Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 39

Η εποχή της θλίψης -Άρθρο του Γιώργου Δελιόπουλου

Εκεί έξω ετοιμάζεται μια μεγάλη μπόρα. Την προμηνύουν οι βροντές, οι κεραυνοί χαράζουν σαν ξυράφια το ελάχιστο γαλάζιο που απέμεινε κι η βροχή ήδη μύρισε πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Προσεχώς σκοτεινιάζει: στις οθόνες, στους δρόμους, στα πρόσωπα. Προσεχώς τα ψέματα τελειώνουν.

Φωνάζω απελπισμένος απ’ το στενό παράθυρο που δε χωράει μήτε τη φωνή μου, βοήθειααα! Κανείς δε γίνεται να με προσέξει· όλοι βιάζονται και τρέχουν μη βραχούν. (Μια κραυγή ακόμη στις πολλές είναι σαν να μην ακούγεται.) Στις απέναντι πολυκατοικίες κλειδώνουν τις πόρτες, καταργούν ένα-ένα τα παντζούρια και μαντεύεις εύκολα τις ματιές που κοιτάζουν από πίσω φοβισμένες. Ξαφνικά όλα ερημώνουν και τα πολλά μποφόρ σαρώνουν τα σκουπίδια όπου να ’ναι. Η πόλη παραδίδεται αμαχητί στα έκτακτα φαινόμενα κι εμείς αποκλεισμένοι σ’ ένα μαυσωλείο, μόνοι.

Αν κάποτε μας ανασκάψουν τυμβωρύχοι, θα με βρουν ένα βήμα πριν, να μετρώ τα σκαλοπάτια προς τα κάτω (ειρωνεία! ήθελα να γίνω και πιλότος), να υπολογίζω την οξύτητα του πόνου και την ακριβή ώρα του θανάτου μου, να ονειρεύομαι πως διαπερνώ σαν φάντασμα τους τοίχους και το σκάω. Αν κάποτε μας ανασκάψουν τυμβωρύχοι, θα σε βρουν ένα βήμα πριν, πίσω από τον τοίχο που μας χώριζε, μια γριά στον χρόνο της αναμονής, σε στάση ικεσίας και υποταγής, να ψελλίζεις καληνύχτα, πριν αφεθείς κι αναληφθείς με τις νεράιδές σου.

Έλα, άπλωσε στην κάμερα το χέρι σου κι εγώ στην οθόνη το δικό μου. Μαζί ούτε καν θα χρειαστούμε πρόβες για τη δύσκολη σκηνή. Μόνο ένα βήμα, πριν ελευθερωθούμε, πριν γίνουμε κι εμείς μικροί θεοί, κι ας μας συγχωρέσουν που δε βρήκαμε τη λύτρωση αλλού.