Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 40

Εξ αφορμής. “Θέμα αναλογιών” - Στήλη της Αναστασίας Γκίτση

photo © Αγγελική Λάλου

Θαμπό σώμα κάθε πρωί. Θαμπά χέρια κάθε πρωί. Θαμπά δάχτυλα κάθε πρωί. Θαμπά πράγματα κάθε πρωί και το άλλο πρωί και το επόμενο πρωί. Μετά βραδιάζει. Τότε το βήμα βγαίνει από τα θαμπά πέλματα και συνεχίζει άηχα σε τέμπο μοναχικό, αφοσιωμένο σε σταθερή πορεία προς το εσωτερικό του σπιτιού με την κρεμασμένη στον αριστερό τοίχο του σαλονιού συνήθεια και το χαλασμένο δεξί πόδι της σκαλιστής καρέκλας της τραπεζαρίας, κλασικού τύπου με κόκκινη στόφα κεντητή. Τα απογεύματα που πίνανε τσάι με βουτήματα βουτύρου και ατέλειωτο κους κους για τους γείτονες της διπλανής πόρτας αποχρωματίζονταν σ’ ένα θαμπό απόγευμα βουίζοντας ολοένα και πιο επίμονα στο τύμπανο του βαρήκοου αυτιού, αυτό που διεκδικεί την ύπαρξη μιας θαμπής λεπτομέρειας

“Τόση είναι η δική μας γνώση• μια λεπτομέρεια
που θροΐζει στα φύλλα τα ξερά, μια θλίψη
σ’ ένα απόγευμα των ημερών μας.”

Η φωνή της δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. Κάτι που να την κάνει να ξεχωρίζει από άλλες φωνές. Μερικές φορές μονάχα, κατάπινε τεχνηέντως διπλά σύμφωνα απλοποιώντας κατά πολύ τον ήχο της λέξης, δίνοντάς της τη διπλή έννοια της γνώριμης αλλά και της ανοίκειας, που παρέπεμπε σε αρχαίους σαμανικούς χορούς ή και πρωτοασιατικούς λαρυγγισμούς• τους είχε δει μικρή σ’ ένα ντοκιμαντέρ στο σχολείο μέσα στα πλαίσια του μαθήματος της ιστορίας. Τώρα δεν θυμάται αν οι φωνές ήταν αληθινές ή αποκύημα μιας αποστεωμένης φαντασίας. Δεν θυμάται αν καθόταν με τη διπλανή της στο ξύλινο θρανίο της τάξης ή αν περνούσε μόνη της την ατελείωτη διαδρομή της κοσμικής εκείνης θλίψης που την έκανε να μοιάζει με τον ελαχιστότερο πλανήτη σε κάθε από τις τέσσερις διαστάσεις του διαστήματος. Δεν ήταν πως ο χαρακτήρας της ήταν στρυφνός, απλά δεν μπορούσε τις αναταράξεις, δεν μπορούσε τους διπλανούς με τους νυχτερινούς τους θορύβους, δεν μπορούσε την ακατανόητη εκείνη σύνδεση των μεγάλων ερωτημάτων της ύπαρξης με την πιο μικρή λεπτομέρεια της ζωής…

“Σ’ ένα σημείο του σύμπαντος έλαμψε ένα αστέρι
και για μια στιγμή διαταράσσεται
η χημική ισορροπία στα κύτταρα του διπλανού μου”

Το πιο αγαπημένο της παιχνίδι ήταν οι αναλογίες, τις μελετούσε προσεχτικά πριν από κάθε κίνηση των χεριών και των ποδιών της. Ενέτασσε την κίνηση του κορμιού της με μαθηματικές ποσοστιαίες μετακινήσεις των μελών της μέσα στον χώρο, με τέτοια ακρίβεια που συχνά εκνεύριζε ή σε ελάχιστες περιπτώσεις γοήτευε (στην αρχή τουλάχιστον) όποιον την πρωτογνώριζε. Μετρούσε προσεκτικά τις κουταλιές της ζάχαρης και του καφέ πάνω από το μπρίκι καθώς και τις φορές που έπρεπε να ανακατέψει τον ελληνικό. Όσες δεξιόστροφες, άλλες τόσες αριστερόστροφες. Όση ώρα το κουταλάκι μέσα στο μπρίκι, άλλη τόση ώρα κι εκτός.

“Ο χρόνος έχει μια θλίψη
που άργησα πενήντα χρόνια να την καταλάβω.”

Κυρίως όμως διαίρεσε αναλογικά τα χρόνια της ζωής της σε παιδικά χρόνια, σπουδές, εργασία, έρωτες, ταξίδια, φιλίες, απογοητεύσεις, πένθος από θανάτους, κρίση μέσης ηλικίας, γάμος, παιδιά, αρρώστιες τρίτης ηλικίας.

“Μένει πολύ ακόμα για το τίποτα, σα να ‘χουμε
μονάχα ανακαλύψει ένα μικρό κομμάτι της ύπαρξης.”

Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν έκανε παιδιά ποτέ. Από όλες τις αναλογίες που είχε προοικονομήσει δεν ευτύχησε σε όλες. Αυτή η μανία της, να προσπαθεί για το περισσότερο, εμφυτεύθηκε χωρίς αμφιβολία κατά τη στιγμή της σύλληψης. Δεν το επιδίωξε ποτέ, της υπαγορεύτηκε από μια θαμπή προφανώς ανώτερη δύναμη, την οποία αδυνατεί πλέον να ονομάσει. Θαμπή φωνή που δεν ξεχωρίζει από άλλες, την χρησιμοποιεί σπάνια πλέον, όταν κάθεται στη σκαλιστή καρέκλα της τραπεζαρίας κλασικού τύπου, με την κόκκινη στόφα την κεντητή

“Ποιον να καλέσω στο τηλέφωνο: Για ποιον να πεθάνω;
Σε ποιον να προσφύγω με τέτοιο ψέμα
Και δε θέλω να φανταστώ τον πανικό μου
Όταν ψάχνοντας την απόδειξη της αδειοσύνης του κόσμου
ανοίξω το ραδιόφωνο
και μου αποκριθεί η συμπαντική σιωπή.”

Έπειτα, τακτοποιεί το σεμεδάκι της μαμάς της στο μπράτσο της καρέκλας, με απόλυτη αναλογική συμμετρία, και μουρμουρίζει…

“Στο κάτω κάτω, κανείς δεν πεθαίνει περισσότερο από τον άλλον.”

 

Σημείωση
Οι πλάγιοι στίχοι ανήκουν στον ποιητή Joaquin O. Giannuzzi (μτφ. Στάθης Ιντζές).