Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 40

Ιζαμπέλ Πονσέ-Ριμώ: Επιλογή ποιημάτων

Μεταφράζει η Ανδρονίκη Δημητριάδου

Η Ιζαμπέλ Πονσέ-Ριμώ γεννήθηκε στη Λυών όπου σπούδασε Λογοτεχνία. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε διάφορα μέρη στης Γαλλίας και του Βελγίου. Από το 1985 δημοσιεύει συνεχώς. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί δεκατέσσερις ποιητικές συλλογές της. Δύο συλλογές βρίσκονται σε προετοιμασία. Το τελευταίο της βιβλίο «Ματιά στον ώμο» είναι μία προσωπική δίγλωσση γαλλο-ρουμανική ανθολογία που δημοσιεύτηκε το 2015 από τις εκδόσεις Ars Longa (Ρουμανία) και έρχεται να σηματοδοτήσει τα 30 χρόνια εκδόσεων. Έχει λάβει πολλά βραβεία, συμπεριλαμβανομένης της Εταιρείας Συγγραφέων της Αλσατίας και της Λορένης το 1994. Είναι μέλος της Ακαδημίας του Ρήνου, της γαλλικής Λέσχης Pen, της Εταιρείας Συγγραφέων της Αλσατίας, της Λορένης και της Επικράτειας του Belfort, της Λογοτεχνικής Ακαδημίας του Ροδανού. Μεταξύ άλλων, δημιούργησε ένα εργαστήρι ποιητικής έκφρασης για παιδιά, παρουσίασε το έργο πολλών ποιητών σε λογοτεχνικές βραδιές, ασχολήθηκε με τη θεολογική μετάφραση και έγραψε ποίηση στους κόλπους μιας μεγάλης εταιρείας πετρελαίου. Δημοσιεύει σε πολυάριθμες ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά τόσο του εξωτερικού όσο και της Γαλλίας. Ορισμένα από τα ποιήματά της μεταφράστηκαν στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Αλβανία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, το Βέλγιο, την Ισλανδία, την Ελλάδα, την Ινδία… Αγαπά τη συνεργασία με άλλες μορφές τέχνης καλλιτεχνών, συγγραφέων, μουσικών και ζωγράφων. Εδώ και μερικά χρόνια, ο συνθέτης Νταμιέν Σαρόν μελοποίησε ορισμένα από τα ποιήματά της που ακούγονται στη Γαλλία και στο εξωτερικό.

**

Στη μητέρα μου

Στην ύπαιθρο, βλέπεις,
το δέντρο λικνίζει τον πόνο,
τυλίγει ο άνεμος γλυκά
του ήλιου το βασίλεμα.
Στην ύπαιθρο, βλέπεις,
το δέντρο στενάζει από της μοναξιάς
το βάρος.
Στην ύπαιθρο, βλέπεις,
άπραγο το δέντρο,
σταυρώνεται από τη σκιά,
λυγά
για να σου προσφέρει
φόρο τιμής και καταφύγιο
μεσ’ τη σιωπή
της εξοχής σου.

*

Προσμονή

Φωτιά δίχως φλόγα
οι στεγνοί βλαστοί
των γηρατειών
κροταλίζουν και αφήνουν
λέξεις σπασμένες
μιας ζωής ταραγμένης.

Οι πύλες
σύντομα
θα είναι
στάχτες μονάχα.

Μαύρος μανδύας,
σιωπηλά
το αντίο πλανά
έτοιμος να λιώσει
πάνω στη λεία του.

Η φωτιά δίχως φλόγα
θα σβήσει.

Σύντομα.

*

Εκλιπαρώ για σιωπή.
Μόνο το άπειρο επιστρέφει.

Απ’ τους νεκρούς μου,
απάντηση καμία,
ποτέ.

Θα μπορούσε η αγάπη αυτή
να είναι η αποκριάτικη
μάσκα μας;

*

Ο άνεμος στα δέντρα
βουρτσίζει τη σιωπή,
παρεξηγημένο κέλυφος
της ψυχής η γαλήνη.

Κινδυνεύει μονάχα
η μοναξιά σου
στου βουνού
το λαχάνιασμα.

*

Σιωπηλό το κτήριο.
Βλέπει και ξεπλένει
των καιρών τη διάθεση
στα χρώματα της απουσίας,
στις ετικέτες της παρουσίας.
Παράθυρα και μπαλκόνια αλείφουν
στην κόμη των φυτών
το μέλι της αστικής ζωής.
Σιωπηλό, το κτήριο.
όμως κλείνει το μάτι
όταν το φως,
ξαφνικά,
ξεσκίζει
τα σωθικά του.

*

Γιορτή

Παγιδευμένο στην ευτυχία να ακουστεί, το ρήμα απελευθερώνεται.
Κουβαλάει νερά, ανέμους, σπόρους ολόγιομους
υποσχέσεις ζωής, φτερωτή γη της ψυχής.
Γίνεται τροχός, τοπίο, αυλάκι, χλοοκοπτική μηχανή,
τραγούδια σκαρφαλωμένα στων φυλλωμάτων την κορυφή...
Είναι
και κυλά χαρούμενο το γέλιο του σε κάθε ηχώ...