Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 39

Τα αστέρια του Σίντι Μουμέν, του Μαχί Μπινμπίν

Τα αστέρια του Σιντί Μουμέν, μυθιστόρημα, Μαχί Μπινμπίν, μτφρ. Έλγκα Καββαδία, εκδόσεις Άγρα 2016

Αυτό που φοβάμαι. Αυτό που ίσως ν’ ακολουθεί τον θάνατο. Η απόλυτη συνείδηση. Να έχεις επίγνωση πού βρίσκεσαι, τι σου έχει συμβεί και άπραγος νυχθημερόν να κάνεις απολογισμούς και αναθεωρήσεις, να λιώνεις στην αυτοκριτική, μα όσο κι αν μετανιώνεις για όσα έπραξες ή δεν έπραξες, να μην αλλάζει το παραμικρό. Το είδα να εξελίσσεται σελίδα σελίδα στ’ αστέρια του Σίντι Μουμέν. Όχι, δεν ήταν μόνο βασανιστικό. Ήταν απολαυστικό όσο και επώδυνο. Ακόμη μια φορά επιβεβαίωσα πως η τέχνη διαφοροποιείται απ’ την πραγματική ζωή κυρίως στο εξής. Ξέρει να μιλάει για το άσχημο με όμορφο τρόπο. Και ξέρει να το κάνει καλά. Έχει τη δύναμη. Μεγαλουργεί μέσα απ’ το οξύμωρο. Αυτό το οξύμωρο είναι ίσως η πρόκληση που την ενεργοποιεί περισσότερο. Όταν επιστρατεύει και το χιούμορ, το αποτέλεσμα είναι ασύγκριτο. Με χάραξε το βιβλίο του Μαχί Μπινμπίν. Με συνεπήρε με την τέχνη, την ευαισθησία, τη σπιρτάδα της γραφής, το λυρισμό και το ελεύθερο πνεύμα του. Έφερε στο νου μου εικόνες από ένα ντοκιμαντέρ που είδα τυχαία στο φετινό φεστιβάλ της πόλης μου. Πλαστική Κίνα. Τα παιδιά αλίευαν απ’ τα πλαστικά προς ανακύκλωση τιποτένιους θησαυρούς, τηγάνιζαν πεταμένα ψάρια για μεσημεριανό, φορούσαν παπούτσια που οι δυτικοί έριχναν στους κάδους των αχρήστων, συναρμολογούσαν ομοιώματα ηλεκτρονικών υπολογιστών επινοώντας οθόνη από σκισμένες σελίδες περιοδικών και για πληκτρολόγιο αναποδογύριζαν άδειες θήκες από σοκολατάκια πολυτελείας. Οι σκηνές ήταν συγκλονιστικές. Εδώ, οι λέξεις. Στην παραγκούπολη του Σίντι Μουμέν στις παρυφές της Καζαμπλάνκας, ο Γιασίν αφηγείται μοναδικά, με ρεαλισμό, εξυπνάδα και άγρια ομορφιά, τη σύντομη ζωή του, δεκαοκτώ χρόνια όλα κι όλα, τις φιλίες, την οικογένεια, τα παιχνίδια, τους καβγάδες και την καθημερινότητα στις χωματερές, όπου κάτω απ’ τα δύσοσμα βουνά θάβονται εκτός από σκουπίδια, ανθρώπινα μέλη και η μνήμη τους, οι ασήμαντες μικρές ιστορίες τους, η μηδαμινής αξίας ζωή τους, το δίκαιο και ο νόμος, κάθε θεσμός που προστατεύει τον αδύναμο και τιμωρεί τον εγκληματία, που ανταμείβει τον σωστό και αξιολογεί με ηθικά κριτήρια τα μέλη μιας οργανωμένης κοινότητας. Όλα αυτά καταλύονται μπροστά στην ισχύ της βίας, του αίματος, της λυσσαλέας οργής και της απόλυτης αναρχίας, όπου καμία λογική δεν ευσταθεί, εκτός από το δεδομένο πως ό, τι ισχύει για τις πολιτισμένες κοινωνίες, καταρρέει μόλις περάσει το κατώφλι του Σίντι Μουμέν. Ο Γιασίν το λέει ξεκάθαρα. Οι διαφορές λύνονται με την παρέμβαση της γροθιάς ή των ηλικιωμένων. Το αστυνομικό τμήμα τυλίχτηκε στις φλόγες γιατί κανείς δεν το χρειάζεται. Αντί να επιλύει τα προβλήματα, δημιουργεί περισσότερα. Ποιος ο λόγος? Ο καιρός περνάει γρήγορα στην παραγκούπολη με το ένα και με τ’ άλλο. Τα αγόρια μεγαλώνουν. Κλωτσάνε τις μπάλες στις αλάνες και πανηγυρίζουν τις νίκες τους χορεύοντας γύρω απ’ το στρογγυλό χαμηλό τραπέζι της συντροφιάς, πάνω στις ψάθες και κάτω απ’ τις κυματιστές λαμαρίνες που αντί για σκεπές προστατεύουν απ’ τον δυνατό ήλιο, μα πετάνε στον ουρανό με το πρώτο δυνατό φύσημα. Γεγονότα ανεξέλεγκτα. Ο πισινός του Ναμπίλ τον βάζει σε μπελάδες, η Γκισλάν ομορφαίνει επικίνδυνα, ο Γιασίν την ερωτεύεται βαθιά, ο Χαλίλ εμπλέκεται σε κλοπές, ο Φουάντ μαστουρώνει με κόλλα, ο Χαμίντ πλακώνει στο ξύλο μέχρι θανάτου όποιον του πάει κόντρα και τον Αζί τον καταδιώκει ο ασίγαστος θυμός του πατέρα του για τον χαμό του μικρού του αδερφού πριν χρόνια. Είναι κι η φτώχεια. Η φτώχεια σκεπάζει τους ανθρώπους του Σίντι Μουμέν όπως το πήλινο καπάκι που σιγοβράζει τις ταζίν στη φωτιά. Έτσι σιγοβράζει και μέσα στην καρδιά τους το μίσος. Μελώνει κάποτε. Ωριμάζει και ξεχύνεται. Η λάβα του καίει τον κόσμο. Μέχρι τη μέση του βιβλίου δεν μπορείς να φανταστείς πώς θα εξελιχθεί η ζωή των παιδιών του Σίντι Μουμέν. Γιατί ούτε και τα ίδια τα παιδιά του Σίντι Μουμέν το φαντάζονται. Κι όμως, ό, τι ακολουθεί, μοιάζει να έρχεται φυσιολογικά σαν να μην υπήρχε άλλος δρόμος. Αυτός ο μονόδρομος που, αντί για σωτήριος, αποδεικνύεται το μοιραίο κανάλι που μέσα του αργοκυλάει το μαύρο νερό ενός ακόμα ομαδικού κι ανώφελου μαρτυρικού θανάτου. Η πλάνη της απελπισίας. Ο σπασμωδικός αντίλογος του περιθωρίου. Η κραυγή του ενστίκτου και της τυφλής πίστης σε κάτι που φαντάζει να εμπεριέχει το μοναδικό νόημα. Στους σωρούς των απορριμμάτων σαπίζει η προοπτική για μια καλύτερη ζωή. Στους ίδιους σωρούς που γεννιέται και γαλουχείται γερά η ακόρεστη δίψα για εκδίκηση και η υπέρτατη ανάγκη να βρεθεί μια ουσία στην ζωντανή ανυπαρξία. Παρότι αυτός ο Μαροκινός είναι ένας συμπαθητικός ήρωας, δεν επιδιώκεται καμία δικαιολόγηση, σμίκρυνση, ούτε αποσιώπηση της φρίκης. Κάθε άλλο. Γίνεται ένα ερμηνευτικό πλησίασμα και φωτίζεται μια συχνά συγκεκαλυμμένη γωνία, όπου αναδεικνύεται πως ο θύτης είναι θύμα. Και το πλησίασμα αυτό, ο προβολέας, που φωτίζει, ανάβει απ’ το ίδιο το χέρι αυτού που διαπράττει τη φρίκη. Εξομολογείται ειλικρινά και ανθρώπινα, όσο απάνθρωπες κι αν είναι αυτές οι εξομολογήσεις. Εκεί ακριβώς κερδίζεται το στοίχημα της πολιτικής προσέγγισης του συγγραφέα. Δεν διακρίνω μεροληψία. Ίσα ίσα. Πρόκειται για ένα σοφό μυθιστόρημα. Για ένα καταπληκτικό βάδισμα πάνω στο τεντωμένο σχοινί μιας τόσο ευαίσθητης ισορροπίας. Μαχί Μπινμπίν, το όνομά σου τραγουδιέται. Θα ξεσκονίσω όλα σου τα βιβλία. Είσαι η καινούργια μου εμμονή. Θα μυήσω κι άλλους στη γραφή σου. Οι δικοί σου πιστοί δεν απειλούν κανέναν. Διαβάζεσαι φανατικά.

Θέδα Καϊδόγλου