Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 39

Δημοσθένης, ο ατομικός φιλόσοφος

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Γράφει ο Émile Dumalet
Φωτογραφίζει ο Δημοσθένης Αγραφιώτης

Ένα σήριαλ με τρία επεισόδια //Δεύτερο επεισόδιο

Τι είδαμε στο πρώτο επεισόδιο: Γαλλία, τέλη της δεκαετίας του 1970: ο φημισμένος λογοκράτορας και απόφοιτος του Πολυτεχνείου Αθηνών Δημοσθένης εργάζεται ως εκπαιδευόμενος στο ερευνητικό εργαστήριο του Ζαν-Πιερ στο πυρηνικό κέντρο του Φοντενέ-ο-Ροζ...

Ο Ζαν-Πιερ και οι υποψήφιοι διδάκτορες που συμμετέχουν στο εργαστήριο δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τα κουαρκ και τα λεπτόνια του κλασικού ατομικού προτύπου ή την ενέργεια που μπορεί να παραχθεί από τη διάσπαση του ατόμου. Επεξεργάζονται νέους τρόπους προσέγγισης της στατιστικής. Η τεράστια ανάπτυξη της πληροφορικής απαιτεί μια επιστροφή στα εφαρμοσμένα μαθηματικά πολιτισμών που προϋπήρχαν της εποχής του Δημοσθένη του Βάταλου. Μια αναζήτηση πέρα από τα έργα του Ευδόξου του Κνιδίου, του Ευκλείδη και των μετεμψυχώσεών τους Καντόρ και Μπουρμπακί. Ο στατιστικολόγος οφείλει πλέον να εγκαταλείψει την αφαίρεση (δηλαδή, την αναφορά στο πιθανολογικό μοντέλο) και να αμφισβητήσει τις συμβατικές μεθόδους επιστημονικής τεκμηρίωσης για να επικεντρωθεί στον αμερόληπτο χειρισμό του πλήθους ψηφιακών πληροφοριών που έχει πλέον στα χέρια του και την παραγωγή εγγράφων νέου τύπου που θα του δώσουν τη δυνατότητα να εξερευνήσει νέους κόσμους. Αυτή η προσέγγιση, όπου το απροσδόκητο και το παράξενο διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάλυση των φαινομένων, δεν είναι άσχετη με το ρεύμα μεταδομιστικής σκέψης που είναι της μόδας εκείνη την εποχή.

Τι σημασία έχει αν το ουράνιο 238, που αποτελείται από 146 νετρόνια και 92 πρωτόνια, είναι σταθερό ή αν το οξυγόνο 16, με 8 πρωτόνια και 8 νετρόνια, είναι εξαιρετικά σταθερό! Ως πιστός μαθητής του Ηρακλείτου, ο Δημοσθένης προτιμά τα ασταθή άτομα, όσα δηλαδή εκπέμπουν ακτινοβολίες και ποτέ δεν μένουν ίδια, όπως ο ποταμός που κυλάει κάτω από το Πον Μιραμπό. Για παράδειγμα, το ποτάσιο 40 που κατοικεί στο γυμνασμένο σώμα του Δημοσθένη ακτινοβολεί κάθε μέρα με διαφορετικό τρόπο. Αυτό το υπέροχο άτομο μπορεί εξάλλου να του προκαλεί και το εξής ερώτημα, ενώ εκείνος ακούει τον Ζαν-Πιερ: όταν μελετάει κανείς ένα φαινόμενο, πώς μπορεί, χάρη στη δύναμη των υπολογιστών, να ξεφύγει από την κοινή σκέψη όπου τα πάντα μοιάζουν απομονωμένα και ακίνητα;

Η πνευματική σκηνή του Παρισιού εκείνης της εποχής βρίσκεται σε αναταραχή. Η φυσική επιλογή του Δαρβίνου έχει εισδύσει και στη φιλοσοφία: Οι Νίτσε, Φρόιντ, Σωσσύρ, Χάιντεγκερ, Βιτγκενστάιν, Τζέιμς και Περς έχουν συμβάλλει στην αμφισβήτηση των θεωρητικών κατασκευών των προκατόχων τους. Αν η ιδέα σχετίζεται πρωτίστως με τη διαφορά, αν το αντικείμενο υπάρχει μόνο σε σχέση με άλλα αντικείμενα, τι να πει κανείς πχ. για την αναλυτική κρίση που εισήγαγε ο Ιμμάνουελ Καντ; Σε έναν κόσμο όπου τα πάντα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, η αναλυτική κρίση είναι πλέον παρωχημένη. Έχει παραπεμφθεί από καιρό στις καλένδες της ιστορίας των ιδεών.

Ο Δημοσθένης, που καταβροχθίζει το Διαφορά και Επανάληψη του Ζιλ Ντελέζ, θέλει να ενημερώσει σχετικά και τον Ζαν-Πιερ: «Μην ξεχνάς ότι τα πάντα ρει, το πράγμα καθ’ εαυτώ και το είναι καθ’ εαυτώ ουσιαστικά δεν υπάρχουν... γι’ αυτό και στο Οι λέξεις και τα πράγματα ο Μισέλ Φουκώ αναφέρεται στον θάνατο του ανθρώπου!»
Ούτε φως.
Ούτε σκοτάδι.
Παρά μόνο στροβίλισμα του εφήμερου
νωχελικό παιχνίδι του χρόνου.

Ο Ζαν-Πιερ αισθάνεται πέρα ως πέρα ζωντανός και δεν καταλαβαίνει: «Λες δηλαδή ότι δεν είμαι αυτό που ήμουν χθες. Ότι δεν είμαι παρά μία τροχιά. Εγώ όμως αναπνέω, νιώθω, πιστεύω και πράττω!» O Δημοσθένης εξάπτεται: «Όχι μόνο! Μετακινείσαι μέσα σε έναν τετραδιάστατο χώρο όπου διαρκώς αλληλεπιδράς με μια σειρά από άλλα αντικείμενα που είναι και αυτά τροχιές. Υπάρχεις μόνο σε σχέση με ό,τι κινείται γύρω σου». Ο Ζαν-Πιερ, όντας μάλλον θύμα του καρτεσιανού «σκέφτομαι άρα υπαρχω», του σαιξπηρικού «να ζει κανείς ή να μην ζει», του παρμενιδικού «Είναι και Μη είναι» ή ακόμα των τρισδιάστατων Στοχασμων του Πασκάλ για το τι είναι άνθρωπος, δεν κατανοεί πλήρως τα λόγια του εκπαιδευόμενού του: «Ο Ντελέζ παίζει με τη γλώσσα εμπνευσμένος από τον Βιτγκενστάιν... η σκέψη του δεν είναι πρωτότυπη. Με βάση ένα αξίωμα που μου φαίνεται λογικό, κατά το 1660, ο Σπινόζα στην Ηθική του αρνείται όπως και ο Ντελέζ την προτεραιότητα της ύλης, της ουσίας. Ήταν ένας πρώιμος θεωρητικός συστημάτων που είχε αντιληφθεί τη σημασία των αλληλεπιδράσεων για τον ίδιο τον ορισμό του αντικειμένου. Αυτός δεν είχε γράψει εξάλλου: Ένα κινούμενο ή ηρεμούν σώμα πρέπει να καθορίστηκε στην κίνηση ή τη στάση από ένα άλλο σώμα που καθορίστηκε επίσης στην κίνηση ή τη στάση από ένα άλλο, και εκείνο πάλι από άλλο, και ούτως επ’ άπειρον. Βρίσκομαι μπροστά σου σε στάση, άρα, είτε το θες είτε όχι, υπάρχω!» Ο Δημοσθένης δράττεται της ευκαιρίας για να πει: «Έστω ότι υπάρχεις, όταν όμως ισχυρίζεσαι κάτι τέτοιο, γίνεσαι για μένα μια αφαίρεση. Εγώ σε βλέπω να αλλάζεις κάθε δευτερόλεπτο. Το μυαλό σου τρέχει, τη μια στιγμή ακούς και την άλλη αφηνιάζεις, φτάνεις στο σημείο να μνημονεύεις έναν φιλόσοφο υποστηρικτή του Ευκλείδη... δυσκολεύομαι πολύ να σε παρακολουθήσω. Λες ότι χρειάζεται να προτιμήσουμε τη διαχείριση των δεδομένων από την αφαίρεση, για να ανακαλύψουμε ξανά την πολυπλοκότητα των φαινομένων. Τι περιμένεις λοιπόν για να συντονιστείς με αυτή την επανάσταση; Είσαι ένα σύνθετο φαινόμενο ανάμεσα σε άλλα σύνθετα φαινόμενα. Το νευρικό σου σύστημα δεν περιορίζεται στους νευρώνες του νεοφλοιού σου. Παράκαμψε λοιπόν ό,τι έχει να κάνει με τη νόηση. Εναρμόνισε την ευαισθησία με τις αισθήσεις σου. Αν θες να κάνεις νέες ανακαλύψεις, εντρύφησε στον παραλογισμό, με δυο λόγια, γίνε ποιητής!»

Μια μέρα μετά από αυτή την έντονη συζήτηση, ο Δημοσθένης επανέρχεται κραδαίνοντας το Λόγος, Μορφή ή Λόγος ,είκασμα του Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ: «Χθες, είπες πως ό,τι έλεγα άνηκε στο παιχνίδι της γλώσσας και είχες εν μέρει δίκιο, διότι η γνώση δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη γλώσσα μέσω της οποίας επικοινωνούμε. Η γλώσσα καθορίζει τις ιδέες που μπορεί κανείς να εκφράσει μέσω αυτής». Ο Ζαν-Πιερ, που πιστεύει στον σχετικισμό από τότε που διάβασε το Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων του Τόμας Κουν, δεν εκπλήσσεται από αυτό τον ισχυρισμό: «Ναι, αλλά οι επιστημονικές θεωρίες, δηλαδή, οι αντιλήψεις που έχουμε για την πραγματικότητα μέσω της επιστήμης, εξελίσσονται ταχύτατα σήμερα, σαφώς ταχύτερα από ό,τι η καθομιλούμενη γλώσσα στο σύνολό της. Αυτό που παράγει συνεχώς η επιστήμη πρέπει να θεωρείται πρόοδος, αφού συμφωνούν μεταξύ τους γι’ αυτό οι επιστήμονες». Ο Δημοσθένης απαντάει γελώντας: «Πιστεύεις αλήθεια ότι το έλλογο υποκείμενο μπορεί να χειραφετηθεί, να λυτρωθεί από τις προκαταλήψεις εφόσον αποδεχτεί τις κρίσεις της επιστημονικής του κοινότητάς;» Ο Ζαν-Πιερ αρχίζει να θυμώνει: «Λοιπόν, δεν πιστεύω πια τίποτα με τις ιστορίες σου περί πολύπλοκων τροχιών, πιστεύω μάλιστα πως ούτε εσύ δεν υπάρχεις.
Αλήθεια, υπάρχεις, αγαπητέ Δημοσθένη;
Ή μήπως είσαι ένα ον που δημιούργησα κατά λάθος
Για να γεμίσω τη μοναξιά μου
Όπως ένας από τους θεούς
Που επινόησαν οι αρχαίοι Έλληνες
Για να πλήττουν λιγότερο;
Όπως και να έχει, Δημοσθένη
σε λατρεύω
Ακόμα και αν υπάρχεις μόνο στη φαντασία μου

Όταν μιλώ για πρόοδο, δεν εννοώ την εξέλιξη της ανθρωπότητας, αλλά τον εμπλουτισμό της γνώσης, είτε αυτός είναι αληθινός είτε ψευδαίσθηση. Μια θεωρία που αντικαθίσταται από μια άλλη δεν περνάει στη λήθη, γίνεται αντικείμενο μελέτης από τους ιστορικούς. Έτσι, η επιστήμη εμπλουτίζει διαρκώς την αντίληψή μας για την πραγματικότητα, ακόμα και αν αυτή παραμένει γεμάτη προκαταλήψεις. Στη στατιστική, ζητάμε και οι δυο μας από κοινού να αμφισβητήσουμε τις πρακτικές που εφαρμόζονταν πριν την έλευση των υπολογιστών. Οι σχεδόν άπειρες δυνατότητες αποθήκευσης και υπολογισμού που έχουμε στη διάθεσή μας αποτελούν τη νέα βάση. Βλέπεις, αυτό που πρέπει να μας απασχολεί, δεν είναι η γλώσσα, αλλά η εξέλιξη των τεχνολογιών και των τεχνικών. Έχω την αίσθηση πως ο φίλος σου ο Λυοτάρ κινείται σε λάθος κατεύθυνση με τον μεταμοντερνισμό του». Ο Δημοσθένης εγκρίνει τελικά τη δήλωση του Ζαν-Πιερ: «Μπράβο λοιπόν! Συμφωνώ με αυτό που λες για τη θεμελιώδη σημασία της τεχνικής προόδου. Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να εξετάσουμε πιο προσεκτικά τη χειραφέτηση για την οποία μιλάει ο Λυοτάρ. Ζούμε σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από κανόνες (στους οποίους συμμετέχει και η γλώσσα) που, είτε γραπτοί, είτε άγραφοι, επηρεάζουν τις πρακτικές μας. Αλήθεια, όλοι οι κανόνες παράγουν κυριαρχία των μεν επί των δε, των αφεντών επί των δούλων; Όλοι τους μας φυλακίζουν; Για τους περισσότερους κανόνες, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, το αντίθετο μάλιστα. Εφόσον είναι κατάλληλοι (αυτό είναι το πραγματικό ζήτημα που πρέπει να εξετάσουμε), μας παρέχουν μια εξαιρετική ελευθερία. Καθώς προέρχονται από την μακρά εμπειρία που έχει γίνει κοινό κτήμα ολόκληρης της κοινωνίας, αποτελούν σοφές οδηγίες για τη γρήγορη και αποτελεσματική δράση. Αν δεν υπήρχαν κανόνες, δεν θα ξέραμε προς τα πού να πάμε. Αλίμονο! Θα ήμασταν στο έλεός μας, εντελώς αβοήθητοι, χαμένοι, δούλοι του ίδιου μας του εαυτού...!» Ο Ζαν-Πιερ μένει έκπληκτος μπροστά σε αυτό τον παράδοξο Δημοσθένειο συλλογισμό. Οι κανόνες και οι περιορισμοί είναι λοιπόν υπεύθυνοι για την ευδαιμονία, για την ελευθερία μας! «Η ρητορική σου υπερβαίνει αυτή του άλλου Δημοσθένη και με βρίσκει απολύτως σύμφωνο. Πού πας και τα βρίσκεις όλα αυτά;»

Λίγο καιρό μετά από αυτό τον λαμπρό επίλογο για την παράδοξη αξία των περιορισμών, ο Δημοσθένης επιστρέφει δριμύτερος. Μόλις άκουσε την εναρκτήρια διάλεξη του Ρολάν Μπαρτ στο Κολέγιο της Γαλλίας. Ο φιλομαθής ακροατής μας γίνεται με τη σειρά του πομπός και μεταδίδει το ακόλουθο μήνυμα στον νέο δέκτη Ζαν-Πιερ: «Αυτό που λέμε δεν είναι ποτέ αυτό που λέμε». Φυσικά, αυτός ο αινιγματικός ισχυρισμός προβληματίζει αμέσως τον Ζαν-Πιερ. Μολονότι γνωρίζει το πλαίσιο και έχει τον Δημοσθένη μπροστά του με σάρκα και οστά, του λείπει ο κώδικας. Εξ ου και το σχόλιό: «Τρελάθηκες;» Ένα είναι σίγουρο: ο Δημοσθένης δεν είναι πιο τρελός από έναν ποιητή που μέθυσε πίνοντας αψέντι: «Θυμάσαι αυτή την αποστολή που κάναμε στο Κονκαρνό για να ερευνήσουμε τις δυσάρεστες οσμές εκείνου του εργοστασίου; Από τότε, ποτέ δεν έπαψα να αναρωτιέμαι. Μήπως οι ντόπιοι μας έλεγαν άλλ’ αντ’ άλλων; Όσο απομακρυνόμασταν από το εργοστάσιο, τόσο περισσότερο ισχυρίζονταν πως ενοχλούνται από την οσμή του». Ο Ζαν-Πιερ, που είχε μονάχα ρωτήσει δύο μισοκοιμισμένους συνταξιούχους σε ένα καφενείο, θυμάται ακόμα την έρευνα αυτή που είχαν διεξάγει σε συνεργασία με τον Μαρκ Γκιγιόμ του Πανεπιστήμιου Παρί-Ντοφίν: «Ο αγρότης που ζει δίπλα στο εργοστάσιο δεν έχει τις ίδιες αντιδράσεις με τον κάτοικο της γειτονικής πόλης». Ο Δημοσθένης συμφωνεί: «Ναι, αλλά οι δύο τους δεν μιλάνε για το ίδιο πράγμα. Ο αγρότης αναφέρεται στον ατμό και την οσμή του εργοστασίου, κινείται δηλαδή στο επίπεδο της δήλωσης. Οι κάτοικοι του Κονκαρνό αποκωδικοποιούν διαφορετικά το μήνυμα «εργοστάσιο» και κινούνται στο επίπεδο της συνδήλωσης ή του συμβόλου, αν προτιμάς. Το σημαίνον «εργοστάσιο/οσμή» παραπέμπει σε διαφορετικά σημαινόμενα ανάλογα με το αν κάποιος βρίσκεται πιο κοντά, στην ύπαιθρο, ή πιο μακρυά, στην πόλη». Ο Ζαν-Πιερ έχει ακούσει για τη Μορφολογία του παραμυθιού του Βλαντιμίρ Προπ (ο Δημοσθένης δεν είναι ο ήρωας μιας πριγκίπισσας που υπέκυψε στη γοητεία του;) και τα Γενικά μαθήματα γλωσσολογίας του Φερντινάν ντε Σωσσύρ (το σημαινόμενο του σημαίνοντος, ο Δημοσθένης, θα μπορούσε ποτέ να ξεφύγει από τη διαχρονία;), έτσι λοιπόν, χάρη σε αυτή τη νύξη για την έρευνα των δυσάρεστων οσμών στη Βρετάνης, ξαναβρίσκει τον κώδικα που του έλειπε ώστε να γίνει και πάλι ένας ενημερωμένος δέκτης: «Εννοείς δηλαδή ότι δεν πρέπει να πάρουμε κατά γράμμα τις δηλώσεις του τάδε ή του δείνα». Ο Δημοσθένης γνέφει καταφατικά, κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι, για να δείξει πως η επικοινωνία δεν γίνεται μόνο με λόγια. Στη συνέχεια, θέλοντας να τονίσει την πρόοδό του στη γλώσσα του Ανρί Μισώ και την πολυπλοκότητα κάθε έκφρασης, αντί για Εντάξει, χρησιμοποιεί μια αγαπημένη έκφραση του Ζακ Πρεβέρ στα γαλλικά: « Tu l’as dit bouffi ! » Ακριβώς αυτό. Τίποτα άλλο. Ο Ζαν-Πιερ θαυμάζει αυτή την λεκτική επιτέλεση χωρίς να αναρωτηθεί για το βαθύτερο νόημά της: «Τελικά καταλαβαίνω πού το πας. Όταν ασχολείσαι με τα δεδομένα μιας έρευνας, σκοπός δεν είναι να καταγράψεις ό,τι λέγεται – αυτό το κάνουν οι δημοσκόποι. Σκοπός είναι να ανακαλύψεις το νόημα αυτού που λέγεται». Ο Δημοσθένης χαμογελάει, οσφραίνεται τη μυρωδιά του στάβλου: «Πράγματι, αυτό που δηλώνουν οι ερωτηθέντες δεν πρέπει τόσο να καταγραφεί όσο – κυρίως – να ερμηνευτεί. Για να μπορείς να δεις πέρα από τα φαινόμενα και να αποκρυπτογραφήσεις το κρυφό νόημα των λόγων των μεν και των δε, χρειάζεσαι μια κατάλληλη στατιστική μέθοδο... Αυτή η διαχείριση μεγάλων αριθμών εγγράφεται στο πλαίσιο της ερμηνευτικής διαίσθησης των Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ και Πολ Ρικέρ». Ο Ζαν-Πιερ συνεχίζει: «Και το νωχελικό παιχνίδι του χρόνου, τι το κάνεις;» Ο Δημοσθένης είναι όλο και πιο ευτυχής: είναι φανερό πως ο Ζαν-Πιερ βάζει σε αντιπαράθεση τις ιδέες που αναπτύχθηκαν από τους φίλους του Ντελέζ, Λυοτάρ και Μπαρτ: «Χάρη στη στατιστική, θα διασφαλίσουμε ότι υπάρχει αλληλεπίδραση ανάμεσα στη συγχρονία και τη διαχρονία. Αλλά το νιώθεις, η προσέγγισή μας απέχει πολύ από το να έχει οριστεί επακριβώς. Βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή, οι ιδέες μας θα εξελιχθούν, θα εμπλουτιστούν, θα γίνουν πιο σύνθετες:
Ιδέες
που δεν αναπνέουν
λιμνάζουν σαν δικαιολογίες.

έτσι δεν είναι;

Ο Ζαν-Πιερ, που σημειώνει πρόοδο στις συζητήσεις του με τον λαμπρό εκπαιδευόμενό του, θέλει τώρα να ξεκουραστεί. Μήπως δεν τον βασανίζει ο Δημοσθένης, ως άλλος Σωκράτης του οποίου τώρα νιώθει δούλος; Μήπως δεν ενεργεί όπως ο Μένων του Πλάτωνα; Ο δούλος Ζαν-Πιερ κρύβει βαθιά μέσα του ανυποψίαστους θησαυρούς, όπως ο καθένας μας. Χάρη στη Δημοσθένεια μαιευτική, αυτοί οι θησαυροί θα πρέπει να αποδειχτούν ικανοί να οδηγήσουν στην ανακάλυψη του Αγίου Δισκοπότηρου, δηλαδή της λύσης στο πρόβλημα της στατιστικής γεωμετρίας που έχει τεθεί. Και, ω του θαύματος! Το καντιανό «νοούμενο», που δεν είναι άλλο από το βαθύ ασυνείδητο του ψυχαναλυόμενου ανθρώπου, μολονότι άφταστο, είναι σε θέση να μας δείξει τον δρόμο, αν το σπρώξουμε λιγάκι. Όπως κάθε αντικείμενο, βρίσκεται λοιπόν σε έναν τετραδιάστατο χώρο όπου αλληλεπιδρά με άλλα αντικείμενα. Είναι φανερό πως ο Ζαν-Πιερ τα έχει χάσει και λέει ασυναρτησίες:
Βοσκοπούλα, Ώ Πύργε του Άιφελ, το κοπάδι γιοφύρια βελάζει απ’ το πρωί!
Μα τι κάνει ο Καντ σε αυτό το χάος!

Να όμως που ο Δημοσθένης καταφτάνει ενθουσιασμένος και ο Ζαν-Πιερ τον ρωτά: «Επιστρέφεις από τα Κύθηρα ή από το καμπαρέ Φολί Μπερζέρ;» Ο Δημοσθένης προσαρμόζεται ευθύς αμέσως στον ανταποκριτή του: «Πήγα χθες να παρακολουθήσω ένα σεμινάριο για το σύνθωμα (sinthome), αντάξιο ενός γαλλικού καν-καν εκτελεσμένου από την Λα Γκουλύ υπό το βλέμμα του παρτενέρ της Βαλεντίν. Χρειάστηκε να σπρώξω για να μπω στην αίθουσα όπου ιερουργούσε ο Ζακ Λακάν. Τελικά, βρήκα και έκατσα στην άκρη ενός πάγκου. Το θέατρο – γιατί επρόκειτο για θέατρο – ευώδιαζε ολόκληρο, θα έλεγα μάλιστα ότι θύμιζε περισσότερο άρωμα Νο 5 της Chanel παρά κολόνια από το σούπερ μάρκετ. Στα δεξιά μου, αναγνώρισα τον Φιλίπ Σολλέρς. Το χέρι του, που το 1968 κρατούσε το Κόκκινο Βιβλιαράκι, είχε ξεκάθαρα φρονιμέψει, αφού πλανιόταν πάνω στο διχτυωτό καλσόν της διπλανής του, της πανέμορφης Τζούλια Κρίστεβα.
Όμορφη Τζούλια με τα μάτια στολίδια
ποιας μάγισσας έκλεψες τα ξόρκια;

Στην ανάλυση του Λακάν για το βιβλίο «Η αγρύπνια των Φίννεγκαν» του Τζέιμς Τζόυς, βρίσκει κανείς τον εξής ορισμό του φαλλού: είναι ο συνδυασμός ενός μικρού τμήματος πέους με τη λειτουργία της γλώσσας. Οι διπλανοί μου εκτίμησαν θαρρώ αυτή τη σύζευξη. Ο Λακάν δεν ασχολήθηκε σε αυτή τη διάλεξη με το φύλο της γυναίκας, μολονότι ειδήμων αφού κατέχει τον περίφημο πίνακα του Γκυστάβ Κουρμπέ «Η καταγωγή του κόσμου». Εισάγοντας τις ακολουθίες Φιμπονάτσι για να μιλήσει για την σεξουαλική πράξη – πράξη που κατ’ αυτόν πηγάζει από μια παρεξήγηση – αναφέρθηκε έμμεσα στον Φρειδερίκο Β΄ Χοενστάουφεν. Αυτός ο πολύγλωσσος αυτοκράτορας της Γερμανίας είχε ενδιαφερθεί πολύ πριν τους Σωσσύρ και Τζάκομπσον για τα μυστήρια της γλώσσας. Η φύση του ανθρώπου παραπέμπει κατ’ αυτόν σε μια φυσική γλώσσα, την οποία και προσπάθησε να κατασκευάσει πειραματικά. Μολονότι απέτυχε, αυτή του η απόπειρα σημειώθηκε εφτά αιώνες πριν το θεωρητικό έργο του Νόαμ Τσόμσκι για τη γενετική γραμματική, το οποίο πηγάζει από την ίδια ιδέα». Ο Ζαν-Πιερ, που θαυμάζει την ευρυμάθεια του Δημοσθένη, τον διακόπτει για να του δείξει αντίστοιχα ότι κοντά στο νου και η γνώση: «Αυτός ο καταπληκτικός μονάρχης, που ενέπνευσε το έργο του γλύπτη Φρανσέσκο Μαρίνο ντι Τεάνα, ενδιαφερόταν για τα πάντα. Το διάσημο έργο Liber abaci (Βιβλίο των υπολογισμών) του Φιμπονάτσι (γνωστού και ως Λεονάρντο της Πίζας), που προκάλεσε μια μαθηματική επανάσταση στη Δύση, γράφτηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Ο συσχετισμός της γεωμετρικής (πεντάγωνα, δεκάγωνα) με την αναλυτική προσέγγιση (ακολουθίες του Φιμπονάτσι) για τον ορισμό της χρυσής τομής προεικονίζει την αναλυτική γεωμετρία του Καρτέσιου». Ο Δημοσθένης σκέφτεται υποσυνείδητα, με αφορμή αυτή την ενδιαφέρουσα παρατήρηση για την χρυσή τομή: Πώς μπορεί κανείς να πετύχει στην ποίηση μια αλληλεπίδραση ακοής και βλέμματος, περνώντας μέσω ισομορφισμού από την ανάλυση στη γεωμετρία; Αυτή η ενδόμυχη απορία, που αργά ή γρήγορα θα εκδηλωθεί, δεν εμποδίζει τον εκπαιδευόμενο Σωκράτη μας να συνεχίσει ακάθεκτος την εξιστόρηση της λακανικής του οδύσσειας: «Δεν είναι μόνο οι ακολουθίες του Φιμπονάτσι. Η διάλεξη έβριθε αναφορών στα μαθηματικά. Ο Λακάν προτείνει εξάλλου μια απλοποιημένη γραφή, το μαθήμιο (mathème), για την απόδοση του ασυνειδήτου. Επέμεινε για πολλή ώρα σε ένα διάγραμμα όπου τρεις δακτύλιοι, τρία στεφάνια – που μάλλον θύμιζαν χούλα χουπ παρά φούστες γαλλικού καν-καν – αλληλοεπικαλύπτονται όπως ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Σπάζοντας τον ένα δακτύλιο, ελευθερώνουμε τους άλλους δύο. Αυτή η τριαδική σχέση που ο Λακάν ονόμασε RSI (Πραγματικό, Συμβολικό, Φανταστικό) ή βορρόμειο κόμβο θα μας βοηθήσει σίγουρα στην ερμηνεία των γραφικών μας παραστάσεων. Μακάρι να μπορούσα να σου εξηγήσω και τη συνέχεια, αλλά δεν έβγαλα άκρη όταν ο Λακάν χώρισε τους τρεις δακτύλιους και τους συνέδεσε ξανά μέσω ενός τέταρτου, του συνθώματος, το οποίο είναι υποτίθεται ο πατέρας που έγινε σύμπτωμα, μια διαστροφή που με λακανικούς όρους ονομάζεται στροφή-προς-τον-πατέρα (version vers le père)». Άναυδος ο Ζαν-Πιερ καταφέρνει μόνο να πει: «Λοιπόν, σου βγάζω το καπέλο για την χριστιανική μετάφραση του RSI: Πραγματικό, ο Χριστός, Συμβολικό, ο Θεός, Φανταστικό, το Άγιο Πνεύμα. Και φυσικά, δεν μπορεί να υπάρχει το ένα χωρίς τα άλλα δύο». Ο Δημοσθενης απαντά: «Αν ισχύει αυτό που λες, με τον βορρόμειο κόμβο, κρατάμε την άκρη του νήματος που θα μας επιτρέψει να προσεγγίσουμε καθετί ιερό. Γιατί αν αυτός ο συνδυασμός των τριών λειτουργιών συμβαίνει μέσα μας, γιατί να μην συμβαίνει και στο επίπεδο της κοινωνίας; Αυτό θα στοιχειοθετούσε την ύπαρξη καθολικών μηχανισμών προσαρμογής από το κύτταρο μέχρι τον άνθρωπο, και από τον άνθρωπο μέχρι το ηλιακό σύστημα, τον γαλαξία, το σύμπαν... Μια αναθεώρηση και επέκταση της θεωρίας του Δαρβίνου». Ο Ζαν-Πιερ καταλήγει: «Γενικεύοντας λοιπόν την έννοια της ομοιόστασης, συνδέεις όπως οι φυσικοί επιστήμονες το απείρως μικρό με το απείρως μεγάλο. Μου αρέσει η ομιλία σου, είναι ένα θεϊκό τραγούδι, στα ίχνη του Ορφέα. Προσοχή όμως: Έτσι παροτρυμένος από την φαντασία και τη λίμπιντό σου, μην πλησιάσεις πάρα πολύ τον Όλυμπο, ο Ίκαρος και η Κάρμεν το πλήρωσαν με τη ζωή τους».

Οι συνομιλίες μεταξύ δασκάλου Δημοσθένη και μαθητή Ζαν-Πιερ δεν σταμάτησαν εδώ. Ο Ζακ Ντεριντά, με το Περί γραμματολογίαςκαι την αποδόμηση, ο Ρενέ Ζιράρ με το Η Βία και το Ιερό, την μιμητική επιθυμία και τον αποδιοπομπαίο τράγο, ο Λουί Αλτουσέρ με το Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο και τις ψυχικές διαταραχές, ακόμα και ο Πιέρ Μπουρντιέ με το Οι Κληρονόμοι, την αναπαραγωγή, το habitus και τα πεδία, περίμεναν να έρθει η σειρά τους. Αλλά ο Ζαν-Πιερ, εξαντλημένος από τη γνώση και τη φαντασία του ταλαντούχου υποψήφιου διδάκτορα, είχε πάψει να προσέχει. Με ένα ωραίο καράβι στο Πορ-Βέντρ, που είχε για πλήρωμα τα μάτια της Μαντλέν, έπλεε στα ανοιχτά του ακρωτηρίου Ντε Πάλος, το βλέμμα στραμμένο στη θάλασσα, τα μαλλιά του να ανεμίζουν στον αέρα...

Μετάφραση: Ιωάννης Δημητριάδης

**

Feuilleton en 3 épisodes // 2ème épisode

Rappel du 1er épisode : précédé d’une réputation d’empereur du verbe, le polytechnicien de la lointaine Athènes, Démosthène, est devenu en France, à la fin des années 1970, un stagiaire respecté du laboratoire dirigé par Jean-Pierre au Centre nucléaire de Fontenay-aux-Roses…

Jean-Pierre et les stagiaires en quête de thèse qui l’entouraient ne s’intéressaient guère ni aux quarks et leptons du modèle atomique standard, ni à l’énergie que l’on pouvait tirer des atomes. Ils réfléchissaient sur les nouvelles manières d’envisager la statistique. Le prodigieux essor de l’informatique imposait un retour aux mathématiques appliquées des civilisations antérieures à celle de Démosthène le bègue. Oubliés les travaux d’Eudoxe de Cnide, d’Euclide et de leurs avatars Cantor et Bourbaki. Le statisticien devait abandonner l’abstraction (c’est-à-dire la référence au modèle probabiliste) et remettre en cause les procédés classiques de l’argumentation et de la démonstration, pour se consacrer à la manipulation sans a priori des informations numériques nombreuses dont maintenant il disposait, et à la production de documents d’un type nouveau à partir desquels l’exploration de nouveaux univers serait possible. Cette posture, où l’inattendu et l’étrange jouent les premiers rôles dans l’analyse des phénomènes, n’était pas sans liens avec un courant de pensée poststructuraliste à la mode dans les années 1970.

Que l’uranium 238, constitué de 146 neutrons et de 92 protons, soit stable, que l’oxygène 16 soit doublement magique et donc exceptionnellement stable avec ses 8 protons et ses 8 neutrons, qu’importe ! En bon disciple d’Héraclite, Démosthène aime les atomes instables, ceux qui émettent des radiations, car, comme le fleuve qui coule sous le pont Mirabeau, ils ne restent jamais identiques à eux-mêmes. Le potassium 40 que Démosthène possède en lui, par exemple, irradie chaque jour et de façon différente son corps d’athlète. Cet atome merveilleux est peut-être d’ailleurs à l’origine de la question qu’il se pose en écoutant Jean-Pierre : dans l’étude d’un phénomène, comment échapper grâce à la puissance des ordinateurs à la pensée commune où tout semble isolé et figé ?

La scène intellectuelle parisienne était à l’époque en ébullition. La sélection naturelle chère à Charles Darwin avait poursuivi en philosophie son œuvre : Nietzsche, Freud, de Saussure, Heidegger, Wittgenstein, Pearce et James, entre autres, avaient contribué à remettre en cause les belles constructions de leurs devanciers. Si le concept est avant tout affaire de différence, si l’objet n’existe que par rapport aux autres objets, que dire du jugement analytique introduit par Emmanuel Kant, par exemple ? Dans un monde où tout interagit, ce jugement sent aujourd’hui le vieux ; il ne fait plus partie que de l’histoire des idées.

Démosthène, qui dévore Différence et répétition de Gilles Deleuze, tient à ce que Jean-Pierre le sache : « N’oublie pas que tout s’écoule /flux perpétuel, l’objet en soi et l’être en soi n’ont donc guère d’existence… et voilà la raison pour laquelle Michel Foucauld dans Les Mots et les Choses parle de la mort de l’homme ! ».
Ni obscurité
Ni lumière.
Rien que le tourbillon de l’éphémère
l’indolent jeu du temps.

Jean-Pierre qui se sent bien vivant a du mal à comprendre ce que dit Démosthène : « tu me dis que je ne suis plus ce que j’étais hier. À t’entendre, je ne suis donc plus qu’une trajectoire, mais je respire, je sens, je pense et j’agis ! ». Démosthène s’échauffe : « pas seulement ! Tu circules dans un espace à quatre dimensions où tu ne cesses d’être en interaction avec une foule d’autres objets qui sont eux-mêmes des trajectoires. Tu n’existes véritablement que par rapport à tout ce qui s’agite autour de toi ». Jean-Pierre, certainement victime du « Je pense donc je suis » cartésien, du «Être ou ne pas Être » shakespearien, de l’ « Ëtre et du non-Être » parménidien, où encore des Pensées tridimensionnelles de Pascal sur ce monstre qu’est l’homme, a du mal à saisir la profondeur du propos de son stagiaire : « Ton Deleuze inspiré par Wittgenstein joue avec le langage… Sa pensée n’a rien d’originale. À partir d’une axiomatique qui me semble raisonnable, Spinoza dans L’Éthique, comme Deleuze, refuse — on est dans les années 1660 — la priorité à la substance, à l’essence ; il a été un systémicien avant l’heure ayant compris l’importance des interactions dans la définition même de l’objet. N’a t’il pas écrit : un corps en mouvement ou en repos a dû être déterminé au mouvement ou au repos par un autre corps, qui a été lui aussi déterminé au mouvement et au repos par un autre, et cet autre à son tour par un autre, et ainsi à l’infini. Je suis face à toi au repos, donc, que ça t’embête ou non : je suis ! ». Démosthène a beau jeu de lui rétorquer : « Je veux bien que tu sois, mais quand tu prétends être, tu deviens pour moi une abstraction. Moi, je te vois chaque seconde différent, tes neurones s’agitent, tu enregistres puis tu éructes allant jusqu’à citer en philosophie un suppôt d’Euclide… et j’ai bien du mal à te suivre. Tu m’as dit qu’il fallait préférer la manipulation des données à l’abstraction, pour redécouvrir la complexité des phénomènes. Qu’attends-tu donc pour te mettre à l’unisson de cette révolution. Tu es un phénomène complexe parmi d’autres. Ton système nerveux ne se réduit pas aux neurones de ton néocortex. Court-circuite tout ce qui relève de l’entendement. Mets ta sensibilité en phase avec tes sens. Si tu veux découvrir, pratique la déraison, en un mot sois poète ! ».

Le lendemain de cette vive discussion, Démosthène enfonce le clou en brandissant le « Discours, Figure » de Jean-François Lyotard : « Tu m’as dit hier que ce que je te racontais relevait du jeu de langage. Tu as certainement en partie raison, car notre savoir ne saurait être dissocié de la langue avec laquelle nous communiquons. La langue conditionne les idées qu’elle permet d’exprimer ». Jean-Pierre qui croit au relativisme depuis qu’il a lu La Structure des révolutions scientifiques de Thomas Kuhn n’est en rien choqué par ce propos : « Oui, mais les théories scientifiques, c’est-à-dire les idées que nous avons du réel grâce à la science, évoluent vite aujourd’hui, et certainement encore plus vite que la langue ordinaire dans sa totalité. Ce que produit la science en continu doit être considéré comme un progrès car il y a accord entre tous les scientifiques ». Démosthène rétorque hilare : « Tu crois en l’émancipation du sujet rationnel, tu crois que le sujet rationnel peut échapper aux présupposés en acceptant le jugement critique de sa communauté ». Et voilà JPP qui s’énerve : « Sache que je ne crois plus en rien avec tes histoires de trajectoires entortillées, je crois même maintenant que, toi-même, tu n’existes pas.
Existes-tu cher Démosthène
Ou n’es-tu qu’une entité que j’ai créée sans le vouloir
Pour peupler la solitude
Serais-tu un de ces dieux
Comme ceux que les Grecs avaient créés
Pour moins s’ennuyer ?
Quoi qu’il en soit je t’adore
Ô Démosthène
Même si tu n’es que dans mon imagination

Quand je parle de progrès, il s’agit simplement d’un enrichissement du savoir, que le fait de connaître soit illusion ou non, et non d’un progrès pour l’humanité. Une théorie remplacée par une autre n’est pas oubliée puisqu’elle devient objet d’étude pour les historiens. La science enrichit donc continuellement le regard sur le réel, même s’il reste et restera chargé de présupposés. Nous cherchons ensemble en statistique à remettre en cause les pratiques qui s’étaient imposées avant l’avènement des ordinateurs. Les capacités bientôt infinies de stockage et de calcul à notre disposition constituent le nouveau présupposé. Tu vois ce n’est pas du langage dont il faut se préoccuper, mais de l’évolution des technologies et des techniques. J’ai bien l’impression qu’avec son postmodernisme ton ami Lyotard se trompe de combat ». Démosthène en définitive approuve ce que dit Jean-Pierre : « Bravo ! J’adhère à ce que tu dis sur l’importance fondamentale du progrès technique. Malgré tout, l’émancipation dont parle Lyotard mérite d’être regardée de plus près. Nous vivons dans un monde balisé par des règles (auxquelles la langue participe) qui conditionnent nos pratiques, qu’elles soient écrites ou non écrites. Sont-elles toutes productrices d’une domination des uns, les maîtres, sur les autres, les esclaves ? De façon plus générale, est-ce qu’elles nous emprisonnent ? Non pour la plupart d’entre elles, bien au contraire. Les règles, si elle sont appropriées (le vrai problème dont il faut discuter est là), procurent une fantastique liberté. Étant issues d’une longue expérience partagée par toute une société, elles constituent des directives sages pour agir rapidement et avec une grande efficacité. Si elles n’existaient pas, ne sachant jamais vers où aller, livré à nous-mêmes sans aucune aide, nous serions perdus et esclaves de nous-mêmes… alors, malheur à nous ! ». Jean-Pierre est épaté par cette pensée démosthénienne paradoxale. Les contraintes seraient donc à l’origine de notre bien-être, de notre liberté ! « Ta rhétorique dépasse celle de l’autre Démosthène, j’adhère complètement à ton propos. Où vas-tu chercher tout ça ? ».

Quelque temps après sa brillante péroraison sur la vertu paradoxale des contraintes, Démosthène revient à la charge. Il vient d’écouter la leçon inaugurale de Roland Barthes au Collège de France. Notre auditeur studieux, devenu à son tour émetteur, transmet doctement au nouveau récepteur, Jean-Pierre, ce message : « Ce que nous disons n’est jamais ce que nous disons ». Cette assertion sibylline inquiète bien entendu Jean-Pierre. S’il connaît le contexte et voit Démosthène en chair et en os s’exprimer avec élégance, il ignore le code. D’où son commentaire : « Es-tu devenu fou ? ». Démosthène, c’est sûr, n’est pas plus fou qu’un poète ayant abusé de l’absinthe : « Souviens-toi de cette expédition à Concarneau pour enquêter sur les odeurs, je n’ai cessé de m’interroger depuis. Les habitants du coin ne nous racontaient-ils pas des salades ? Plus on se situait loin de l’usine, plus on se déclarait gêné par ses effluves ». Jean-Pierre, qui n’avait interrogé que deux retraités somnolant dans un café, se souvient de cette enquête effectuée en relation avec Marc Guillaume de l’université Paris-Dauphine : « Le paysan qui vit tout près n’a pas les mêmes réactions que le citadin qui vit plus loin ». Démosthène acquiesce : « Oui, mais tous deux ne parlent pas de la même chose. Le paysan parle bien de l’effluve et de son odeur, on est au niveau de la dénotation. Les Concarnois décodent tout autrement le message « usine », ils sont au niveau de la connotation, ou si tu préfères du symbole. Le signifiant « usine/odeur » recouvre des signifiés différents selon que l’on se trouve plus loin, à la ville, ou moins loin, à la campagne ». Jean-Pierre a entendu parler de la Morphologie du conte de Vladimir Propp (Démosthène n’est-il pas le héros d’une princesse déjà conquise ?) et du Cours de linguistique générale de Ferdinand de Saussure (le signifié du signifiant Démosthène pourrait-il échapper à la diachronie ?), il est donc devenu, avec cette allusion aux mauvaises odeurs bretonnes indicatrice du code, un récepteur averti : « Tu veux dire qu’il ne faut pas prendre à la lettre les déclarations de Pierre ou Paul ». Démosthène acquiesce en remuant de manière autistique la tête de haut en bas, voulant montrer ainsi que la communication n’est pas seulement affaire de paroles. Pour étaler ses progrès dans la langue d’Henri Michaux et insister sur la complexité de toute expression, il reprend pour dire OK une expression chère à Jacques Prévert : « Tu l’as dit bouffi ! ». Jean-Pierre admire cette performance verbale sans s’interroger sur sa signification profonde : « Je comprends enfin où tu veux en venir. Quand on traite des données d’une enquête, l’objectif n’est pas de comptabiliser ce qui est dit — c’est ce que font tous les sondeurs — il est de découvrir la signification de ce qui est dit ». Démosthène sourit, il sent avec délice l’odeur de l’écurie : « Oui, ce que disent les enquêtés doit être en priorité non pas décompté mais interprété. Pour déchiffrer au-delà des apparences le sens caché des propos des uns et des autres, il nous faut une méthode statistique appropriée… et la manipulation des grands nombres proposée s’inscrira dans l’axe des intuitions herméneutiques de Hans-Georg Gadamer et de Paul Ricœur ». Jean-Pierre enchaîne : « Et l’indolent jeu du temps, qu’en fais-tu ? ». Démosthène est de plus en plus heureux, Jean-Pierre manifestement fait s’entrechoquer les idées développées par ses amis Deleuze, Lyotard et Barthes : « Par la statistique, nous ferons en sorte qu’il y ait interaction entre le synchronique et le diachronique. Tu le sens, nos manières de procéder sont encore loin d’être définies. Nous en sommes toujours aux idées princeps, elles vont évoluer, se compliquer, s’enrichir :
Les idées
qui ne respirent pas
stagnent comme des justifications.

N’est-ce pas ? ».

Jean-Pierre, qui progresse au fil des conversations avec son brillant stagiaire, aspire maintenant au repos. Démosthène, un Socrate dont il se sent maintenant l’esclave, n’est-il pas en train de le torturer ? Ne procède-t-il pas en effet comme dans le Ménon de Platon ? L’esclave, Jean-Pierre, possède au plus profond de lui-même, comme chacun, des trésors insoupçonnés. Grâce à la maïeutique démosthénienne, ces trésors doivent se révéler suffisants pour découvrir le graal, c’est-à-dire la solution au problème de géométrie statistique qui a été posé. Miracle ! Le noumène kantien, qui n’est autre que l’inconscient profond chez l’homme psychanalysé, s’il est inatteignable, serait capable d’indiquer la voie quand on le bouscule un peu. Comme tout objet, il se situe donc dans un espace à quatre dimensions où il interagit avec les autres objets. On le voit, le cerveau de Jean-Pierre tourne à vide, il saute du coq à l’âne sans crier gare :
Bergère ô tour Eiffel le troupeau des ponts bêle ce matin !
Que vient faire Kant dans cette galère !

Mais voilà que Démosthène arrive très excité, et Jean-Pierre s’inquiète : « reviens-tu de Cythère ou des Folies Bergère ? ». Démosthène, sait s’adapter à son correspondant : « Je suis allé hier assister à un séminaire sur le sinthome digne d’un french cancan exécuté par la Goulue sous le regard de Valentin le Désossé. Pour entrer dans l’amphi où Jacques Lacan officiait, j’ai dû jouer des coudes. J’ai pu finalement m’installer au bout d’un banc sur une seule fesse. Le théâtre, car nous étions au théâtre, embaumait ; plutôt du n°5 de chez Chanel que du parfum de supermarché. À ma droite, j’ai reconnu Philippe Sollers. Sa main, qui avait brandi en 1968 le petit livre rouge, s’était manifestement assagie puisqu’elle naviguait sur le bas résille de sa voisine, la très belle Julia Kristeva.
Ô belle Julia aux yeux pleins de pierreries
De quel magicien tiens-tu ta sorcellerie

Dans le propos de Lacan sur James Joyce et son Finnegans Wake, on trouve cette définition du phallus : c’est la conjonction d’un petit bout de queue avec la fonction de la parole. Je crois que mes voisins ont apprécié ce raccourci. Lacan n’a pas abordé ce jour-là le sexe de la femme dont il est expert puisqu’il possède L’Origine du monde, le fameux tableau de Gustave Courbet. En introduisant les suites de Fibonacci pour rendre compte de l’acte sexuel — cet acte superbe relève pour lui d’un malentendu — il a indirectement évoqué Frédéric II de Hohenstaufen. Cet empereur d’Allemagne polyglotte s’est intéressé bien avant de Saussure et Jakobson aux mystères de la langue. Pour lui, la nature de l’homme renvoie à une langue naturelle qu’il a essayé de construire expérimentalement. Il a échoué, mais sa tentative s’inscrit sept siècles avant le travail théorique de Noam Chomsky sur la grammaire générative qui procède de la même idée ». Jean-Pierre, qui est admiratif devant la vaste culture de Démosthène, l’interrompt pour lui montrer que son propre savoir ne se réduit pas à zéro : « Ce souverain étonnant, qui a inspiré l’œuvre du sculpteur Francesco Marino di Teana, s’intéressait à tout. Le fameux Liber abaci de Fibonacci (alias Léonard de Pise), à l’origine d’une révolution des mathématiques en Occident, a été écrit sous son règne. Le lien fait alors entre les approches géométrique (pentagones, décagones) et analytique (suites de Fibonacci) du nombre d’or préfigure la géométrie analytique cartésienne ». Démosthène inconsciemment s’interroge, stimulé par cette remarque étonnante sur le nombre d’or : comment faire interagir en poésie l’oreille et l’œil, en passant par isomorphisme de l’analyse à la géométrie ? Cette agitation au plus profond de lui-même, qui un jour ou l’autre s’exprimera, n’empêche pas notre Socrate stagiaire de poursuivre le récit de son odyssée lacanienne : « Il n’y a pas que les suites de Fibonacci. Lacan ne cesse dans son cours de faire des références aux mathématiques. Il propose d’ailleurs une écriture simplifiée, le mathème, pour rendre compte de l’inconscient. Il a passé beaucoup de temps sur un schéma où trois cerceaux — ils évoquent plus le hula hoop que le french cancan — s’imbriquent les uns dans les autres comme le Père, le Fils et le Saint-Esprit. En cassant l’un, on libère les deux autres. Ce schéma trinitaire, appelé RSI (Réel, Symbolique, Imaginaire) ou Nœud borroméen par Lacan, nous aidera certainement lors de l’interprétation de nos documents graphiques. J’aurais aimé te rendre compte de la suite, mais je n’ai rien compris quand il a séparé les trois cerceaux pour les emprisonner à nouveau à l’aide du sinthome qui serait le père devenu symptôme, perversion voulant dire dans le dictionnaire lacanien version vers le père». Jean-Pierre, ébahi, ne peut dire que : « chapeau ! Bravo pour ta traduction évangélique du RSI. Le réel, c’est Jésus, le symbolique, c’est Dieu, et l’imaginaire, c’est le Saint-Esprit. Bien évidemment, on ne peut avoir l’un sans les deux autres ». Démosthène réplique : « Si ce que tu dis tient la route, on dispose avec le nœud borroméen d’un point de départ, de prémisses, pour aborder l’étude d’un sacré quel qu’il soit. Si ce jeu des trois fonctions opère en nous-mêmes, il doit aussi opérer au niveau du social, pourquoi pas ? Il y aurait alors universalité des mécanismes d’adaptation de la cellule à l’homme, de l’homme au monde puis à la galaxie, puis à l’univers… C’est Darwin revu et prolongé ». Jean-Pierre conclut : « en généralisant ainsi la notion d’homéostasie, tu relies comme les physiciens l’infiniment petit à l’infiniment grand. Ton discours me plait, c’est un chant divin, tu es l’égal d’Orphée. Mais prends garde à toi : poussé par ton imagination et ta libido, ne t’approche pas trop de l’Olympe, Icare et Carmen l’ont payé de leur vie ».

Les conversations entre le maître, Démosthène, et son élève, Jean-Pierre, se sont poursuivies bien entendu. Jacques Derrida, avec De la grammatologie et la reconstruction, René Girard avec La violence et le sacré, le désir mimétique et le bouc émissaire, Louis Althusser avec Lire le Capital et les troubles psychiatriques, et même Pierre Bourdieu avec Les Héritiers, la reproduction, l’habitus et le champ, étaient en embuscade. Mais Jean-Pierre, épuisé par le savoir et l’imagination de son talentueux stagiaire, ne l’écoutait plus vraiment. Sur le joli bateau de Port-Vendres dont les yeux de Madeleine étaient les matelots, il naviguait dans les parages de Palos, les yeux dans le vague, les cheveux au vent …