Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 40

Αλέξιος Μάινας: To περιεχόμενο του βλέμματος και η ποιητική πράξη

Γράφει η Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού

Ο Αλέξιος Μάινας γεννιέται ποιητικά με το «Περιεχόμενο του υπόλοιπου» (Γαβριηλίδης 2011)-την πρώτη ποιητική του συλλογή- μέσα στον 21ο αιώνα. Και φέρει από τον εικοστό, στον οποίο οφείλει τη βιολογική του γέννηση, το βάρος μιας νόησης και τη συνέχεια μιας διανόησης, που πάλι μεταμορφώνεται σε νέα δια-νόηση πάνω στον καμβά αυτού του ασχημάτιστου ακόμα μορφώματος τεχνοκρατίας, ιδεών, καταστάσεων, γεγονότων, ασυντόνιστης κίνησης της ιστορίας, του πολιτισμού, του κόσμου ολόκληρου-αυτή τη φορά ολόκληρου στις διαπλοκές του, και κερματισμένου στα δράματά του.

Στον «ολόκληρο κόσμο» ταξιδεύει ο Αλέξιος Μάινας, περιορισμένος εκούσια-τι αντινομία!-στην ενδοστρεφή ποιητική του όραση και στην εξωστρέφεια των πραγμάτων γύρω του-σύμπαν εμπειριών που μεταγράφονται σε ποίηση. Ανήκει στη νέα γενιά δημιουργών, των οποίων η «ανοιχτή» δημογραφία-πολίτες του κόσμου, κατ’επιλογήν ή κατ’ανάγκην- ενδύει το έργο τους με τις εμπειρίες του απέρατου κόσμου στις συσχετίσεις του με το περατό ατομικό σύμπαν. Αίσθηση δύναμης και χαοτικής περιπλάνησης. Το μείζον και το έλασσον σε μια διαρκή αναμέτρηση, που δεν συνθέτει ωστόσο τη βεβαιότητα καμιάς ουτοπίας. Ο ποιητής κρατά για τον εαυτό του τον επώδυνο ρόλο του ικανού διαμεσολαβητή των εμπειριών τους, του καταλυτικότερου τιμητή της ζωής τους.

Σε μια τέτοια-από την άποψη των εξωτερικών συνθηκών- στιγμή (ο ποιητής) αρχίζει να μας ξεναγεί στο «Περιεχόμενο του υπόλοιπού» του, αντλώντας -και όχι εξαντλώντας- τα φρέσκα σπαράγματα ιστορίας –και ιστοριών-, μνήμης, σχέσεων, συναισθημάτων, πόρων εύκαρπης ζωής, όπως αναβλύζει στο συναπάντημα του μύθου της με το παρόν. Eίναι ως να «επισκέπτεται» και να καταθέτει πρώτη φορά στον τόπο το βλέμμα του με «Το περιεχόμενο του υπόλοιπου» ο Αλέξιος Μάινας. Με μια καταγωγική αφηγηματικότητα αναμιμνησκομένης persona θα συναιρέσει «διδαχές» και αξίες όταν ο ίδιος τις ανασύρει από τον νατουραλιστικό φακό του και τις μεταπλάθει εφηβικά σε ενότητες «αντι-γήρανσης». Νωπά ονόματα μέσ’από χρόνους μυθικούς και της ιστορίας, που τους ενώνει το παρόν τους-αλήθεια τίποτε δεν φαίνεται να αποσύρεται για πάντα από τη ζωή στην ποίηση του Αλέξιου Μάινα, αφού όλα έχουν «κοινό» τους «τόπο» το παρόν. Μόνο μεταμορφώνονται, όπως και οι επισκέπτες τους που έρχονται in situ με μνήμη και συναίσθημα. Αλλά μήπως και η ίδια η ζωή δεν στηρίζει την αιώνια νεότητά της στις αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις της;

Ιθάκη

Κι αλλού,
σε χώρες αλλόθροες και περγαμηνές,
η ίδια πανσέληνος•
πάνω απ’ τους κρύους ακόμα,
ας πούμε, αμμόλοφους.

Ανάμεσα στις πεδινές, ελώδεις νεφέλες
σαν κάστρα από αίμα
τους κυπαρισσί κούρους με κοτσύφια για βδέλλες
τους ξεμαλλιασμένους μπλε βάτους
του ακίνητου φεγγαρόλουστου κράτους
και τις προτομές των ταλανισμένων πεύκων
αποστρέφοντας ψηλά το βλέμμα
βλέπω τη νύχτα των εξόριστων και των Τεύκρων
να φεύγει –απότομα έγειρε η πλαγιά–
και μυρίζω τη ρίγανη της βροχής
στις πέτρες μιας γης
που οδηγεί πάντα κυρτά
σαν απέθαντος Αίαντας
σκουντουφλώντας ή ρέοντας
στον άγονο κι ανεμοθλιμμένο
κόλπο.

Οι τόποι και οι χρόνοι γίνονται νέα αφηγήματα του παρόντος που γνέφει μελαγχολικά προς το μέλλον. Η «λαογραφία» των εικόνων είναι οι ρίζες, οι ακατάλυτοι δεσμοί με το παρελθόν-και της ποίησης-, αυτό το ακατάστατο εργαστήρι της ποιητικής του μυθοποιϊας, κάτι σαν μακρινή σεφερική ωδή στη λύπη των τόπων και των χρόνων. Μικρά χρονικά της ανάμνησης είναι που τον συνδέουν με την ψυχή των μικρών τόπων, ώσπου να ξανοιχτεί στη «σκεπτική» αντι-ποίηση των μεγάλων πόλεων. Ξεφλουδίζει την εφηβική του ψυχή ο Μάινας σ’αυτές τις ελεγειακές τοπογραφίες και κεντά με λέξεις αναμνηστικές τη διαδρομή των ερώτων τους:

Σαντορίνη

Σε κείνη, για να ’ρθει.

Στεγνότητα, αμετάβλητο.
Schatten verbreiten sich über die Felsen.
Το απογευματινό βουνό με τα μονοπάτια του –φίδια–
και τις αγριοσυκιές σκυλόψυχες με τ’ άγρια σύκα
εισβάλλοντας στο πέλαγο όπου εισέβαλλε πάντα,
τ’ άσπρο καμπαναριό σχεδόν άσπρο
τις δυο δίφυλλες πόρτες του δίκλιτου ναού,
τις πλάκες στις οποίες στάθηκε η σαύρα
όπου σφάχτηκε ο αρνησίνεκρος κόκορας
που φτερούγιζε ώρα χωρίς κεφάλι,
τα παλιά κάγκελα βαμμένα με τα χρόνια
και τις βάρκες ρυθμικά και τα σάπια βαρέλια
που χάσκουν μες στη σκόνη της σκουριάς
ακόμη στο σχήμα του βαρελιού
όπου δέναν το καλαμοπόδαρο γαϊδούρι όταν λύναν την ιπποπέδη
κι αμελούσε ο οίκτος να το ξεντύσει τα βαριά σταφυλοκόφινα,
η παιδική επαγρύπνηση καταγράφοντας
η οικογένεια πολυμελής
εναρμονισμένη τότε και ζωντανή
οι αρμύρες σβήνοντας πάνω στο μαύρο βότσαλο
που βυθιζόταν και κροτάλιζε στα ξέφτια των πελμάτων,
μια ανάμνηση μιας φωτογραφίας
μια λέξη: βεντέμα.
Η επαρχία όπου βαίνουν τα φαντάσματα των θείων
γεμάτη ψίχουλα απ’ τις μακαριές των μνημοσύνων
κ’ οι φοβισμένες πια –οι μόνες που άλλαξαν–
τελικές μας φαμίλιες,
η γωνιά όπου ζήσαμε•
την κοιτάζω τώρα
ψάχνοντας τα πλατιά κεκλιμένα σκαλιά
στις άδειες από ονηλάτες σερπαντίνες των λιθόστρωτων
–ανηφορικά στο πήγαινε, ανηφορικά και στο έλα–
καθώς δε με απειλούν ακόμα τα χρόνια
σ’ αυτή τη στεγνή κάμαρα της αιωνιότητας
–επαρχία του Παρμενίδη–
και μουρμουρώ όπως πριν από δέκα
και δεκαπέντε χρόνια:
Σε περιμένω ακόμα
σιωπώντας
μες στην άλλη,
την άφατη ησυχία μου.

Ξεφλουδίζει και τον ατομικό του χρόνο ο ποιητής, κρίνοντας σκεπτικά τη νεαρή απειρία της βιασύνης, με την οποία το παρόν χωνεύει μέσα στο μέλλον και με την ίδια βιασύνη ορμάει να το κάμει παρελθόν προσβλέποντας σε άλλο μέλλον. Κάπως έτσι οικοδομείται και η μυθιστορία του ανθρώπινου πόνου:

Η αίσθηση του ανούσιου
(Ιθάκη ΙΙ)

Βρίσκοντας αυτό που πονέσαμε.

Ο εαυτός μας
ευσπλαχνισμένος απ’ το βαυκάλισμα των συμβάσεων
έρχεται κάποια στιγμή
και συναντάει
αυτό το πράγμα που ήμασταν,
αυτό το άγαλμα των φωτογραφιών
στη σκόνη των γρήγορων κύκλων.
Αυτή η έγνοια που είχαμε τότε,
που είχαμε πάντοτε, κι αυτή πάνω στις πόζες,
η έγνοια να ξεπεράσουμε το παρόν μας
να πάμε κάπου πέρα απ’ το δεδομένα κατορθωτό,
να είμαστε κάτι άλλο…

Χαρακτηριστικό της ποιητικής φυσιογνωμίας του Αλέξιου Μάινα είναι η εμπλουτισμένη, με «μεταγνωστική παιδεία», θεώρηση της ίδιας της ποιητικής του φωνής. Με μια φιλοσοφική παιδεία και -φιλοσοφημένη- σεμνότητα θα μπορούσε να ειπωθεί, συνέχει την ποίησή του με το παρελθόν της ποιητικής δημιουργίας ακούγοντας την ποιητική του φωνή μέσα από τον αντίλαλο των ήχων της προγενέστερης, εθνικής και παγκόσμιας ποίησης. «Κανένα ποίημα δεν αγωνιά για καινοφάνεια και αυτονόμηση από προδρόμους…»

Δεν αναζητά ούτε αναγνωρίζει το πρωτόφαντο, το ευρηματικό, το εκκεντρικό ίσως-την επανάσταση. Αυτή έχει προ πολλού συντελεστεί- ό,τι έδωσε τείνει να γίνει κατεστημένη ποιητική ετεροδοξία. Θα πει χαρακτηριστικά με μια διάθεση θεωρητικής περιχαράκωσης της συγχρονίας του ποιητικού λόγου: «Τώρα έχουν όλα δοκιμαστεί. Και στην ποίηση. …οι λεγόμενοι «πειραματισμοί» δεν είναι πια παρά αταβισμοί, επιστροφές σε κάποια από τις προϋπάρχουσες μορφές και μόδες προηγούμενων ανατροπών. Ο λόγος απλός: η μούσα έπαιξε με τις μπογιές και τα δοκίμασε όλα. Κι αφού τα δημιούργησε και τα κατοχύρωσε και τα κατακύρωσε, αποτραβήχτηκε από το εργαστήρι του δημιουργού που του επιτράπηκαν όλα…»

Αλλά τότε τι μένει για τον νέο καλλιτέχνη; Κι ακόμα ευρύτερα: ποιοι δρόμοι απομένουν αδιάβατοι για την τέχνη του νέου αιώνα, για την τέχνη του μέλλοντος; Ο Μάινας απαντά καταρχήν, με μια σύσταση προγραμματική θα λέγαμε, που υπερβαίνει την αμηχανία και τις συγκράσεις της μεταμοντέρνας τοποθέτησης, την κίβδηλη συχνά περιπλοκότητα και ασάφεια. Θα προτείνει στον δημιουργό την έννοια της αρτιότητας, μέσ’από τη συνειδητή εναρμόνιση μορφής και περιεχομένου- ως την πιο πειστική τεκμηρίωση της τέχνης και του δημιουργού της. «Ο μετεπαναστατικός καλλιτέχνης, χειραφετημένος και πολυμέριμνος, καλείται να διαλέγει τις μπογιές του συνειδητότερα. Το νέο βάσανο είναι η αναγκαιότητα ελεύθερων επιλογών ανάμεσα σε τόσους μαρκαδόρους. Αυτό που ίσως μένει για τον ποιητή με αξιώσεις, που δεν βλέπει την ποίηση απλά ως αυθόρμητη διάχυση ή ανάγκη μοιράσματος του ανομολόγητου, αλλά ως σύνθεση, είναι ο στόχος της αρτιότητας. Η άρθρωση ενός λόγου διαυγούς και θελκτικού σε μια μορφή που να υπηρετεί σοφά το περιεχόμενο. Δηλαδή η νέα κλασικότητα». (Πολλά μπορεί να λεχθούν γι’αυτή τη νέα κλασικότητα, καθώς μάλιστα το δρόμο προς τη θεμελίωση ενός νέου κοσμοπολιτισμού μέσω του κλασικού, έχει ανοίξει ο Salvatore Settis, με «Το μέλλον του ‘κλασικού’, σε μια προσέγγιση φιλολογική αλλά και ιστορική και ανθρωπολογική).

Είναι γεγονός ότι ο ποιητής Αλέξιος Μάινας, και εξ αιτίας της φιλοσοφικής και λογοτεχνικής του παιδείας, δεν μπορεί να απαλλαγεί από τη βάσανο της θεωρητικής επεξεργασίας και των αυτοαναφορικών προβληματισμών πάνω στο ίδιο το έργο του. Ο λόγος περί ποιητικού υποκειμένου και περί ποιητικής λειτουργίας-μια ουσιώδης στοχαστική «μεταγνώση» που εκτίθεται στα «ποιήματα ποιητικής»- θα παρακολουθήσουμε να επανέρχεται συνέχεια σε ποιήματα της δεύτερης ποιητικής συλλογής του Μάινα, με τον παράδοξο αλλά διαυγή στις σημάνσεις του τίτλο: «Το Ξυράφι του Όκαμ» (εκδ. Μικρή Άρκτος), Αθήνα 2014. Διαβάζουμε:

Αφηγητής δεν είναι ο συγγραφέας, είναι η μούμια της γιαγιάς
Που θα ριχτεί στο τζάκι, είναι οι πετονιές
Στα χέρια των παιδιών. (σ.11)
Και συνεχίζει στο επόμενο ποίημα: (07:12) Η πάλη της αντάρας με το σύθαμπο
Γράφω δεν θα πει δημιουργώ
Θα πει διαχειρίζομαι, επισημαίνω.
(Νεωτερισμοί και ανατροπές είναι έργα του αναγνώστη)
Γράφω σημαίνει ξαναγράφω, ομολογώ τι διάβασα
Χαρτογραφώ ένα μονοπάτι (σ. 12)

Αλλά και σε επόμενα ποιήματα της συλλογής, όπου δεν φαίνεται άμεση η προθετικότητα του ποιητή να μιλήσει για την τέχνη του, αφήνει να διαφανεί το πεδίο της ποιητικής δημιουργίας μέσ’από εκρηκτικές αντιθέσεις, που τις προσλαμβάνει δραματικά ο ποιητής και τις αποδίδει ειρωνικά, σαρκαστικά, αποδομώντας με πολιτικής υφής διαμαρτυρία την υποκρισία, τη διάστροφη χρηστικότητα των αρχετύπων της (ομορφιά, επανάσταση, ποίηση, τέχνη).

(08: 29) Ναυπηγεία μερικής νωχέλειας
Έξω ένα πρωινό σαν πεταμένη φλοκάτη,
Ένα δρώμενο της πτώσης. Μια κριτική της καθαρής γεωμετρίας.
Στο βάθος ακούγεται το πιάνο να επαναλαμβάνει τις σκάλες.

Oμορφιά διάσπαρτη παντού. Σχεδόν επιθετική.
Το δυτικό παράθυρο π.χ. επιδεικνύει τις καρυδιές
στα ξέφωτα της άπνοιας.

Πιθανότητα Α’ (ψυχολογική):
Ένας εσωτερικός οίστρος που φτιάχνει τις αιτίες του
για να δικαιολογηθεί. (Να βλέπεις σημαίνει να προβάλλεις).

Πιθανότητα Β’ (γνωσιολογική):
Η ομορφιά ως εργαλείο πρόσληψης, ως δεκανίκι του υποκειμένου
Κατά την έξοδό του στον κόσμο…

Πιθανότητα Γ’ (ποιητές όλων των χωρών ενωθείτε):
Το όμορφο σε καλή τιμή ως παρηγοριά
-το κεφάλαιο των φτωχών.
Εικαστικός πλουτισμός ως περιορισμός επαναστατικών τάσεων.
Και η ποίηση ως εξαργύρωση του (ut pictura poesis).
Ομορφιά ως πολιτικό βάλιουμ. (σ. 16-17)

Ο Αλέξιος Μάινας, είναι φανερό, ότι συνομιλεί «φιλοσοφικά» με τη θεωρία της λογοτεχνίας, η οποία φαίνεται να κατέχει σημαίνουσα θέση στην προβληματική του για την κατασκευή και το περιεχόμενο και την κοινωνική λειτουργικότητα της ποίησης. Μια διαφορετική διατύπωση του θανάτου του συγγραφέα (Ρολάν Μπαρτ), των στρουκτουραλιστικών και των μετα-στρουκτουραλιστικών θεωριών και των θεωριών της πρόσληψης και των διακειμενικών συνευρέσεων, φαίνεται να συγκρούονται στη διανοητική επεξεργασία του ποιητικού προϊόντος που παράγει-ο ίδιος και η ποίηση του αιώνα του. Με λόγο βέβαιο, σταθερό, αποφθεγματικό συχνά, συνδιαλέγεται με την ποιητική θεωρία και κατασκευάζει τη δική του «ποιητική», αληθινή αυτοβιογραφία της γραφής του, διατυπωμένη σε πυκνούς, εναργείς, ειρωνικούς ή και αποδομητικούς στίχους.

Παράδειγμα: (09:45) Η γραμματική ως φυσιολογία (ό.π., σ.20-21), (10:33) Ο Χαίλντερλιν και η ουσία της ποιητικής απόλαυσης (σ. 22)
Δεν υπάρχει ποίηση
Υπάρχει μονάχα ποιητική πρόσληψη κειμένων. (10: 40) Αν δεν είναι λίπος, τι είναι; (σ. 23)

Δεν υπάρχει τέχνη
υπάρχουν μόνο καλλιτέχνες.
Τους αναγνωρίζεις απ’τον τρόπο
Που περιφρονούν
Τις πλαστικές καρέκλες μπαλκονιού.

Δεν είναι πάντοτε για το καλό της ποίησης η φιλοσοφία. Ο διανοούμενος λόγος δεν συνυπάρχει αρμονικά και εκ προοιμίου με τον ποιητικό λόγο. Υπάρχει σ’αυτές τις περιπτώσεις ο κίνδυνος της επιτήδευσης, της ψευδαίσθητης ένδυσης του διανοείσθαι με το ποιητικό ένδυμα. Ίσως ο Fernando Pessoa κατανοεί την αυθεντικότητα των πραγμάτων που γίνονται ποίηση, χωρίς διαμεσολαβήσεις: Δεν αρκεί να ανοίξεις το παράθυρο/ για να δεις τους αγρούς και το ποτάμι./ Δεν αρκεί να μην είσαι τυφλός/ για να βλέπεις τα δέντρα και τα φυτά./ Πρέπει επίσης να μην έχεις φιλοσοφία καμία./ Με τη φιλοσοφία δεν υπάρχουν δέντρα: υπάρχουν μόνο ιδέες. (Fernando Pessoa, Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σημείωση Μαρία Παπαδήμα, Αθήνα, Gutenberg, 2014, σ. 197).

Ο Αλέξιος Μάινας, ωστόσο, στην ποίηση του οποίου-και κυρίως στο «Ξυράφι του Όκαμ»-κάνει ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία της η φιλοσοφική και φιλολογική του σκευή και η διανοητική εντρύφησή του στη σκέψη που έχει παραχθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, δεν παγιδεύεται στη «μεταλλικότητα» των φιλολογικών διατυπώσεων ή στην αφιλτράριστη ποιητικά φιλοσοφία. Αλλά αντίθετα, τις παγιδεύει στο ποιητικό παιχνίδι της υφολογικής και μορφικής του «ιδιολέκτου» και τις «πειθαρχεί» στην ποιητική του ιδιοσυστασία: νεανικό, φρέσκο βλέμμα πάνω από τον φθαρμένο, παρακμιακό κόσμο, ακόμα και των πρώτων μετεφηβικών διαδρομών ενήλικης ζωής-άνθρωποι του δέρματος, της προσποίησης, του πεθαμένου ή ανεκπλήρωτου πάθους, αλλοτριωμένοι άνθρωποι «Το σπίτι γέμισε γραβάτες με πτώματα που τρώγαν τούρτα» (στα γενέθλια του Μάκη της Βίκυς, εκεί που είχαν μαζευτεί οι παλιοί των φοιτητικών (Το Ξυράφι του Όκαμ, σ.29). «Φιλάσθενη η ζωή». «Γεννιέσαι και μέχρι να πας στο μπάνιο σε πιάνει βήχας»… «Μετά τα σαράντα η ευθυμία είναι θέμα συγκυριών».

Στο δικό του σκανάρισμα της ζωής και του κόσμου η «θλίψις δευτέρα φύσις». Συγκρητισμοί, παραλληλίες, αντιστροφές, φυσικές και κατασκευασμένες οντότητες, συμφυρμοί έμψυχων και άψυχων, ετερόδοξες συγκλίσεις υπερρεαλιστικής έμπνευσης, μεταϋπερρεαλιστική «λογική», αντι-αισθητισμός και ψυχολογικές ασυνταξίες των ηρώων του-η απόλυτη ειρωνεία του ποιητή, η κατάθεσή του στην ασχήμια που τον περιβάλλει-νεοαστικής κοπής- ως κανόνας των πάντων γύρω του, αλλ’όχι μέσα του. Την κατοπτρίζει την ασχήμια και την αποδομεί με τη θλιβερή μεγέθυνση του α-νόητου, με τη σαρκαστική αποτίμηση της ψευτιάς της, ανάμεσα στη «λήθη του ονείρου και την προβολή»:

Πάνω στα ερείπια των ονείρων μας
Πάνω στη διάβρωση
Χτίζουμε νέες επαύλεις.

Αλλά μένει η αίσθηση του ερείπιου.
Τα σκυλιά μας αφοδεύουν ανάμεσα στα κιονόκρανα. (σ.48)

Συχνά, ο αιφνιδιασμός εισβάλλει με την αφοπλιστική ειλικρίνεια του απλού. Ο λόγος καθημερινά λογικός, οι λέξεις στο χρώμα και στις τονικότητες του σημαίνοντος, η κανονική σύναξη της ζωής- το έλασσον, το αβαρές (της ζωής, της γλώσσας). Και όλα να υπονομεύονται από τη λεπτή χλεύη της (καρτεσιανής) λογικής στην καθημερινή ανθρωπολογία της:

Εδώ που τα λέμε…
Αντί μετά την γκάφα που έκανα
με το τηλεφώνημα της Νικολέτας
να ζητήσω ατελείωτα συγγνώμη
απ’τη Χριστίνα, εγώ, σκέτος αταβισμός
της μίλησα σκληρά χωρίς λόγο και
χωρίς δικαίωμα, σφίγγοντας το λουρί της ίγκλας
ασφαλώς χωρίς να πιστεύω αυτά που λέω.
Κράδαινα και το δάχτυλο σαν τουφεκόβεργα.
Αυτά δεν επανορθώνονται…
Απ’την άλλη μεριά είναι σημαντικό
να πατάει κανείς
πόδι. (Discours de la methode, ακόμη για χθες, σ. 28)

Στον ίδιο τόνο και με ηχηρές και πικρά σαρκαστικές αντιθέσεις ή παραλληλίες: η οικτρή απίσχνανση ιδεολογημάτων που ταλαιπωρούν το παρόν, παρακμιακοί απόηχοι ιστορίας, της πόλης της Αθήνας, της χώρας ολόκληρης το παρόν:

(Φθίνει η Αθήνα και τα μήλα. Η αγέρωχη πολίχνη.
Που φέραμε το φως στα κουνουπίδια.)
Ω Ελλάδα
Ό,τι δεν είναι κάτω
Ό,τι ακόμα μένει. (σ.32)

Η μικροαστική άπνοια-σε ασθμαίνοντα σπαράγματα καθημερινότητας, αταξία σουρεαλιστικών στιγμιότυπων-μακρινοί απόηχοι της καρυωτακικής ναυτίας απέναντι στον αφόρητο μικροαστισμό:

Τηγάνι με σφουγγάτο μαντάμ Ουρανία
Μπαλκόνι με καναρίνι πορτοκάλια
Σφουγγαρίστρα γλαστρούλες σέλινο φαράσι σκόρδα
Φωνές πάνω από ακάλυπτο

με αντίλαλο σκάμμα χαλίκι ιδρώτα μπάλα
γκολ σαγιονάρες Αντωνάκη έλα να φάμε. (σ.33)

Ο Αλέξιος Μάινας αφηγείται, μέσ’από ένα ακριβώς προσδιορισμένο ημερολογιακό σπονδυλωτό αφήγημα-άλλο κι αυτό, ιδιαίτερο εύρημα της ποιητικής του δομής- την «ανορθογραφία» της κοινωνίας, της πραγματικότητας, όπως ασύντακτα αποκαλύπτεται γύρω του ή όπως την ανασκάπτει καθημερινά στην αναμέτρηση με το αιτούμενο της ποίησής του. Νέος ο ίδιος, ανθιστάμενος προς ένα κουρασμένο, ανόητο και γελοίο σύμπαν ανθρώπων, πραγμάτων, λόγων, επιλογών, αισθημάτων. Κι ο ποιητής αναμετράται καθημερινά με όλα και τα πραϋνει: πότε με το καταλυτικό χιούμορ του, στη γραμμή της υπερρεαλιστικής παρέλασης του φθίνοντος και ευτελούς κόσμου που καταρρέει πρώτα από τη χλεύη του ποιητή. Κι έπειτα τον παραδίνει γυμνό στους «οπαδούς» του ώστε ν’αναγνωρίσουν το φθαρμένο τους πρόσωπο και να αποδυθούν στο νόστο του καινούριου. Του αναγεννημένου. Κι άλλοτε με μια κεκρυμμένη μελαγχολία και δραματικότητα, στην οποία εμφωλεύει ο μοντέρνος δωρικός λυρισμός του, στον οποίο παραδίνεται και το όραμα του ποιητή.

Ο Μάινας είναι ο ποιητής που δεν δημιουργεί μόνον από το ένστικτο οδηγημένος. Έχει γράψει ο Μπωντλαίρ σχετικά: «Λυπάμαι τους ποιητές που οδηγούνται μόνο από ένστικτο. Μοιάζουν ατελείς. Στην πνευματική ζωή του ποιητή πρέπει να υπάρξει μια κρίση, στη διάρκεια της οποίας ο ποιητής επανεξετάζει την τέχνη του, ανακαλύπτει τους σκοτεινούς νόμους στους οποίους υπακούοντας έγραψε…» Ο Μάινας βρίσκεται διαρκώς στην πνευματική κατάσταση της κρίσης, όχι μόνον σχετικά με την τέχνη του αλλά και --περισσότερο- σε μια κριτική, στοχαστική περιπέτεια με τον «φιλάσθενο» κόσμο της κάθε μέρας, του αιώνα του. Σε κάθε περίπτωση «η τέχνη συμβαίνει»: οι λέξεις (απλές, πεζές, περίτεχνες, σοβαρές, επίσημες, σύνθετες, κατασκευασμένες άλλες, συχνά της προφορικότητας λέξεις και εκφράσεις) και η έκκεντρη συρραφή τους, ο ειρμός και η αλληλουχία των συνειρμών του, η φαντασία που συνθέτει τον «ρεαλισμό» του (είμαι συγγραφέας, έχει πει ο Μπόρχες σημαίνει απλώς το να είμαι πιστός στη φαντασία μου), το νεανικό, απαιτητικό ύφος της έμπνευσής του υφαίνουν την ποιητική του ιδιαιτερότητα, την ιδιαιτερότητα του εκπροσώπου μιας ποιητικής γενιάς, που αρχίζει να συγκεντρώνει την «ύλη» και το πνεύμα της για τη συν-γραφή της ποίησης του νέου αιώνα στη χώρα μας.