Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 39

Ο Άλλος Εγώ, της Μαρίας Στρίγκου

Ο Άλλος Εγώ, διηγήματα, Μαρία Στρίγκου, εκδόσεις Βακχικόν 2017

Μηδένισε το ημερολόγιό μου στο Πάσχα μάνα.

Η βροχή μούλιαζε τον κόσμο, όλοι ψάχνανε να προφυλαχτούνε απ’ το κακό μα το σφαχτό εκεί, να περιμένει υπομονετικά στην «πολιτισμένη» πυρά για να τεθεί.

Η ώρα «μου» ήταν προνόμιο χαρισμένο σε άλλους. Από τα προγονικά μου και βάλε πόσες ρίζες πίσω. Με το μαχαίρι στο λαιμό πορπατούσα απ’ τη γέννα κι άμα παραπονιόμουνα για το φονικό, με φωνάζατε τρελό, μου κρεμούσατε κουδούνια.

Λέγατε πώς είμαι τάχα μου παράξενος, ονειροφαντασμένος.

Θυσίασα πολλά ποτάμια μέχρι να σταθώ στη θάλασσα. Παντού νερό, τρεχούμενο μάνα. Να αφρίζει και να κατρακυλά παίρνοντας μαζί του ό,τι έλπισα και δεν έγινε. Γέμισε ρέματα το κορμί μου. Ξερόκλαδα, φύλλα αδειανά, χαλίκια. Ψόφια λόγια. Κι ούτε ένα χάρτινο καραβάκι δε φάνηκε στον ορίζοντα, να σταθεί, να με γνωρίσει, να παίξει λίγο στις κοίτες μου.

Δεν έκλαψα ποτέ. Άλλωστε ποιος ο λόγος; Με λίγο ακόμα νερό δεν θα σωνόταν τίποτα. Μήτε ο ήλιος μήτε οι ανθρώποι μήτε η γη. Το’ χατε αποφασίσει πως θα με θυσιάζατε κι η γνώμη σας δε γινόταν ν’ αλλάξει μακάρι ανάποδα να σας γυρνούσε ο ντουνιάς.

Κι εγώ,αλήθεια είναι πως δεν το ‘θελα να σωθώ. Δεν έμοιαζα στάλα στον Άλλον. Δεν υπήρξα ποτέ μου πολεμόχαρος, μήτε πολεμιστής.

Ξέρεις πώς είναι να πνίγεσαι μάνα;

Να γίνεσαι όλος νερό και χώμα; Αγέρας πουθενά. Να φουσκώνουν τα πνευμόνια σου δίχως ανάσα;

Να πονάς σα να σ’ έχει πιάσει τανάλια μες στις χούφτες της και σε τσακίζει δίχως οίκτο. Μυγδαλάκι φτενό. Κι ούτε καν καλά ωριμασμένο.

Αυτό λες να ‘φταιξε;

Που δεν πρόλαβα να μεγαλώσω, θέλω να πω.

Ή που βόλεψε ο καιρός;

Θα μάθω ποτές ή σαν τον άδικο θα πορεύομαι μέσα σε νυχτερινούς δρόμους δίχως πονετικά άστρα για συντρόφευμα;

Στο ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων – έχει κι ο καιρός τις παλαβάδες του – βρέθηκα άξαφνα αιωρούμενος μεταξύ ουρανού και γης. Ακέραιος και μορφοντυμένος. Από κάτω μου μπλε αμόλευτο και το ευλαβικό πράσινο της ελιάς. Αντηχούσαν τζιτζίκια που τερετίζαν ξεδιάντροπα και ψίθυροι από παλιές φωνές. Αφουγκράστηκα τον ήχο του νερού που με κόντευε. Κοίταξα γύρω μου, κανένα σημάδι της φύσης δεν προμήναγε βροχή. Άκουγα μόνο ένα υπόκωφο βουητό που ερχόταν θαρρείς απ’ τα σπλάχνα τα ίδια του χώματος. Το άκουγα ξεκάθαρα κι ας βρισκόμουνα καβάλα στον αγέρα. Κι ύστερα τα ‘νιωσα. Δυο στάλες αρμυρό νερό που χύνονταν διστακτικά απ’ τα μάτια μου μετά από καιρούς και καιρούς ξηρασίας.

Κοίταξα την ελιά που με καλούσε και – σχώρεσέ με μάνα – τότε μονάχα με σπλαχνίστηκα. Κι άρχισα πάλι να ελπίζω.