Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 40

Μιλούκα, του Ντίνου Πετράκη

photo © Στράτος Προύσαλης

Mιλούκα, μυθιστόρημα, Ντίνος Πετράκης, εκδόσεις Βακχικόν 2018

«Καλό βράδυ, κύριε Βασίλη» και του έριξε μια λοξή εξεταστική ματιά από πάνω μέχρι κάτω.
«Καλό βράδυ, κυρία Αμαλία» κι άνοιξε την πόρτα του μικρού παντοπωλείου. Κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα αριστερά, για λίγα δεξιά και κατέβηκε το σκαλοπάτι. Ξανακοίταξε στιγμιαία αριστερά και δεξιά και πέρασε βιαστικά απέναντι, ελέγχοντας τις σκοτεινές εισόδους των πολυκατοικιών. Κατηφόρισε τα είκοσι μέτρα μέχρι την κεντρική πόρτα, έχοντας βρει μέσα στην τσέπη το κλειδί της και κρατώντας το σφιχτά ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρα. Είχε τελειοποιήσει αυτή την τεχνική τους τελευταίους μήνες και μπορούσε πολύ γρήγορα, διαβάζοντας με τα δάχτυλα το μάκρος, το πάχος και τις εγκοπές, να βρίσκει ποιο κλειδί έπιανε χωρίς να χρειαστεί να κοιτάξει. Οι δρόμοι ήταν επικίνδυνοι αφότου έπεφτε το σκοτάδι, έτσι έλεγαν, κι έπρεπε να είναι λίγος ο χρόνος που βρισκόσουν έξω. Έβγαλε το κλειδί αποφασιστικά, ξεκλείδωσε, άνοιξε, μπήκε, άναψε το φως χωρίς να κοιτάξει τον διακόπτη, έκλεισε, ξανακλείδωσε δύο φορές, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά έξω. Ανέβηκε τα πρώτα σκαλιά δυο δυο, κάνοντας μια στάση στο πλάτωμα του ημιώροφου. Η νάιλον τσάντα με τα λίγα ψώνια σταμάτησε να τρίζει κι ο Βασίλης αφουγκράστηκε την ησυχία, με το βλέμμα να παίζει από τις εξώπορτες στο κλιμακοστάσιο καθόδου προς τον λέβητα και ανόδου προς τα άλλα διαμερίσματα. Ένας ξύλινος ήχος πίσω από μια πόρτα έκανε την καρδιά του να χτυπήσει δυνατά και το χέρι στην τσέπη βρήκε αμέσως το κλειδί της εξώπορτάς του. Ανέβηκε τα υπόλοιπα σκαλιά μέχρι τον δεύτερο όροφο ένα ένα, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μπροστά στην πόρτα σταμάτησε, κοίταξε πίσω και προς τα πάνω τη σκάλα κι έβγαλε το κλειδί. Η παλάμη του ήταν ιδρωμένη και δεν μπόρεσε να το βάλει στην κλειδαριά με την πρώτη.
Όχι ρε γαμώτο, είμαι τόσο κοντά. Όχι, όχι.
Η ησυχία είχε διαλυθεί από τον θόρυβο της τσάντας, το χτυποκάρδι και τον ζωηρό φόβο. Μια ακόμη ματιά πίσω του και μια τυφλή απόπειρα στόχευσης. Τίποτα.
Όχι, μη μου το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ.
Μια τρίτη προσπάθεια και το κλειδί μ’ ένα μεταλλικό γουργουρητό μπήκε στη θέση του. Το γύρισε πέντε φορές, μπήκε γρήγορα μέσα και το ξαναγύρισε άλλες πέντε. Έμεινε εκεί, προσπαθώντας να βρει την αναπνοή του.
Εντάξει, όλα εντάξει, δεν ακούγεται τίποτα. Οπ, κι αυτό τι είναι;
Έμεινε ακίνητος κι εστίασε. Αν είχε ουρά, θα ήταν τεντωμένη προς τα πίσω.
Α, ο από πάνω είναι που σέρνει τις παντόφλες του.
Σιγά σιγά ησύχασε, κρέμασε το παλτό του κι έστησε αυτί στο κενό που άφηνε η συρόμενη πόρτα που χώριζε το χολ από το σαλόνι: το μουρμουρητό από την τηλεόραση των διπλανών ήταν εκεί και στη γνωστή ένταση.
Ωραία, ωραία, τι ωραία δηλαδή, μήπως ξέρω ποιοι βρίσκονται πίσω απ’ τα χαμόγελα και τις καλημέρες; Και τι πάει να πει πως μένουν χρόνια εδώ; Α μπα, είναι όλοι ύποπτοι. Και προπάντων αυτός ο νεαρός κι αυτή η οικογένεια μεταναστών που μπήκαν μερικούς μήνες τώρα στα δύο διαμερίσματα στον ημιώροφο. Τόσο καιρό ήταν ανοίκιαστα, πώς νοικιάστηκαν και τα δύο με δυο-τρεις μήνες διαφορά;
Απομακρύνθηκε από τον τοίχο, έπιασε τη σακούλα με τα ψώνια, πήγε στην κουζίνα, έβγαλε τα μακαρόνια, τη σάλτσα ντομάτας και το μπουκάλι με το μισόκιλο κρασί. Ο περισσότερος κόσμος έτρωγε με τα κουπόνια φαγητού που αφαιρούνταν, μαζί με όλα τα υπόλοιπα, από τη μισθοδοσία. Τα φαγητά ήταν σε πακέτα που πουλούσαν τα κιόσκια και σε υπερκατεψυγμένες συσκευασμένες μερίδες, που πουλούσαν τα σουπερμάρκετ. Κι αυτός δεν τρεφόταν διαφορετικά, όμως εδώ και κάποιο διάστημα είχε αλλάξει λίγο.
Ήταν τότε που επιβλήθηκε σε ολόκληρη την ύπαιθρο η καλλιέργεια μεταλλαγμένων που δεν έδιναν σπόρο για την άλλη χρονιά, όταν είχαν μπει στους ακάλυπτους των πόλεων και ξερίζωσαν ό,τι φυτό και δέντρο υπήρχε, τοποθετώντας στη θέση τους μόνο καλλωπιστικά. Λίγο καιρό μετά, ο Βασίλης από το μπαλκόνι του είχε δει έναν βλαστό που ξεπετάχτηκε σ’ ένα κενό σημείο του δικού τους ακάλυπτου, κατέβηκε και το έβγαλε προσεκτικά, βάζοντάς το μαζί με το χώμα σ’ ένα μπολάκι. Το πότιζε και, όταν μεγάλωσε, πήρε ένα μικρό δοχείο, το γέμισε με χώμα από την αυλή και το μεταφύτεψε. Το έβαζε κοντά στην μπαλκονόπορτα για να το βλέπει λίγο ο ήλιος, κρυμμένο πίσω από μια σίτα, μην το δει κανείς και τον καρφώσει. Ήταν μια πιπεριά και, παρά το μικρό μέγεθος που κατάφερε να φτάσει, είχε βγάλει μερικές πράσινες πιπερίτσες. Είχε κρατήσει τις δύο τελευταίες και τις αποξήρανε. Οι μήνες πέρασαν και τώρα κοίταζε την τελευταία. Καθώς την έκοβε σκέφτηκε να κρατήσει τη μισή να την απολαύσει μία φορά ακόμα. Έτσι έκανε, έφτιαξε τη μακαρονάδα κι έφαγε, διαπιστώνοντας την ευχαρίστηση που του έδινε αυτή η μικρή ποσότητα ενός φυσικού λαχανικού.
Τελείωσε το κρασί στο ποτήρι, σηκώθηκε κι ακούμπησε το πιάτο στον νεροχύτη, κοιτώντας από ένα μικρό άνοιγμα που άφηνε η κουρτίνα προς τις πίσω πλευρές των απέναντι πολυκατοικιών. Έμεινε εκεί για λίγο, δεν παρατήρησε κάτι ύποπτο και πήρε το μπουκάλι και το ποτήρι πηγαίνοντας στο σαλόνι. Γύρισε πίσω για να ελέγξει ότι είχε κλείσει τα μάτια της κουζίνας, ότι είχε σφαλίσει την μπαλκονόπορτα και ότι το παράθυρο ήταν κλειστό. Άφησε το μπουκάλι με το ποτήρι στο τραπέζι και πήγε στο μπάνιο να ελέγξει τη σιδεριά στο παραθυράκι του φωταγωγού και μετά στο υπνοδωμάτιο για να δει ότι οι σύρτες της μπαλκονόπορτας ήταν στη θέση τους. Έβγαλε τα παπούτσια του και τα άφησε κολλητά, με τις μύτες να ακουμπούν στο σοβατεπί. Έβγαλε το παντελόνι και το δίπλωσε κάθετα, ακουμπώντας το μετά στην πλάτη της καρέκλας, έτσι ώστε να κρέμεται χωρίς να ακουμπάει στο πάτωμα. Έβαλε τη φόρμα και τις παντόφλες. Έβγαλε το ζιβάγκο και το άφησε ανοιχτό, επίσης στην πλάτη της καρέκλας. Έβαλε το πρόχειρο πουλόβερ του σπιτιού. Γυρνώντας, κοίταξε από το ματάκι της εξώπορτας και τσέκαρε ότι το κλειδί δεν γυρνούσε άλλο. Στο σαλόνι έλεγξε τους σύρτες της μπαλκονόπορτας και ξαναγύρισε στην κουζίνα να πάρει το μπουκάλι και το ποτήρι. Πιάνοντάς τα, σκέφτηκε να ξανατσεκάρει το παράθυρο και την πόρτα, αλλά το άφησε, κοίταξε όμως άλλη μία φορά τα μάτια.
Όχι, όχι, φτάνει, τέλος για σήμερα.
Με εμφανή τα σημάδια της αυτολύπησης στο βλέμμα, κάθισε στην πολυθρόνα.
Απέναντί του βρισκόταν μια τεράστια κυρτή τηλεόραση με μικρό προφίλ την οποία πλαισίωναν γιγάντια ηχεία. Ηχεία βρίσκονταν και δίπλα του, ακόμα και στις γωνίες ψηλά. Τράβηξε τη συρόμενη πόρτα, η οποία ήταν ηχομονωμένη απ’ άκρη σ’ άκρη. Η μπαλκονόπορτα με τα τριπλά τζάμια άφηνε να περάσει μόνο ένας μικρός βόμβος, ενώ τοίχοι και ταβάνι ήταν μονωμένοι σαν στούντιο ηχογράφησης. Το πάτωμα καλυπτόταν από χοντρή μοκέτα. Ναι, σήμερα είχε μπάλα• η ομάδα του έπαιζε στο κύπελλο πρωταθλητριών και η ένταση έπρεπε να ανέβει. Τέταρτος αγώνας στη διοργάνωση μέσα σ’ έναν μήνα. Ήπιε ένα ποτήρι κρασί ακόμα κι επέστρεψε ποτήρι και μπουκάλι στο τραπέζι της κουζίνας. Γυρίζοντας, έκανε να κοιτάξει στο ματάκι της εξώπορτας, αλλά συνέχισε. Ξανακάθισε στην πολυθρόνα του.
Ήθελε δυόμιση ώρες για ν’ αρχίσει ο αγώνας. Άναψε την τηλεόραση και παρακολουθούσε την ανάλυση από τους ειδικούς. Οι συνεντεύξεις και το πλήθος λεπτομερειών που πρόσφεραν οι ειδήμονες έδιωχναν την αυτολύπηση και κάθε άλλη σκέψη, φέρνοντάς τον σταδιακά στη γνώριμη κατάσταση ασφαλούς απάθειας. Στην προσμονή ότι η ομάδα θα του προσφέρει μια έστω πρόσκαιρη ψυχική ανάταση και μια φανταστική εκδίκηση. Όλος ο κόσμος του γινόταν αυτές οι πέντε-έξι ώρες πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον αγώνα, και η ασυνείδητη αναμονή των πέντε-έξι ωρών της επόμενης φοράς. Οι αναλυτές έμοιαζαν μικροί θεοί, αφού γνώριζαν τα μυστικά των μεγαλύτερων θεών –των παικτών–, συνομιλούσαν και φωτογραφίζονταν μαζί τους.
Αφού πέρασαν από την οθόνη και κάποιοι παλιοί αστέρες του αθλήματος που μίλησαν για τις δυνατότητες της ομάδας, ο αγώνας άρχισε στην αρένα. Τα πρώτα λεπτά κύλησαν με παιχνίδι κέντρου και κάποιες δυνατές μονομαχίες. Στα μέσα του πρώτου ημιχρόνου, ένας παίκτης της φιλοξενούμενης ομάδας έπεσε κάτω μετά από χτύπημα αντιπάλου. Ο γιατρός εξέτασε τον παίκτη, γύρισε στον διαιτητή και του είπε ότι είναι κάταγμα. Ο διαιτητής έβγαλε κίτρινη κάρτα και το φορείο πήρε τον τραυματία. Η μισή οθόνη γέμισε από ένα σποτ δέκα δευτερολέπτων με τον παίκτη που τραυματίστηκε να διαφημίζει τον βασικό χορηγό του αγώνα. Η θύελλα των διαμαρτυριών πέταξε τον Βασίλη απ’ την πολυθρόνα.
«Μα τι κίτρινη κάρτα, δηλαδή άμα ήταν σπάσιμο θα του έδινε κόκκινη; Άντε ρε ξεφτιλισμένοι διαιτητές, εδώ είναι η αρένα μας, δεν μπορείτε να σφυράτε ό,τι θέλετε».
Διακοπή δύο λεπτών για να μαζευτούν τα αντικείμενα που έπεσαν στο γήπεδο, κατά τη διάρκεια της οποίας στο ένα τέταρτο της οθόνης πέρασαν περίπου 15 χορηγοί διαφημιζόμενοι από αντίστοιχο αριθμό παικτών. Τέσσερα λεπτά πριν από τη λήξη του ημιχρόνου το σαλόνι γέμισε ασφυκτικά από φωνές και χρώματα, καθώς η ομάδα πέτυχε γκολ, και ο Βασίλης βρέθηκε γονατιστός με τα χέρια ψηλά, όπως και ο σκόρερ. Διάλειμμα δεκαπέντε λεπτών και παρέλαση των περίπου 100 χορηγών, ξεκίνημα δεύτερου ημιχρόνου, και ο βασικός χορηγός πάνω σ’ ένα μεγάλο πανί σύρεται σ’ ένα πλήθος συρματόσκοινων σε όλη την επιφάνεια της οροφής και περιφέρεται πάνω σ’ ένα άλλο από δύο παιδιά που τρέχουν συνεχώς γύρω από τον αγωνιστικό χώρο. Οι υπόλοιποι χορηγοί αυτοφωτίζονται εναλλάξ σε μικρότερου μεγέθους πινακίδες. Το ματς κυλάει χωρίς κάτι ιδιαίτερο και δέκα λεπτά πριν από το τέλος η αντίπαλη ομάδα βάζει ένα τυχερό γκολ το οποίο ακολουθεί η δίλεπτη διακοπή.
«Τι κωλοφαρδία είναι αυτή; Πάει να διώξει ο δικός μας, χτυπάει η μπάλα στην πλάτη του άλλου και μπαίνει γκολ. Άντε να κερδίσεις τώρα» γονατισμένος πάλι, αυτή τη φορά με τα χέρια στα μάγουλα.
Τα υπόλοιπα λεπτά κύλησαν με τους φιλοξενούμενους να αμύνονται, κάνοντας ένα πέναλτι στο πρώτο λεπτό των καθυστερήσεων.
«Ναι, ναιιιιιι» πετάχτηκε πάνω αφρίζοντας, «τώρα θα σας γαμήσουμε».
Ο παίκτης που πήρε φόρα βρέθηκε για λίγα δευτερόλεπτα στη μισή οθόνη να διαφημίζει τον βασικό χορηγό και αμέσως μετά σε ολόκληρη την οθόνη έτρεξε προς την μπάλα, την κλότσησε με δύναμη, αυτή βρήκε κατά τύχη στο πόδι του τερματοφύλακα που έπεφτε στην άλλη μεριά, πέτυχε το οριζόντιο δοκάρι και κατέληξε στα δίχτυα. Πανζουρλισμός εντός γηπέδου, ενώ ο Βασίλης έτρεχε στο σαλόνι φωνάζοντας διάφορα ακατάληπτα. Τα υπόλοιπα τρία λεπτά κύλησαν με κλοτσοσκούφι και ο αγώνας έληξε με εμφανή την ικανοποίηση στα πρόσωπα των νικητών. Αρκετοί από τους ηττημένους κάθονταν στο χορτάρι. Στο μεταξύ οι κάμερες είχαν διαλέξει από τις κερκίδες τις πιο σέξι γυναίκες και τους πιο σέξι άντρες, από 20 έως 35 χρονών, κι έβαλαν σε καρεδάκια στη μία γιγαντοοθόνη τις μεν, στην άλλη τους δε. Όλοι λευκοί, όλες λευκές. Κάτω από τη φωτογραφία τους υπήρχε ημερομηνία γέννησης, ωροσκόπιο, ύψος, βάρος, επάγγελμα και στοιχεία τριών γενεών πίσω. Οι επιλεγμένοι μπορούσαν να διαλέξουν το ταίρι τους, αλλά τον κύριο λόγο είχε ο υπολογιστής που επεξεργαζόταν τα δεδομένα κι έβγαζε τα ιδανικά ζευγαρώματα.
Πο πο, στο τσακ τους κερδίσαμε. Ήταν καθαρό πέναλτι βέβαια, αλλά αν θέλουμε να προχωρήσουμε πρέπει να παίζουμε καλύτερα.
Μετά από ακόμα μία παρέλαση χορηγών, ακολούθησε η παρέλαση νικητών, χαμένων, προέδρων, αντιπροέδρων, παλιών αστέρων και κάποιων προσωπικοτήτων που ανέλυσαν τον αγώνα με δηλώσεις δύναμης, με ευχολόγια, με υποσχέσεις, με αναμνήσεις, υπό την αναπαραγωγή όλων των φάσεων σε ψηφιακή μορφή. Ο Βασίλης παρατηρούσε πόσο πολύ έμοιαζαν οι ψηφιακοί παίκτες με τους πραγματικούς, πόσο η κίνησή τους αλλά και όλη η ατμόσφαιρα έμοιαζε με την πραγματική. Για λίγη ώρα πρόσεχε μόνο αυτό, χωρίς να ακούει τα σχόλια. Μάλλον δίχως σκέψη πάτησε το κόκκινο κουμπί στο τηλεκοντρόλ κι έμεινε να κοιτάζει τη σβησμένη οθόνη υπό τον βόμβο των ηχείων. Πάτησε ένα άλλο κουμπί κι έκλεισε και τα ηχεία. Μια ρωγμή στη σκέψη του για την παντοδύναμη εικόνα τον κρατούσε στην πολυθρόνα ανέκφραστο. Ρωγμή όπως αυτή που είχε κάνει στη διατροφή του. Μήπως σχετίζονταν μεταξύ τους;
Γιατί δείχνουν ξανά και ξανά τις φάσεις και ιδίως αυτή του πέναλτι; Γιατί λένε ξανά και ξανά ό,τι ήταν ξεκάθαρο; Αφού το βλέπω, το βλέπουμε. Μήπως για να εστιάσουμε εκεί και να παραβλέψουμε ότι ο αντίπαλος το έκανε επίτηδες; Για να παραβλέψουμε ότι δεν έδειχναν και τόσο απογοητευμένοι, παρόλο που έχασαν έτσι; Ότι ο αγώνας ήταν στημένος;
Η σκέψη του έκανε μια μικρή στάση εκεί, και η πλάτη του ακούμπησε στην πολυθρόνα.
Στημένος, μμμ. Και οι θεατές; Τι κατάλαβαν από τον αγώνα; Μα τι ρωτάω, θεατές είναι μόνο οι οργανωμένοι στις λέσχες, δεν βλέπουν στ’ αλήθεια τους αγώνες, τους ενδιαφέρει μόνο η νίκη κι όχι ο τρόπος. Κι όλοι εμείς, αποκλεισμένοι από τα γήπεδα, βλέπουμε από την οθόνη και ακούμε τον καθένα να μας εξηγεί τι είναι αυτό που είδαμε. Ξανά και ξανά, μέχρι να μην σκεφτόμαστε τι υπάρχει πίσω απ’ αυτό που βλέπουμε, μέχρι η άποψη που θέλουν να περάσουν να γίνει και δική μας. Μα, έτσι δεν γίνεται και πέρα απ’ το ποδόσφαιρο;
Απότομη παύση μπήκε στον συλλογισμό του και σηκώθηκε το ίδιο απότομα.
«Οοοχ, η μέση μου» κι έμεινε λίγο εκεί, τρίβοντάς την. Σταμάτησε κι έκανε ησυχία, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά, σαν να φοβήθηκε μήπως ήταν κάποιος εκεί κι άκουγε τις σκέψεις του.
Μα τι είναι αυτά που έρχονται στο μυαλό μου; Ας φύγουν μακριά.
Γύρισε προς τη συρόμενη πόρτα κι έστησε αυτί: το μουρμουρητό από την τηλεόραση των διπλανών είχε σταματήσει.
Ωραία, ωραία.
Κοίταξε το ρολόι: 23:41.
Σε δυο-τρία λεπτά θα έρθει κι ο ένοικος του τρίτου, που δουλεύει ως τις 23:30, να ’χω τον νου μου στο ασανσέρ.
Έκανε ένα πέρασμα από το υπνοδωμάτιο για να ελέγξει τους σύρτες, από το μπάνιο για τη σιδεριά, από την κουζίνα για το παράθυρο, την πόρτα και τα μάτια, κι απ’ το σαλόνι πάλι για τους σύρτες. Πήγε στην εξώπορτα και στήθηκε στο ματάκι: το φως του διαδρόμου άναψε, η καμπίνα του ασανσέρ φώτισε από πάνω προς τα κάτω το τζαμάκι της πόρτας του φρεατίου και κάποια δευτερόλεπτα μετά το φώτισε από κάτω προς τα πάνω. Έφυγε από το ματάκι κι έβαλε το αυτί στον τοίχο. Το ασανσέρ σταμάτησε στον τρίτο, η πόρτα άνοιξε κι ακούστηκαν τέσσερα-πέντε βήματα σε σκαρπίνια, η κλειδαριά και η πόρτα που άνοιξαν, η πόρτα και η κλειδαριά που έκλεισαν.
Ωραία, όλα καλά. Πάω να ξαπλώσω.
Έκλεισε όλα τα φώτα, εκτός από ένα μικρό στο χολ, πήγε στο υπνοδωμάτιο, άναψε το φως, έβγαλε το πουλόβερ, το άφησε στην καρέκλα διπλωμένο κάθετα. Έβγαλε τη φόρμα, τη δίπλωσε μία φορά κάθετα και μία οριζόντια και την άφησε και αυτή στην καρέκλα. Έβαλε την πιτζάμα, πρώτα το κάτω και μετά το πάνω. Κάθισε στο κρεβάτι, έβγαλε τις κάλτσες και τις έβαλε πάνω στα παπούτσια, με την ίδια φορά. Ξάπλωσε κι έσβησε το φως. Μισή ώρα μετά, σηκώθηκε, ντύθηκε, ακολουθώντας την αντίστροφη διαδικασία, και πήγε στο σαλόνι. Μια ανησυχία δεν τον άφηνε να κοιμηθεί.