Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 40

Γκίλμπερτ Κιθ Τσέστερτον: Οι μυσταγωγοί

Mεταφράζει ο Αλέξανδρος Τσαντίλας

Ο Γκίλμπερτ Κιθ Τσέστερτον (Gilbert Keith Chesterton, 1874 – 1936) διατηρεί το κύρος του ως ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά και των παγκοσμίων γραμμάτων. Υπήρξε πολυγραφότατος, με μεγάλο έργο σε πολλούς τομείς (λογοτεχνία, ποίηση, θέατρο, δοκίμιο, δημοσιογραφία, θεολογία, φιλοσοφία), συντηρητικός, υπέρμαχος του ορθολογισμού, και ταυτόχρονα βαθιά θρησκευόμενος. Η ευφυΐα του ήταν αναγνωρισμένη τόσο απ’ τους συνοδοιπόρους, όσο και από τους ιδεολογικούς – και μη – αντιπάλους του, ο μεγαλύτερος εκ των οποίων ήταν ο δραματουργός και συγγραφέας Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, με τον οποίο ήταν άσπονδοι φίλοι και διασταύρωσαν ουκ ολίγες φορές τις πένες τους σε άρθρα, δοκίμια και κριτικές. Ο Τσέστερτον είναι πιο γνωστός ως δημιουργός του Πατρός Μπράουν (Father Brown), ενός ευφυέστατου ιερέα – ντετέκτιβ, τον οποίο δημιούργησε ως αντίπαλο δέος στις μεθόδους του Σέρλοκ Χολμς, και του οποίου οι περιπέτειες έχουν μεταφερθεί τόσο στον κινηματογράφο, όσο και στην τηλεόραση.

Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από την συλλογή δοκιμίων A Miscellany of Men που κυκλοφόρησε το 1912.

**

Κάθε φορά που ακούτε πολλές κουβέντες για πράγματα που είναι ανείπωτα, ακαθόριστα, αψηλάφητα, ακατανόμαστα και κάπως απερίγραπτα, το μόνο που πρέπει να κάνετε είναι να υψώσετε την αριστοκρατική σας μύτη προς τα επάνω και να εισπνεύσετε την οσμή της σήψης. Είναι άνευ αμφιβολίας αληθές ότι κάθε καλό πράγμα εμπεριέχει κάποια στοιχεία για τα οποία οι λέξεις ή τα σχήματα λόγου δεν αρκούν. Είναι εξίσου αληθές, όμως, ότι κάθε καλό πράγμα διακατέχεται από μια διαρκή επιθυμία να εκφραστεί και να αποκτήσει υλική υπόσταση • έτσι, μολονότι η απόπειρα να δοθεί απτή μορφή σε τέτοια πράγματα θα είναι πάντοτε ελλιπής, η απόπειρα θα γίνει, όπως και να έχει. Εάν μια ιδέα δεν αναζητεί τρόπους να μετουσιωθεί σε λόγο, τότε η ιδέα αυτή είναι κατά πάσα πιθανότητα κακόβουλη. Εάν ο λόγος δεν πάρει σάρκα και οστά, τότε είναι κακός λόγος.
Έτσι, τόσο ο Τζιότο, όσο και ο Φρα Αντζέλικο, θα παραδεχόντουσαν ότι από θεολογική σκοπιά, ο Θεός παραήταν καλός για να αποτυπωθεί ζωγραφικά η εικόνα Του • αυτό, ωστόσο, δεν θα τους απέτρεπε απ’ το να προσπαθούν να Τον ζωγραφίσουν. Επιπλέον, πίστευαν (πολύ ορθά) ότι το να Τον αναπαριστούν με τη μορφή ενός γεράκου με χρυσό στέμμα και λευκή γενειάδα, λες και είναι βασιλιάς των ξωτικών, ήταν λιγότερο βλάσφημο απ’ το να αντιστέκονται την ιερή παρόρμηση να Τον εκφράσουν με κάποιο τρόπο. Αυτή είναι κι η αιτία που ο Χριστιανικός κόσμος είναι γεμάτος ακαλαίσθητες εικόνες και νοσηρά αγάλματα που, στα μάτια πολλών ανθρώπων με καλό γούστο, φαντάζουν περισσότερο βλάσφημα απ’ ότι τα κρυφά γραπτά ενός άθεου. Το καλό πάντα τείνει προς την ενσάρκωση. Απ’ την άλλη μεριά, οι εκλεπτυσμένοι στοχαστές που λατρεύουν τον Διάβολο, είτε στους βάλτους της Τζαμάικα, είτε στα σαλόνια του Παρισιού, επιμένουν διαρκώς στο άμορφο, το άρρητο και ανείπωτο χαρακτηριστικό του βδελύγματος. Το αποκαλούν «τρόμο του κενού», όπως η μαύρη μάγισσα στον Δυναμιτιστή του Στίβενσον, και το λατρεύουν σαν έκφραση του ονόματος που δεν λέγεται, σαν αβάσταχτη σιωπή. Το συλλογίζονται σαν το κενό στο μάτι του κυκλώνα, το σύννεφο που σκεπάζει και θολώνει το μυαλό του μανιακού, σαν τους κλονιζόμενους πυργίσκους του ιλίγγου ή τους ατελείωτους διαδρόμους του εφιάλτη. Οι Χριστιανοί ήταν που έδωσαν στον Διάβολο την τερατόμορφη και δυναμική του μορφή, με τα κοφτερά κέρατα και την μυτερή του ουρά, και οι άγιοι ήταν που περιέγραψαν τον Σατανά με κωμικό, ή ακόμη και εύθυμο τρόπο. Οι σατανιστές ουδέποτε έδωσαν κάποια περιγραφή του.
Ό, τι ισχύει για το καλό και το κακό από ηθική άποψη, το ίδιο ισχύει και για την διαύγεια και την σύγχυση από διανοητική άποψη. Υπάρχει ένας εξαιρετικά έγκυρος και δοκιμασμένος τρόπος να διακρίνουμε την αυθεντικά γνήσια και επαναστατική πρωτοτυπία – όσο διεστραμμένη και ανισόρροπη κι αν είναι – από την αναιδή καινοτομία και μπλόφα. Ο άνθρωπος που στ’ αλήθεια πιστεύει ότι έχει μια ιδέα θα προσπαθεί να την εξηγήσει • ο τσαρλατάνος που δεν έχει καμία απολύτως ιδέα θα περιορίζεται στο να προβάλλει δικαιολογίες, λέγοντας ότι η ιδέα αυτή αφορά κάτι πολύ περίπλοκο για να εξηγηθεί. Η ιδέα στην πρώτη περίπτωση μπορεί όντως να είναι πολύ τολμηρή ή εξειδικευμένη, και ενδεχομένως να μην μπορεί εύκολα να εξηγηθεί στους μη γνώστες, στους καθημερινούς ανθρώπους. Όμως, ακριβώς επειδή αυτός που την συνέλαβε προσπαθεί να την εξηγήσει, το πιο πιθανό είναι ότι η ιδέα αυτή εντέλει κάποια αξία θα έχει. Ο τίμιος θα προσπαθεί να εκφράσει το ανείπωτο και να περιγράψει το απερίγραπτο. Ο αγύρτης, όμως, όχι μόνο ζει βουτηγμένος στο μυστήριο, αλλά αρνείται και να ξεμυτίσει από αυτό.
Η παραπάνω διάκριση διαγράφεται πιο ξεκάθαρα, αλλά και πιο κωμικά, στην περίπτωση αυτού που αποκαλούμε Τέχνη και στους ανθρώπους που ονομάζονται Κριτικοί Τέχνης. Είναι κατανοητό ότι ένα γοητευτικό τοπίο, ή ένα ζωντανό πορτραίτο, δεν αντικατοπτρίζουν παρά φτωχά την ιερή επιδεξιότητα που τα έφτιαξε όπως είναι. Είναι εξίσου κατανοητό ότι ο ζωγράφος τοπίων δεν εκφράζει παρά μόνο το ήμισυ του τοπίου, και ο πορτρετίστας μόνο το ήμισυ του προσώπου – κι είναι τυχεροί αν εκφράζουν έστω κι αυτό το λίγο. Είναι ακόμη πιο εύκολο να καταλάβει κανείς ότι κάθε λεκτική περιγραφή των εικόνων δεν εκφράζει παρά μόνο την μισή εικόνα, και μάλιστα το λιγότερο σημαντικό μισό της. Ωστόσο, κάτι εκφράζει, και το νήμα που συνδέει τον Θεό με τη Φύση, ή τη Φύση με τους ανθρώπους, ή τους ανθρώπους με τους κριτικούς, παραμένει αρραγές. Η «Μόνα Λίζα» ήταν, σε κάποιο βαθμό (όχι συνολικά, κατά τη γνώμη μου), όπως ο Θεός την ήθελε να είναι. Ο πίνακας του Λεονάρντο ήταν, σε κάποιο βαθμό, πιστή εικόνα της γυναίκας αυτής. Με παρόμοιο τρόπο, η πλούσια περιγραφή του Γουόλτερ Πέιτερ ήταν, έως κάποιο βαθμό, πιστή περιγραφή του πίνακα της Μόνα Λίζα. Συνεπώς, καταλήγουμε στο παρήγορο συμπέρασμα ότι ακόμη κι η λογοτεχνία, έστω ως ύστατη λύση, μπορεί να περιγράψει κάτι πέραν της δυστυχισμένης ατομικής της υπόστασης.
Ο σύγχρονος κριτικός, ωστόσο, δεν είναι παρά απατεώνας, επειδή δηλώνει ότι έχει απολέσει πλήρως την ευφράδεια του. Δουλειά του είναι τα λόγια, κι εκείνος περηφανεύεται που δεν έχει λόγια να πει. Βλέπει τον Μποτιτσέλι και στέκει βουβός – αν όμως υπάρχει κάτι καλό στον Μποτιτσέλι (και υπάρχουν πολλά καλά, αλλά και πολλή φαυλότητα), η δουλειά του κριτικού είναι, κατηγορηματικά, να το εξηγήσει. Η απόδοση θα είναι φυσικά ελλιπής • το ίδιο, όμως, ισχύει και για τον Μποτιτσέλι – κι αυτό είναι κάτι που ο ίδιος θα το παραδεχόταν πρώτος απ’ όλους. Ωστόσο, κάθε τι που συλλαμβάνεται με τον νου, ο νους μπορεί με κάποιο τρόπο να το εξηγήσει. Ο Πέιτερ προτείνει μια έλλογη αιτία πίσω από τις νεκρικές αποχρώσεις που έχει η «Γέννηση της Αφροδίτης» του Μποτιτσέλι. Ο Ράσκιν προτείνει κι αυτός μια έλλογη αιτία που κάνει τον Τέρνερ να καταστρέφει δάση και να παραποιεί τοπία. Οι δύο αυτοί μεγάλοι κριτικοί παραήταν απαιτητικοί για τα γούστα μου. Επέμεναν υπερβολικά στην άποψη ότι το αίσθημα περί τέχνης ήταν κάτι το μυστικό, που η διδασκαλία του απαιτούσε υπομονή, και που μαθαίνονταν βήμα-βήμα. Μολαταύτα, αμφότεροι θεωρούσαν ότι το αίσθημα αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να διδαχθεί, πίστευαν ότι μπορεί κάποιος να το μάθει. Εξανάγκαζαν τους εαυτούς τους, με αξιοσημείωτη δημιουργική καταπόνηση, να βρουν τα ακριβή επίθετα, με τα οποία θα μπορούσαν να αντιστοιχίσουν στον Αγγλικό γραπτό λόγο πράγματα που είναι στερεότυπα στην Ιταλική ζωγραφική. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον Γουίστλερ, τον Ρ. Α. Μ. Στίβενσον, και πολλούς άλλους στην έκθεση του Βελάσκεθ: είχαν κάτι να πουν για τους πίνακες, και γνώριζαν πολύ καλά ότι αυτό που θα έλεγαν δεν θα ήταν αντάξιο των πινάκων. Αλλά, δεν δίστασαν να το πουν.
Επί του παρόντος, αυτοί που πλέκουν τα εγκώμια των πρόσφατων καλλιτεχνικών παραληρημάτων (του Κυβισμού, του Μεταϊμπρεσσιονισμού, και του κυρίου Πικάσο) είναι υμνητές και τίποτε άλλο – δεν είναι κριτικοί, και σίγουρα δεν είναι επινοητικοί κριτικοί. Δεν επιχειρούν να αποδώσουν την ομορφιά με λέξεις. Το μόνο που σου λένε είναι ότι η ομορφιά δεν αποδίδεται • ότι είναι, με άλλα λόγια, ανείπωτη, απροσδιόριστη, απερίγραπτη, αψηλάφητη, ανομολόγητη, και τα λοιπά. Έχουν για λάβαρο τους την ομίχλη, και επικαλούνται το χάος και την αρχαία νύχτα. Στριμώχνονται γύρω από ένα κομμάτι χαρτί, στο οποίο ο κύριος Πικάσο άπλωσε απερίσκεπτα το μελάνι του και προσπάθησε έπειτα να το στεγνώσει με τα παπούτσια του, και στοχάζονται τρόπους να τρομοκρατήσουν την δημοκρατία με παλιές, καλές δηλώσεις αμηχανίας: ότι το «κοινό» αδυνατεί να κατανοήσει αυτά τα πράγματα, κι ότι είναι αδιανόητο για «εμάς» να τολμάμε να αμφισβητούμε τις σκοτεινές αποφάσεις των αρχόντων μας.
Προτείνω να αντισταθούμε στις ανοησίες αυτές εφαρμόζοντας την πολύ απλή δοκιμή που ανέφερα προηγουμένως. Εάν υπήρχε κάτι το έλλογο στην τέχνη αυτή, μπορεί να αρθρωθεί τουλάχιστον γραπτώς, με λέξεις. Ο άνθρωπος έχει φτιαχτεί με ένα κεφάλι, όχι με δύο, ούτε με τρία. Ενδεχομένως καμία κριτική να μην είναι αντάξια του Ρέμπραντ, αλλά μπορεί να διατυπωθεί με τρόπο που να κάνει κάποιον να ξαναπάει να δει τους πίνακες του. Εάν όντως υπάρχει κάποια περίεργη και φανταστική τέχνη, τότε η δουλειά του κριτικού τέχνης είναι να σκαρώσει μια περίεργη και φανταστική γραπτή περιγραφή της τέχνης αυτής • ασχέτως του πόσο κατώτερη θα είναι η περιγραφή, δεν παύει, με κάποιο τρόπο, να την αποδίδει. Εάν οι κριτικοί δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, που δεν το κάνουν, κι αν τα εγκώμια τους είναι κενά –αφού δεν περιέχουν τίποτα, πλην του εγκωμιασμού –, τότε δεν είναι παρά αγύρτες, ή ανώτατοι ιερείς του ανείπωτου. Εάν οι κριτικοί τέχνης δεν λένε τίποτα για τους καλλιτέχνες πέραν του ότι είναι καλοί, αυτό οφείλεται στ’ ότι οι καλλιτέχνες είναι κακοί. Δεν μπορούν να εξηγήσουν τίποτα, γιατί δεν βρήκαν τίποτα. Και δεν βρήκαν τίποτα, γιατί δεν υπάρχει τίποτα για να βρεθεί.