Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 40

Ανθολογία εσθονικής ποίησης, σε μετάφραση Μαγδαληνής Θωμά

Aνθολογία εσθονικής ποίησης, ανθολόγηση-μετάφραση Μαγδαληνή Θωμά, εκδόσεις Βακχικόν 2018

Η Marie Under (1883-1980) θεωρείται από τις πιο σημαντικές ποιήτριες του 20ου αιώνα και μία από τις περισσότερο βραβευμένες στον τόπο της. Τελειώνοντας το Γερμανικό Σχολείο (1891-1900), μαθαίνει παράλληλα με τη μητρική και τη γερμανική, γαλλική και ρώσικη γλώσσα και γράφει τα πρώτα της ποιήματα στα γερμανικά, ενώ μεταφράζει παράλληλα στα εσθονικά έργα των Goethe, Schiller, Pär Lagerkvist, Boris Pasternak. Την ίδια εποχή, γνωρίζεται με τον κύκλο του εντύπου “Teataja” (Ο Αγγελιοφόρος) και με τον συγγραφέα Eduard Vilde. Το 1902 παντρεύεται τον Carl Hacker και μετακομίζει στη Μόσχα, όπου και ζει μαζί του ως το 1906. Αποκτά δύο κόρες. Χωρίζει μαζί του για να παντρευτεί τον ποιητή Artur Adson, επιστρέφοντας στο Tallinn (Nõmme). Ύστερα από τη δημοσίευση της πρώτης ποιητικής συλλογής της, “Sonetid” (Σονέτα), η Under θεωρείται κιόλας καταξιωμένη ποιήτρια. Δημοσιεύει, στη συνέχεια, πολλές συλλογές και μεταφράζει έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το σαλόνι της γίνεται λογοτεχνικό στέκι ποιητών και συγγραφέων που εγκαινιάζουν ένα πρωτοποριακό λογοτεχνικό ρεύμα με εξπρεσιονιστικές και φουτουριστικές επιρροές. Είναι η εποχή, όπου η Εσθονία μέσα από συνθήκες πολιτικής ανεξαρτησίας και γενικότερης ανάπτυξης αξιοποιεί τις πηγές της και φτιάχνει μια νέα λογοτεχνική γραφή. Οι προσπάθειες των δημιουργών της εποχής πιάνουν τόπο. Το αντισυμβατικό πνεύμα της Under, ο ερωτισμός της ποίησής της, προκαλούν πολεμικές και συγκρούσεις, ενώ τροφοδοτούν παράλληλα το ελεύθερο πνεύμα. Το 1942 δημοσιεύει την ποιητική της συλλογή “Mureliku Suuga” (Με το στόμα χολωμένο), όπου το προσωπικό τραύμα επικοινωνεί με το τραύμα του πολέμου. Κάτω από την απειλή της δεύτερης σοβιετικής κατοχής, η ποιήτρια διαλέγει με τον σύζυγό της το δρόμο της εκούσιας εξορίας στη Σουηδία μαζί με χιλιάδες άλλους Εσθονούς. Εκεί θα ζήσει αρχικά σε καταυλισμό πολιτικών προσφύγων. Θα συνεχίσει να γράφει και να δημοσιεύει μέχρι τον θάνατό της. Θα πεθάνει στη Στοκχόλμη χωρίς να μπορέσει να γυρίσει στην πατρίδα της.

Από τη συλλογή «Με το στόμα χολωμένο» (1942)

Εποχή του πένθους μετά το θάνατο της μητέρας

 

Ι

Το χιόνι αυτό το ακούραστο που απλώνει
ορθώνει απλόχωρα στα πλάτη βουνά.
Καθώς το βλέμμα το πνιγμένο μου θολώνει:
στον κόσμο των ίσκιων πάει η ματιά.

Κρύος ο αέρας όπως η πέτρα. Ανθίζει μια λευκή καταστροφή.
Μήπως ανάποδα τραβώ – όπως εκείνος που 'χει πίστη αλλαγμένη;
Πού ειν' το μονοπάτι για την επιστροφή;
Μήπως χαμένη είμαι πια κι απ' όλα τα δικά μου, ξένη;

 

ΙΙ

Την παγωμένη κλειδωνιά κι αν έχω ξεκλειδώσει,
αιφνίδια πάλι τούτο απάνω μου ορμά!
Σαν ξεραμένη κούκλα θα με σαβανώσει,
να ταπεινώσει πιο πολύ την ντροπαλή μιλιά.

Πυρώνει απ' το παράθυρο μιαν άσπρη ερημοσύνη,
που βγαίνει από μέσα μου και φέγγει σαν καθρέφτης:
μαζί μου αργοσαλεύοντας σαν δράκοντας η μνήμη,
με καθηλώνει, λες, θηλιά κι ο εαυτός μου κλέφτης.

Βαθιά η σιγή που έκραζε από τον πόνο πέρα
κι απλώθηκε πατόκορφα σ' όλο το σπιτικό,
το τελευταίο βήμα όταν Σου πήρανε τη μέρα,
όταν Σου φέρανε στο στόμα τη στερνήν ηχώ.

Ο χάρος γύρω από το φως μαύρη έγραψε λωρίδα.
Απ' τον αχό του κόσμου έμεινε η σιγή.
Με φωτιά χτυπήθηκε στο κορμί η σφραγίδα,
πως είμαι κι από πρώτα εγώ πιο μοναχή.

 

VI

Κι όταν πέρασε το μέτωπό σου το κατώφλι τ' ουρανού,
με χτύπησε ο Έρωτας κυρίαρχος σαν πόνος,
ξύνοντας μέσα μου το αίμα ενός άλλου τοκετού
να ιδώ τα πράγματα όπως έχουν, ήρθε ο χρόνος.

Κι ο Έρωτας εχτύπησε! Μα πού να βάλω ακόμα
εκείνο όπου κάποτε το ίσκιωνε η ντροπή;
Δεν ήρθαν τη σωστή στιγμή σωστές λέξεις στο στόμα,
κι η αφθονία τούτη με κάνει φτωχή.

Μα δε χωράει στον κόσμο αυτόνα. Και του θεού
ο κόρφος φαίνεται στενός. Στο μνήμα σου ένα γύρω
το χιόνι καίγεται απ' το πέλμα του ποδιού -
Είμαι στ' αλήθεια άξια επάνω Σου να γείρω;

 

VII

Τριγύρω Σου πυκνή αυστηρότητα μυστηρίου
καθώς το πρόσωπό Σου σαν πέπλο το φορείς,
κει που υψώνεται ψηλά ένας καπνός Κυρίου,
και μένουνε ξοπίσω οι αχτίδες της αυγής.

Ποια μακρινή απόσταση πέρα απ' το βλέφαρό Σου:
απ' το πηγάδι των ματιών Σου στην Αρχή γυρίζει το νερό.
Πώς ανεβάζει ομορφιά ο θάνατος στο πρόσωπό Σου!
Έχεις σωθεί Εσύ – όχι εγώ απ' το δικό Σ ο υ το μαρτύριο αυτό.

Η φρόνηση των ζωντανών Εσένα δεν σ' αγγίζει
Το κύπελλό Σου γεμάτο πια. Άλλη σταγόνα δεν χωρά.
Μα στο δικό μου, αλίμονο, ένα φταίξιμο βυθίζει:
πως θα 'θελες μια αποζημίωση γι' αυτά.

 

VIII

Έτσι η σκιά εκείνης που έχει φύγει,
είναι εδώ τριγύρω μου, τόσο πολύ κοντά μου.
Από τον θάνατο ιερή η πόρτα που ανοίγει:
μαρτύριο που κουβαλώ μες στην ψυχή βαθιά μου.

Τι απ' τη νύχτα άλυτο έχει μείνει χνάρι παγερό
και μέχρι τώρα δεν μου ζεσταίνει το προσκεφάλι.
Πάντα θα βασανίζει η πείνα το μυαλό,
το δώρο που δεν χάρισα και που δεν έχω πάρει.

Ποιος είναι που τη μακρινή απόσταση οργώνει;
ό,τι υπάρχει την καρδιά μου ταλανίζει.
Κείνο που ζει, παίρνει πνοή και δεν τελειώνει,
κλείνει ο χάρος τα μάτια του ενός – μα τ' αλλουνού ολάνοιχτα τα σκίζει.