγαπημένα στέκια στο Μετς, στο Παγκράτι, ή κοντά στο Πολυτεχνείο, οι αγώνες μπάσκετ, μπιλιάρδου, η διοργάνωση ροκ συναυλίας, οι ατέλειωτες συζητήσεις για τον έρωτα. Παράλληλα με το ξεφάντωμα στη διασκέδαση, με δική του προσωπική επιμονή, προχωράει και η μύηση του πρωταγωνιστή στην ποίηση, στους κλασσικούς της λογοτεχνίας, στον πρωτοποριακό κινηματογράφο.

Η διονυσιακή πλευρά τονίζεται όχι μόνο μέσα από τη ροκ και τα σουξέ της ευρωπαϊκής μουσικής, αλλά και από τα ξενύχτια στα σκυλάδικα, όταν ο αφηγητής
αναφέρεται σε εμπειρίες του ως ενήλικας. Εδώ το παράδοξο, το λεπτό χιούμορ και η αντινομία κάνουν θραύση, καθώς αυτός που διακαώς προτρέπει την παρέα για διασκέδαση σε τέτοια στέκια είναι είτε ένας εκλεπτυσμένος ποιητής όπως ο Γιάννης Βαρβέρης ( στο διήγημα « Ένα βράδυ στο Χαϊδάρι» ), είτε καθηγητές του πανεπιστημίου Κρήτης, όταν βγαίνουν για να προσφέρουν νυχτερινή διασκέδαση στον προσκεκλημένο τους, τον παγκοσμίου φήμης επιστήμονα Στίβεν Χόκινγκ ( « Ο Θεός φτάνει στην Κρήτη» ).

Υπάρχει αρμονία στη δομή, αφηγηματική συνέχεια στην πλοκή του κάθε διηγήματος, η ανέλιξή της μέσα από χαρακτήρες και αντίρροπες δυνάμεις έχει ένταση, απρόοπτα, σαρκασμό, και ξαφνικές ανατροπές που κρατάνε αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Μέσα από τις ιστορίες αναδύεται το σφρίγος, η ζωντάνια προσώπων που επιζητούν τη μαγείας της ζωής στις πιο κρυφές διαθλάσεις της. Μπορεί ο χρόνος να φέρνει τις ανατροπές του, να χάνονται
στενές φιλίες- αλλά και το αντίθετο, να παραμένουν αναλλοίωτες- στέκια, εικόνες κι αισθήσεις από την «ηλικία της ξενοιασιάς» να μετατρέπονται σε πολύτιμη μνήμη
και νοσταλγία, όμως πάντα παραμένει η βαθιά συμπάθεια και πίστη για τη φωτεινή
πλευρά της ύπαρξης.

Αν το βιβλίο έχει τους ιερούς χρόνους του, άλλο τόσο έχει και τους ιερούς τόπους του. Σαν όαση μέσα στην αναρχία της τσιμεντούπολης της Αθήνας προβάλλει η περιοχή του Μετς στα διηγήματα. Δεν την άγγιξε η αντιπαροχή, για ευνόητους λόγους, καθώς γειτνιάζει με την Ακρόπολη, έτσι κατόρθωσε να παραμένει αναλλοίωτα όμορφη, ήσυχη κι ανθρώπινη. Ο συγγραφές, γέννημα θρέμμα της, μας συναρπάζει δίνοντας έξοχες, παραστατικές εικονογραφίες από τους δρόμους, τα στέκια, τις γειτονιές με τις μονοκατοικίες και τα διώροφα. Επιπλέον, η ομορφιά του Μετς θαυμάσια μεγεθύνεται καθώς ο συγγραφέας μέσα από την πλοκή με δεξιοτεχνία συνδέει την άρρηκτη συνάφεια της περιοχής διαχρονικά με την αρχαιότητα. Στο Μετς : Ο Ιλισός όπου ο Σωκράτης συζήτησε με το Φαίδρο περί έρωτος, οι Νύμφες, το ιερό του Πανός και της Εκάτης, το Καλλιμάρμαρο και λίγο πιο πέρα οι στύλοι του Ολυμπίου Διός, η πύλη του Αδριανού και η Ακρόπολη εκπέμπουν την απαρασάλευτη ακτινοβολία τους.

Αν οι έφηβοι στη δεκαετία του ’70 δοκίμαζαν τη φρενίτιδα του αντικομφορμισμού και της αμφισβήτησης, κάποια στιγμή στην ενηλικίωσή τους μέσα από πράξεις και έργα εφάρμοσαν την αντισυμβατικότητά τους, και πάντα για έναν καλύτερο συλλογικό σκοπό. Ο πρωταγωνιστής με το όνομα Λόρις στο διήγημα «Το χειρότερο βιβλίο της χρονιάς», τολμάει ρηξικέλευθα με καίρια δράση να «κτυπήσει» το λογοτεχνικό κατεστημένο και τα όσα κακώς κείμενα συμβαίνουν με τα λογοτεχνικά βραβεία. Αυτή η διάσταση της δράσης για κάτι σπουδαίο και ξεχωριστό, είτε για κάποιο επίτευγμα, προσωπική επιτυχία ή κατάκτηση στον έρωτα, ενυπάρχει σε αρκετά διηγήματα, και υπέροχα θυμίζει τους ήρωες του Τσέχωφ, που πάντα αυτή τη λαχτάρα της διάκρισης επιζητούν, χωρίς όμως στο τέλος να αποκλείεται η τραγική καταστροφή τους .

Με καλοδουλεμένη, εναργή και λιτή γραφή, οι «Ιστορίες από το Μετς» είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο πραγματολογικής λογοτεχνίας, καθώς αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη πραγματικότητα, όπου η αισθησιοκρατία συνυφαίνεται με το στοχασμό και την ειρωνική αποστασιοποίηση.

Αλεξάνδρα Μπακονίκα