Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 40

Ανεμοσούρια, της Άντζελας Κυριακοπούλου

Ανεμοσούρια, ποίηση, Άντζελα Κυριακοπούλου, ιδιωτική έκδοση 2017

Για την ποίηση της περιφέρειας έχουμε γράψει και άλλες φορές . Ζώντας σε μικρότερα αστικά κέντρα ή χωριά οι ποιητές απέχουν μακράν του κλειστοφοβικού εγωκεντρισμού ή της κοινωνικής αγωνίας της αστικής ποίησης. Η διαφορά στους ρυθμούς ζωής και η καθημερινή επαφή με πρόσωπα, που τελικά γίνονται οικεία, διαμορφώνουν έναν εντελώς διαφορετικό βίο από εκείνον που ζουν οι ποιητές των άστεων.

Ακόμα και οι κοινωνικές αναφορές είναι σημαντικά διαφοροποιημένες. Ας μη λησμονούμε πως η κρίση πλήττει εντελώς διαφορετικά την περιφέρεια από τα υδροκέφαλα υπερπληθυσμένα και απρόσωπα μεγάλα αστικά κέντρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ποιητική τους σπανίζουν οι εικόνες των αστέγων ή των ρακένδυτων θυμάτων της τρέχουσας κρίσης, μολονότι συναντάμε το "όραμα" ως κοινωνική αγωνία. Βέβαια, δεν απουσιάζουν οι αναφορές στην ελληνική μετανάστευση ή τους πρόσφυγες κάτι που θα δούμε πώς θα εξελιχθεί στο μέλλον (λόγω των προσφυγικών καταυλισμών στην ελληνική περιφέρεια).
Ένα όμως από τα πιο σημαντικά σημεία που αξίζουν αναφοράς είναι ακριβώς η οικειότητα που αναδύεται μέσα από τις κοινωνικές παραστάσεις, όπως και για τους χώρους. Οι άνθρωποι εκλαμβάνονται σαν συγγενείς και αγαπημένα πρόσωπα• οι χώροι διατηρούν το χαρακτήρα του γνώριμου χώρου, είτε συνδέεται με τη μνήμη είτε με το παρόν, αν κι αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα.

Το πιο εμφανές χαρακτηριστικό όμως είναι η σχεδόν μόνιμη παρουσία του φυσικού στοιχείου. Όπως έχουμε ξαναγράψει, τούτο αποτελεί ένα εγγενές στοιχείο της ποιητικής τους έκφρασης. Άλλοτε με στοχευμένη εικονιστική απόδοση και άλλες φορές στο πλαίσιο μιας υπαρξιακής αναζήτησης το φυσιολατρικό στοιχείο εισάγεται αβίαστα. Συνεισφέρει ως μεταφορά και μετωνυμία στην ποιητική έκφραση συμβάλλοντας στη συναισθηματική ένταση με φυσικότητα.

Πρέπει όμως να μη συνδέσουμε την "ποίηση της περιφέρειας" με το "βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας". Σε αντίθεση με το "βίωμα" του Ευριπίδη Γαραντούδη , οι ποιητές της περιφέρειας δεν μετανάστευσαν σε μεγάλα αστικά κέντρα, ώστε να λειτουργούν υπό έναν ποιητικό διπολισμό παρόντος-παρελθόντος-μνήμης, άγχους-ξενοιασιάς, αθωότητας-πίεσης κλπ. Απολαμβάνουν την ηρεμία και το φυσικό περιβάλλον της υπαίθρου παρά τους υπαρξιακούς και κοινωνικούς προβληματισμούς.

Η διαρκής παρουσία του φυσικού στοιχείου λειτουργεί ως μία "αυτονόητη" εμπειρική ποιητική παράσταση και όχι ως μία εξαναγκασμένη "επιστροφή", όπως σε εσωτερικούς μετανάστες. Διαμορφώνει έναν "αυτόχθονα" λυρισμό μέσα στην μετωνυμική γλώσσα, η οποία δεν αναζητά την ψυχική σύγκριση, αλλά τη διοχέτευση της προβληματικής τους διά των αισθήσεων και της βίωσης της ίδιας της φύσης. Μα ο φυσιολατρικός τούτος λυρισμός δεν συνδέεται με κάποια ρομαντική οπτική, μόλο που έτσι λειτουργεί για κάποιον κάτοικο μεγάλης πόλης.

Υπό ένα τέτοιο πρίσμα αξίζει να προσεγγίσουμε και την πρώτη ποιητική συλλογή της Άντζελας Κυριακοπούλου «ανεμοσούρια» (2017). Η παρουσία του φυσικού στοιχείου είναι διαρκής την ποιητική της, καθώς συνδέεται με την ίδια την ελευθερία και την απλότητα (άσε με). Τα φυσικά φαινόμενα μέσα σε πρωτότυπες μεταφορές και παρομοιώσεις συνδέονται με την υπαρξιακή αγωνία της ποιήτριας (φως, ανεμοσούρια, σκιές). Μα τούτη η μετάβαση του νοήματος γίνεται με φυσικότητα, αβίαστα και με οδηγό το συναίσθημα.

Άνθη και φύλλα δένονται άρρηκτα με τη μνήμη (βίοι παράλληλοι, στο σπίτι σου, εξομολόγηση, Νάξος, μην ξανάρθεις στα όνειρά μου, η πρώτη Άνοιξη) ή το θάνατο (σκιές, Περσεφόνη) και τη μοναξιά (ζευγάρι εν) ή τον ψυχικό διπολισμό (εξορία, η τρελή) που οξύνεται μεταξύ "βαλτοχωρίου" και νησιωτικού χώρου (μαγεία της στιγμής, είμαι άνθρωπος, Νάξος, κλεψύδρα) αποκαλύπτοντας μία διάθεση δραπέτευσης (εγώ θα φύγω, να το θυμάσαι, εξορία).

Την ίδια στιγμή μία οικειότητα χωρών που συνδέεται με τη μνήμη και τη ζωή της υπαίθρου εμποτίζει με το συναίσθημα την εικονοποιία της (βίοι παράλληλοι, στο σπίτι σου, ανεμοσούρια, Νάξος, εξορία, δεν είσαι ο Χαλέπας). Το βίωμα συνδέεται με το αυτοαναφορικό υποκείμενο σε μία ποιητική εκμυστήρευσης που αποκαλύπτει τις βαθύτερες αγωνίες της δημιουργού (bolero, αν μπορούσα, βίοι παράλληλοι, η τρελή, μην ξανάρθεις στα όνειρά μου).

Και αξίζει να υπογραμμίσουμε τη ζωντάνια του ποιητικού κάδρου της Κυριακοπούλου. Το καναβάτσο της διακρίνει η κίνηση, η οποία δηλώνεται με τον άνεμο και τη θάλασσα (άσε με, ανεμοσούρια, Νάξος, να το θυμάσαι) ή λέξεις που συνυποδηλώνουν την κίνηση (εξομολόγηση, πόσο σε θέλω, σκιές, να το θυμάσαι, εγώ θα φύγω). Πλούσια όμως είναι και η χρωματική της (η πρώτη Άνοιξη, η τρελή, κάποτε, πόσο σε θέλω, Νάξος, στο σπίτι σου ανεμοσούρια, βίοι παράλληλοι), ενώ συχνά ήχοι (μην ξαναπείς για ερημιά) και μυρωδιές (στο σπίτι σου, μαγεία της στιγμής, πόσο σε θέλω, εγώ θα φύγω) διαχέονται από τον καμβά της με υλικό τους φθόγγους.

Μα ο λυρισμός στην ποιητική της Κυριακοπούλου δεν διαμορφώνεται μόνο με την εισαγωγή του φυσιολατρικού στοιχείου. Στο "κλίμα" συμβάλλουν τόσο το θρησκευτικομυθολογικό στοιχείο (ζευγάρι εν, μάνα, είμαι άνθρωπος, εγώ θα φύγω, σκιές, Περσεφόνη), όσο και η πρωτότυπη έκφρασή της που συχνά διασταυρώνεται με έναν αλληγορικό υπερρεαλισμό (μάνα, να το θυμάσαι, εξορία, πόσο σε θέλω) και τη συνειρμικότητα (η τρελή, Νάξος, μην ξαναπείς για ερημιά).

Και ας σημειώσουμε πως λέξεις δεξιοτεχνικά τοποθετημένες στο στίχο της, δίνουν μία κοινωνική διάσταση που διασπά την υπαρξιακή αναζήτηση (σκιές, να το θυμάσαι, μην ξαναπείς για ερημιά, αν μπορούσα). Την ίδια, ωστόσο, στιγμή μία ερωτική διάθεση διαπνέει συνθέσεις της συλλογής (το κόκκινο σου στόμα, μάνα, ζευγάρι εν, σκιές, εξομολόγηση, αν μπορούσα, μην ξανάρθεις στα όνειρά μου, πόσο σε θέλω).

Δήμος Χλωπτσιούδης