Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 39

Θεοδόσης Κοντάκης: Τέσσερα ποιήματα

photo © Στράτος Προύσαλης

Στ’ αυτιά, το νου και τα μάτια

Στα κόκκινα μεσημέρια το μάτι σημαδεύει, αστραπή,
μισόγυμνα μέλη μισές υποσχέσεις, ο νους συμπληρώνει•
αόρατα δίχτυα να κλείνουν σφιχτά, αχνιστή αγκαλιά από καπνό

στους γκρίζους διαδρόμους, αόρατη φιγούρα κι ένα χέρι μόνο
σκουπίζει• καμιά ελπίδα για το τραγούδι, ψιθυριστό, στους τέσσερις
τοίχους το μάτι, στο μωσαϊκό, στις σκάλες που απομένουν κει πάνω
το μαύρο μουστάκι, το τσιγάρο, το σβησμένο άστρο πλάι του

στο σούρουπο, μονάχη η ματιά απ’ το ρετιρέ, μια αχνή αχτίδα
στο φωταγωγό• ξέθωρη ταπετσαρία, το βουητό του λέβητα, από δω
ως το ημιυπόγειο ούτε μάτι ούτε αυτί δε φτάνει να νιώσει
τη γρήγορη ανάσα, το νυχτικό να σαρώνει το σοβά, τα γυμνά βήματα.

*

Σταθμός

                    Στο καφενείο του σταθμού άναψαν ντροπαλά,
χαμηλά τα πρώτα φώτα• είν’ η ώρα τούτη που ξυπνούν οι ωχροί
τοίχοι: οι ταξιδιώτες δεν έχουν ακόμα φτάσει- έξω ένας τόνος μόνο
πιο ανοιχτός σα να χαράζει το σκοτάδι στο βάθος, και ιδού:
έφτασαν κιόλας δυο τρεις για τα πρώτα δρομολόγια - βιάζονται
να γεμίσουνε της μέρας τη σκηνή• και λίγο λίγο πια ξημερώνει πίσω τους
ενώ ρουφούν τον καφέ σιωπηλοί, μόνοι - μα είναι κιόλας πολλοί, και φτάνουν
κι άλλοι
                     άνθρωποι από σμάλτο και σα να τους σκεπάζουν φύλλα
χαλκού, ιδρωμένο κερί και μολύβι -σε αναλογίες διάφορες - κι από μέσα
βούτυρο μαλακό• κι ένα μυαλό γαλακτερό, να τυπώνεται κει πάνω κάθε πόνος,
κάθε γνώση: τυραννία της ανάμνησης - κι η καρδιά καρπός γλυκύς
κι αψύς, γι’ αυτό κατακόκκινος να στέλνει συνέχεια τους χυμούς της
παντού
                     τώρα, ξεχωρίζουν μορφές ανθρωπινές - και να μια γυναίκα
μόνη κει στο βάθος, τρία τέταρτα γυρισμένη, κι η άλλη, ακριβώς απέναντι,
στον τοίχο μπροστά χλωμή γυναίκα, ώριμη κι αυτή: τα χείλη της
σφιγμένα, ενώ κιόλας ώρα πολλή δίπλα της οι δυο άντρες στα χακί
κοκκινωποί φλυαρούν• χαμογελούν και στο πλάι ένα λακκάκι, είναι νέοι αλλά
ο σαραντάρης παραδίπλα κάθεται, το μέτωπο γκρίζα σκιά και μαζί του
κάποιος που του μοιάζει πολύ, μα κείνος με το μέτωπο σκαμμένο βαθιά
και μια αχνή γυαλάδα: θα ’λεγες περήφανος - βέβαιος πια για κάτι
πικρό:
                     μια αλήθεια ο καθένας τους κλειστή για όλους τους άλλους
ένα αίνιγμα, και σε λίγο καθένας είναι να πάρει το δρόμο του, αυτόν που
ακόμα δε γνωρίζει• αν όμως το θέλεις τόσο πολύ να δεις μέσα τους τώρα,
πριν φύγουν πάρε υλικά διάφορα και χρώματα πολλά, κάνε σχέδια και βάλε
την παλιότερή σου πείρα• κάθισε μαζί τους, κοίταξε μες στο μαύρο βάθος των ματιών,
μα στης καρδιάς το φλογερό κέντρο μη θέλεις ν’ ακουμπήσεις: ένας σταθμός είν’ εδώ
προσωρινός -

*

Κτίσμα

Πέτρα και ξύλο και μπετόν, το μέτρο
του πόνου των σωμάτων: θυσία αναγκαστική,
αδύνατο κορμί μες στις σκληρές πέτρες
θαμμένο μπορείς να φανταστείς:
                                                    ναός επιβλητικός
τόσο αρμονικός στα σημερινά μάτια, μα και τότε
καθώς στηνόταν: κρηπίδα, στυλοβάτης, κίονας, επιστύλιο,
φωνές ντόπιες κι αγορασμένες κι αιχμάλωτες - στεναγμοί,
κι ο ώμος τσακισμένος απ’ το βάρος• λεύτερος, λέει,
κανείς δε χτίζει εδώ- επιστύλιο, κίονας, στυλοβάτης, κρηπίδα
και σώματα στοιχειωμένα κάτω απ’ τα βήματά μου,
λησμονημένα μπορώ να φανταστώ:
                                                     τεράστια πόλη γεννιέται
μέσα σε δάσος χιονισμένο• θεμέλια μπήκαν, όροφοι
ορθώνονται, προαιώνια τα δέντρα σαρώνονται - κι οι άνθρωποι
πολύ μικροί, βάρδιες αλλάζουν, λίγοι θα μείνουν
ζωντανοί – κρύο και πόνος και φόβος, και μια υπόσχεση:
«σαν χτιστεί το καινούργιο τετράγωνο, θα μείνετε και σεις εδώ»
πεθαμένοι, στα κρύα, πελώρια λευκά κτίσματα•
ολάκερες πόλεις, ορθογώνιες, στο χιόνι υψώνονται:
                                                     υπέργειοι τάφοι-
πέτρα και ξύλο και μπετόν, τα λύτρα πληρώνει
μαλακό κορμί, μήπως και λυτρωθεί με την τελευταία πνοή.

*

Η ιστορία μας

Όταν γεννηθήκαμε στα σώματα έπεφτε λεπτή βροχή
από αστέρια: σαν σε όνειρο ανεβαίναμε
χοάνη σκοτεινή, τυφλοί προς το φως,
προς τον τρόμο, γυμνοί κι αβοήθητοι - μας έντυσαν όμως
χέρια ζεστά, μαλακά• πρόσωπα λυπημένα μας κοίταξαν

και μες στα ψηλά τα στάχυα μάς χάιδευαν
ο ήλιος, το φεγγάρι: από ψηλά μας αγκάλιαζαν, ουράνια
πνεύματα, για λίγο μονάχα - ένα χνάρι
είδαμε φωτεινό, από αόρατο πόδι

και μας περάσαν αλυσίδες στα πόδια: ένας
πίσω απ’ τον άλλον πηγαίναμε δίχως πρόσωπα,
το δέρμα μας σφράγισαν καυτά σίδερα, μας μάλαξαν
χέρια κρύα, σκληρά• μας κλείσανε σ’ αφώτιστες σπηλιές

όμως λαγούμια ανοίξαμε να γλυτώσουμε μεις κι οι άλλοι
να πέσουνε μέσα: τους ακούγαμε να ικετεύουν
μα κλείναμε τ’ αυτιά - έτσι κι αλλιώς περνούσαμε
κόβοντας με σίδερο μπροστά μας: ήμασταν άνθρωποι
σκληρά μαθημένοι, κι είχανε ξεθωριάσει τα πρώτα οράματα

κι όταν πεθάναμε πάλι μας ρούφηξε• βλέμμα τυφλό,
ισχνές οι φωνές, τα βήματά μας
ούτε που ακούγονται καθώς ανεβαίνουμε, τυφλοί κι αβοήθητοι. -

 

*Πρόσφατο βιβλίο του Θεοδόση Κοντάκη, είναι η ποιητική συλλογή "Τελευταία εποχή" (εκδόσεις Θράκα 2016).