Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 17

Χουάν Εντουάρντο Θουνίγκα, Οι πόθοι, η νύχτα

Μεταφράζει ο Τάσος ΨάρρηςΔιαβάστε τη Διδασκαλία του Χ.Ε. Θουνίγκα εδώ (μτφρ. Τάσος Ψάρρης, τ.χ. 15, Σεπτέμβριος 2011)

Οι πόθοι, η νύχτα

«Θα βγεις τέτοια ώρα; Έχει νυχτώσει, μπορεί να σου συμβεί κάποιο κακό» –είχε ακούσει τη φωνή του πατέρα, με την έντασή της μειωμένη καθώς ερχόταν από το βάθος του σπιτιού, εκεί όπου συντονίζονταν το γουργουρητό του ανοιχτού ραδιοφώνου και το τικ τακ του ρολογιού στον τοίχο.

Εκείνη δεν του απάντησε, απορροφημένη σε άλλες σκέψεις, ακούγοντας με προσοχή κάτι παράξενο, κάτι που αντιλαμβανόταν κάπως συγκεχυμένα. Έκανε ένα βήμα και πλησίασε στο παράθυρο και άκουσε μια μακρινή φωνή, ήταν η φωνή μιας γυναίκας που τραγουδούσε στη μεσαυλή, φωνή σχεδόν αδιανόητη στο ψυχρό και επισφαλές δειλινό, ένα τραγούδι που τα λόγια του χάνονταν αλλά που ο παθιασμένος του τόνος διαπερνούσε τα τζάμια και, παρότι συχνά αχνόσβηνε, επέστρεφε σαν επίμονο κάλεσμα.

Προσηλωμένη σ’ εκείνη τη φωνή, βγήκε από το σπίτι της όταν έφτανε η ώρα που δεν είχε πια φως κι ο ορίζοντας στον ανοιχτό ουρανό, πάνω από τα σπίτια, έχανε το πορφυρό του χρώμα αποκτώντας το μενεξεδί και το μπλε του κοβαλτίου, κι έτσι, κάθε γωνιά του δρόμου απ’ όπου περνούσε σκεπαζόταν από μια σκοτεινιά που σύντομα θα μεταβαλλόταν σε μαυρίλα.

Σκέφτηκε ότι το τραγούδι ήταν για εκείνη, για μια ερωτευμένη, ότι της το έστελνε κάποια άγνωστη, βέβαιη ότι θα το άκουγε κι ότι θα της μετέδιδε ζωντάνια και αποφασιστικότητα.

Χωρίς φόβο, η Αδέλα διέσχιζε τη νύχτα στο ξεκίνημά της, κατευθυνόμενη προς το Παλάς που είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο, εκεί όπου άλλοτε διοργανώνονταν thé-dansants, και τα ζευγάρια στην πίστα, περιστοιχισμένα από τα τραπέζια με τα σερβίτσια του τσαγιού, λικνίζονταν σε μια αργή μουσική, τα κορμιά όσων χόρευαν αγγίζονταν, οι άντρες αισθάνονταν την καμπυλότητα του σώματος που αγκάλιαζαν, και οι γυναίκες, που δεν είχαν γνωρίσει ακόμα μεγαλύτερες επαφές, κοκκίνιζαν από ντροπή νοιώθοντας τον ερεθισμό στο υπογάστριο εκείνου που κύκλωνε το κορμί τους με το χέρι. Την τελευταία φορά που βρέθηκε εκεί υποσχέθηκε να δεχτεί την πρόταση που θα της έκανε κάποιος και να πάει όπου θα την πήγαινε, αποφασισμένη να ζήσει αυτό που από καιρό ποθούσε.

Και προχωράει η νύχτα, που πάντα την ένιωθε πρόθυμη να δεχτεί καλόβολα τον έρωτα και να μετατρέψει στα κρυφά κάθε δυνατή πράξη στο ξέσπασμα εκείνο όπου κυριαρχεί η τυφλή παράδοση. Περνάει από δρόμους με επικίνδυνα πεζοδρόμια, με μοναχικούς θορύβους βημάτων που ξεμακραίνουν, και η Αδέλα επαναλαμβάνει τα λόγια του ποιητή, τα σιγοψιθυρίζει επικαλούμενη μια ανάλογη πραγματικότητα: «Είναι νύχτα, τώρα ξυπνούν τα τραγούδια των ερωτευμένων, και είναι και η ψυχή μου το τραγούδι ενός ερωτευμένου».

Δυο φορές παραπάτησε σε μια λακκούβα και πήγε να πέσει, αλλά, παρά το χτύπημα στα γόνατα, συνεχίζει να είναι ενθουσιασμένη και να σκέφτεται ότι έτσι όπως είναι ντυμένη δεν θα την άφηναν να διαβεί το λαμπερό hall, ούτε να μπει στην αίθουσα χορού, τώρα όμως θα μπορεί να το κάνει.

Βγαίνοντας από τη λεωφόρο του Πράδο, παρατηρεί τα φώτα από κάποιες λάμπες πετρελαίου και τις σιλουέτες ανθρώπων που τοποθετούν σανίδες γύρω από κάποιους κρατήρες ανοιγμένους από δύο βόμβες που έπεσαν κοντά στο σιντριβάνι του Ποσειδώνα, τους βλέπει να εργάζονται κινούμενοι σαν σκιές και δεν δίνει σημασία σε κάτι που της φωνάζουν όταν περνάει από κοντά, κοιτάζει το τεράστιο κτίριο του ξενοδοχείου με το περίγραμμα της στέγης του σ’ έναν κάπως καθαρό ουρανό. Νοιώθει την ανάγκη να βάλει το χέρι στο σημείο όπου η καρδιά τρέμει με αγαλλίαση, σιμώνει η θερμή και συγκινητική συνάντηση. Λέει στον εαυτό της: «Τώρα μιλάνε δυνατά τα βουερά σιντριβάνια, και είναι και η ψυχή μου ένα βουερό σιντριβάνι».

Στην πρόσοψη όμως δεν υπάρχει ούτε φως ούτε φωτισμένο παράθυρο ούτε οι φανοστάτες που πάντα φώτιζαν τη μεγάλη είσοδο: όλα μπροστά της ήταν σκοτάδι, και άγγιξε την τραχιά επιφάνεια από λινάτσα διαπιστώνοντας ότι ήταν αμμόσακοι τοποθετημένοι για προστασία, σαν αυτούς που συναντούσε παντού, μπροστά από μαγαζιά και πόρτες, εισόδους μετρό και σιντριβάνια στις λεωφόρους.

Κάποιες φωτεινές κηλίδες έδειχναν την είσοδο ανάμεσα από τους σάκους και μπήκε από ένα στενό τριγωνικό πέρασμα που οδηγούσε στο hall, τόσο οικείο, αλλά εκεί δεν υπήρχαν πάρα μόνο δυο γλόμποι που μετά βίας φώτιζαν τις μεγάλες του διαστάσεις και κάποια άτομα που το διέσχιζαν: άντρες με σκουρόχρωμες φόρμες που συζητούσαν και εξαφανίζονταν στο βάθος του χώρου υποδοχής.

Τίποτα δεν υπήρχε να θυμίζει την πολυτέλεια: σωροί από συρτάρια και σακιά, τα χαλιά είχαν εξαφανιστεί και στην παγωμένη ατμόσφαιρα οι οσμές της καλοπέρασης είχαν δώσει τη θέση τους στα απολυμαντικά.

Στον φύλακα, που στεκόταν στα δεξιά και φαινόταν μισοκοιμισμένος, στηριγμένος σε μια κολώνα, ζήτησε τον Ανσέλμο Σααβέδρα. Η απάντηση ήταν ότι απαγορευόταν να περάσει, εκείνη όμως επέμεινε λέγοντας κάτι ασαφές, όπως ότι ήταν ξαδέλφη του ή κάτι για έναν τραυματία, και στο τέλος αυτός της είπε ότι θα τον έβρισκε στην αποθήκη προμηθειών του πρώτο ορόφου.

Ανέβηκε από τη σκάλα του δεύτερου χώρου υποδοχής και βρέθηκε σ’ έναν πλατύ μισοφωτισμένο διάδρομο, με σειρές από αντικριστές πόρτες στις δύο πλευρές. Επρόκειτο για τα δωμάτια που εκείνη ήξερε ότι ήταν τα πιο πολυτελή και άνετα απ’ όλα τα ξενοδοχεία της Μαδρίτης, με φαρδιά κρεβάτια, πουπουλένια μαξιλάρια, διακριτικές λάμπες πάνω από τις τουαλέτες με τους καθρέπτες και τα μπουκαλάκια με τα αρώματα. Μία από τις πόρτες ήταν μισάνοιχτη και βρήκε το θάρρος να βάλει το χέρι στο πόμολο σπρώχνοντας ελαφρά, γεμάτη περιέργεια. Στο κρεβάτι είδε το κεφάλι ενός άντρα σκεπασμένου με μια μπλε κουβέρτα ως το πηγούνι. Τα μάτια κλειστά, ανέπνεε με δυσκολία, τα μαλλιά κολλημένα στο μέτωπο, ξανθά όπως και το μούσι. Το φως έβγαινε από ένα μικρό πορτατίφ πάνω στο κομοδίνο, εκεί όπου υπήρχε κι ένα ποτήρι.

Έμεινε ακίνητη κοιτώντας τον. Έπειτα πλησίασε και πέρασε τα δάχτυλα πάνω από το μάγουλό του, κι ο άντρας δεν κουνήθηκε, είχε έναν επίδεσμο στο λαιμό. Η Αδέλα κατέβασε κάποια εκατοστά την κουβέρτα και είδε ότι οι ώμοι και το πάνω μέρος του στήθους του ήταν σκεπασμένοι με επιδέσμους. Κατέβασε κι άλλο την κουβέρτα και ανακάλυψε το γυμνό κορμί. Παρατήρησε τη χλομάδα του, το ξανθό χνούδι στην κοιλιά, και κοίταξε με περιέργεια το φύλο που κειτόταν ανάμεσα στα δύο πόδια.

Αναριγώντας, ξανασήκωσε την κουβέρτα και οπισθοχώρησε, αλλά η έλξη την έκανε να επιστρέψει και να χαϊδέψει το ακίνητο σώμα, να βάλει το χέρι της στα μπράτσα, στα πόδια που τα είχε δει αποστεωμένα. Συγκρατήθηκε και αποχώρησε. Στον διάδρομο έψαξε για την αποθήκη προμηθειών, τελικά μια ζωγραφισμένη επιγραφή στον τοίχο έδειχνε πού ήταν, και είδε από την ανοιχτή πόρτα τον φίλο της σκυμμένο πάνω από κάποια κουτιά να κάνει κάτι.

Του έσφιξε τα χέρια ανάμεσα στα δικά της, ψιθυρίζοντάς του:
«Αγάπη μου» –και δεν άκουγε τι έλεγε αυτός, επικεντρωμένη στην αίσθηση ότι της φιλούσε τα χείλη και το σημείο του λαιμού που δεν καλυπτόταν από το κασκόλ–. «Ήρθα να σ’ αγαπήσω».

Του μιλούσε από πολύ κοντά και ταυτόχρονα του χάιδευε με τα χείλη τα μάγουλα που ήταν τραχιά από ένα μεγάλο μούσι. Αυτός την απέφευγε. Δεν μπορούσε να αφήσει τη δουλειά του, ούτε να κάνει διάλειμμα, ούτε να διασκεδάσει: είχαν έλλειψη χλωροφορμίου, είχαν μείνει πολύ λίγοι επίδεσμοι, δεν υπήρχαν αρκετά νυστέρια, έφταναν συνεχώς τραυματίες από το μέτωπο της Κάσα δε Κάμπο.
«Μα εγώ ήρθα για να είμαι μαζί σου, για να με φιλήσεις».
«Τώρα δεν μπορώ να ασχοληθώ με σένα. Θα κανονίσω να βρεθούμε αύριο. Φύγε. Πρέπει να πάω στο χειρουργείο».
Τον προηγούμενο χρόνο είχε παρευρεθεί στον χορό μεταμφιεσμένων του Ομίλου Καλών Τεχνών, και είχε πιει πολύ, όπως και οι φίλες της, και τα χέρια διαφόρων αντρών την περικύκλωσαν και την άγγιξαν στην πλάτη, ένας απ’ αυτούς είχε σκύψει το κεφάλι του και τη φιλούσε στο αυτί. Με μια ανατριχίλα, αντιλήφθηκε ότι τη δάγκωνε με τα χείλη του και την ύγραινε με τη γλώσσα, αλλά παρά το γεγονός ότι τραντάχτηκε σύγκορμη και νευρικά, δεν απομακρύνθηκε, δεν διαμαρτυρήθηκε.

Το θυμάται κατεβαίνοντας τη σκάλα και φτάνοντας πια στον χώρο υποδοχής, ανεβάζει τον λαιμό του παλτού και αγγίζει και με τα δύο χέρια τα αυτιά όταν τακτοποιεί στο κεφάλι της το μαντήλι. Στον δρόμο συναντάει τον παγωμένο αέρα και κοιτάζει από δω κι από κει, αλλά δεν βλέπει κανέναν κοντά στο ξενοδοχείο. Μπροστά υπάρχει ένα ασθενοφόρο που μοιάζει εγκαταλειμμένο.

Παίρνει τον δρόμο προς την πλατεία Σάντα Άννα. Ο ουρανός είναι ένα σχεδόν μαύρο ταβάνι, τα σπίτια δεν αφήνουν κανένα φως να περάσει και οι δρόμοι είναι μακρά τείχη με σειρές από μπαλκόνια που μετά βίας φαίνονται. Αραιά και πού διασταυρώνεται με κάποιο αυτοκίνητο που τρέχει πολύ γρήγορα ή με τον θόρυβο κάποιου που περπατάει βιαστικά. Πολύ μακριά, αρχίζει να ακούει τη σειρήνα του αντιαεροπορικού συναγερμού και, τη στιγμή που η Αδέλα περνάει κοντά από την εκκλησία του Αγίου Σεβαστιανού, η μοτοσικλέτα που μεταφέρει τη σειρήνα πλησιάζει προς την Ατότσα και την ξεκουφαίνει.

Τρέχει μέσα από τον κηπάκο της εκκλησίας και μπαίνει στην πόρτα που βγάζει στο υπόγειο, κι ενώνονται μαζί της κι άλλα άτομα και σπρώχνονται προς το βάθος, εκεί όπου ένας γαλάζιος γλόμπος φωτίζει την επιγραφή «Καταφύγιο», όλοι κατεβαίνουν μιλώντας με κραυγές, νευρικοί, φωνάζοντας ο ένας στον άλλον, συζητώντας για τον πιθανό κίνδυνο, κι αμέσως καταφθάνουν κι άλλα άτομα που ρωτάνε για ένα χαμένο παιδί.

Δίπλα της αισθάνεται την πίεση ενός άλλο κορμιού, είναι ένας άντρας που κοιτάζει προς τη σκάλα κι έπειτα αρχίζει να μιλάει σχολιάζοντας τον βομβαρδισμό της προηγούμενης μέρας στο Αργουέγιες και, καθώς η Αδέλα καταλαβαίνει ότι σ’ εκείνη απευθύνεται, του απαντάει νεύοντας καταφατικά. Εκείνη τη στιγμή ξανακούγεται μια στριγκή σειρήνα που αναστατώνει ακόμα περισσότερο τους συγκεντρωμένους οι οποίοι ξεσπάνε σε νέες κραυγές, κουνιούνται και αλλάζουν θέσεις. Ο άντρας πάει και κάθεται στην άλλη μεριά της Αδέλα, κολλημένος πάνω της, και τώρα τη ρωτάει αν είναι μόνη, αν μένει στην περιοχή, γιατί είναι επικίνδυνο να πάει στο σπίτι της περπατώντας μέσα στο σκοτάδι. Η Αδέλα αποκρίνεται μονολεκτικά και βλέπει με μια γρήγορη ματιά ότι είναι ένας άντρας νέος, μ’ έναν σκούφο τραβηγμένο μέχρι τα αυτιά, που της χαμογελάει.
Χωρίς να σκεφτεί την απάντηση, του λέει:
«Δεν θα πάω σπίτι».
Με σιγανή φωνή, πλησιάζοντας ακόμα πιο κοντά της, τη ρωτάει αν έχει φίλο, κι εκείνης, όπως και πριν, της έρχεται να απαντήσει όχι. Νοιώθει το σώμα του άντρα να πιέζεται πάνω στο δικό της και να φέρνει το στόμα του πολύ κοντά στο πρόσωπό της:
«Άκου, γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου; Στο σπίτι μου. Δεν θα κρυώνεις, έχω μια σόμπα που βγάζει πολλή ζέστη, έχω και μια ανάνοιχτη κονσέρβα με κρέας, και κρασί. Μπορούμε να φάμε».

Κι άλλα άτομα κατεβαίνουν στο κρησφύγετο και τσακώνονται με όσους  βρίσκονται ήδη εκεί, γιατί δεν θέλουν να τους κάνουν χώρο, κι ενώ όλοι σπρώχνονται, η Αδέλα αισθάνεται τα χέρια εκείνου του άντρα στη μέση της, αλλά δεν προσπαθεί να απελευθερωθεί, ούτε διαμαρτύρεται, περιμένει να δει μέχρι πού θα φτάσουν οι φιλοδοξίες του. Ακούει κάτι ανάμεσα στις φωνές που τους κυκλώνουν και αφουγκράζεται με προσοχή.

«Θα σε φιλήσω στους ώμους, θα κατεβάσω αργά αργά τα χείλη μου και θα σου γλείψω τις ρώγες στο στήθος. Θα σε κάνω να τρελαθείς».
Είναι έτοιμη να φύγει, αλλά ξαφνικά γυρνάει προς το μέρος του, του χαμογελάει και ψιθυρίζει:
«Εντάξει».

Σπρώχνει αυτούς που βρίσκονται μπροστά της και προσπαθεί να περάσει ανάμεσά τους, καθώς όμως είναι αδύνατον, δίνει αγκωνιές και βλέπει μέσα στο μισοσκόταδο τα έκπληκτα και θυμωμένα πρόσωπα να στρέφονται προς το μέρος της εκφράζοντας τη διαμαρτυρία τους. Της λένε ότι δεν μπορεί να φύγει, να κάτσει ήσυχη, να περιμένει να λήξει ο συναγερμός, παρ’ όλα αυτά η Αδέλα φτάνει στη σκάλα και την ανεβαίνει. Διασχίζει τον κηπάκο, και βγαίνοντας στον δρόμο, μέσα στο σκοτάδι, πέφτει πάνω σε μια ομάδα βιαστικών ανθρώπων που φωνάζουν «Στο καταφύγιο, στο καταφύγιο», τη σπρώχνουν εκτός πεζοδρομίου ρίχνοντάς την σχεδόν κάτω. Περνάει στην απέναντι πλευρά του δρόμου και συνεχίζει να περπατάει κολλημένη στον τοίχο της εκκλησίας, και τότε συνειδητοποιεί ότι ο άντρας δεν την έχει ακολουθήσει και ότι μάλλον έχει μείνει στο καταφύγιο.

Αυτό που της είπε της εξάπτει την περιέργεια, εκείνη θα είχε αποδεχτεί οτιδήποτε θα της πρότεινε, θα είχε επιτέλους γνωρίσει το απόλυτο πάθος και τα όρια της ηδονής. Θυμάται το ξαπλωμένο κορμί που είχε δει στο κρεβάτι του ξενοδοχείου και το βήμα της γίνεται πιο ασταθές καθώς περνάει από διάφορους δρόμους που τους ξέρει καλά.

Έφτασε μπροστά σε μια πόρτα που φαινόταν κλειστή, αλλά την έσπρωξε, κι όταν άνοιξε, ένιωσε τη έντονη μυρωδιά υγρασίας που υπήρχε στον προθάλαμο, μέσω του οποίου, ψηλαφίζοντας με το χέρι τον τοίχο, έφτασε στη σκάλα και βάλθηκε να την ανεβαίνει αργά, μετρώντας το κάθε βήμα της στα σκαλοπάτια που έτριζαν σαν παλιό ξύλο, μέχρι τον τελευταίο όροφο όπου μια λεπτή φωτεινή γραμμή έδειχνε τη μία και μοναδική πόρτα.

Χτύπησε ελαφρά με τους κόμπους των δαχτύλων της και άνοιξε ένας άντρας κάποιας ηλικίας, με μακριά μαλλιά, ντυμένος με ποδιά, και μ’ ένα μαντήλι δεμένο στον λαιμό. Πίσω του έλαμπε μια ηλεκτρική θερμάστρα που ζέσταινε την ατμόσφαιρα στη σοφίτα.

Μπαίνοντας, η Αδέλα τον φίλησε και του είπε: «Γεια σου, θείε» και κάθισε σ’ ένα σκαμνάκι τεντώνοντας τα χέρια της προς τη ζέστη της σόμπας, ενώ ταυτόχρονα έριχνε μια ματιά τριγύρω: εκεί υπήρχαν δυο τραπέζια με πινέλα που εξείχαν από δοχεία, και ελαιογραφίες με τοπία ακουμπισμένες στον τοίχο, κάποιες απ’ αυτές μισοτελειωμένες, και σ’ ένα καβαλέτο ένας μουσαμάς, ο μοναδικός έτοιμος, με φόντο ώχρα. Ο άντρας παρέμεινε όρθιος μπροστά από τη σόμπα. Είχε ένα τσιγάρο στα χείλη και την έβλεπε να ρίχνει το μαντήλι πίσω από το κεφάλι και να κουνάει τα ξανθά και μακριά της μαλλιά.

«Γιατί ήρθες τόσο αργά; Είναι σχεδόν οχτώ».
«Βαριόμουν στο σπίτι. Δεν μπορώ άλλο το κρύο».
Αυτός κούνησε το κεφάλι με μια έκφραση αμφιβολίας. Ρώτησε:
«Σας έδωσαν σήμερα προμήθειες;»
«Ναι, πάει η μητέρα να τις πάρει. Νομίζω ότι έδωσαν ρύζι».
Αυτός έστρεψε το βλέμμα προς μια γωνιά του εργαστηρίου.
«Πες στον πατέρα σου ότι μου ανέθεσαν από το Δημαρχείο κι άλλη αφίσα με το σλόγκαν: “Η Μαδρίτη θα γίνει ο τάφος του φασισμού”. Δεν ξέρω πώς θα μπορέσω να την κάνω» –έκανε μερικά βήματα κοιτώντας προς το πάτωμα, και συνέχισε έχοντας σχεδόν γυρισμένη την πλάτη–: «Εγώ είμαι ζωγράφος, δεν είμαι σχεδιαστής αφισών, πρέπει όμως να δουλέψω, όπως και να ’χει…»
Η Αδέλα πρόσεξε ότι είχε μεγαλώσει η καμπύλη της πλάτης του.
«Σκέψου ότι έχουμε πόλεμο και πως ό,τι συμβαίνει είναι περίεργο και μας κάνει να υποφέρουμε. Κανείς δεν αμφιβάλει ότι είσαι μεγάλος ζωγράφος».

Τον είδε να πλησιάζει στο τραπέζι, να στηρίζεται πάνω του και να απλώνει το χέρι του σε κάτι που υπήρχε εκεί, αλλά το έκανε απλά και μόνο για να δώσει μια δυνατή γροθιά με κλειστή την παλάμη.
«Τόσα χρόνια δουλειάς, να προσπαθώ να μάθω και να βελτιώσω την τεχνική μου στο φόντο, να πηγαίνω σε απονομές και να συμμετέχω σε εκθέσεις, και κατέληξα να φτιάχνω ηλίθιες αφίσες».
Αναθεμάτισε κάνοντας έναν θόρυβο με το στόμα. Η Αδέλα τον διέκοψε:
«Η γειτόνισσά σου ήρθε να σε δει; Είσαι ακόμα τρελά ερωτευμένος μαζί της;»
«Ποια; Η Καρμέλα; Ναι, ήρθε πριν από μερικές μέρες».

Σταμάτησε να περιφέρεται μόλις πλησίασε στο μικρό παράθυρο και παραμέρισε το κουρτινάκι. Κοίταξε έξω και η Αδέλα κατάλαβε ότι κάρφωνε το βλέμμα του σε κάτι ποθητό, εκεί όπου βρισκόταν η ελπίδα, ίσως στα αόρατα σύννεφα της ζοφερής νύχτας.
«Κάθε φορά που έρχεται μου φαίνεται και πιο όμορφη».
«Δεν της έχεις πει ποτέ τίποτα;»
«Τι να της πω; Θα γινόμουν ρεζίλι στην ηλικία μου. Της έχω προτείνει να της φτιάξω το πορτρέτο, μπορεί να δεχτεί».
Χαμογέλασε αδιόρατα, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τη μαύρη νύχτα που πρέπει να υπήρχε έξω από το εργαστήρι.
«Με συγχωρείς που σ’ το λέω, θείε, αλλά θα ’πρεπε να το ξέρει. Εμείς οι γυναίκες έχουμε ανάγκη να ξέρουμε αν ξυπνάμε τον πόθο».
«Σιγά μην ενδιαφέρεται αυτή για τα αισθήματά μου όταν έχει τριγύρω της άντρες νέους και πρόθυμους να κάνουν οτιδήποτε για να την κατακτήσουν».

Ξανάρχισε να περπατάει, κι από ένα ράφι πήρε ένα σακουλάκι ηλιόσπορους και το ακούμπησε μπροστά στην Αδέλα, που άρχισε να τρώει. Αυτός όμως πλησίασε και πάλι στο τραπέζι και έβαλε στη σειρά με μεγάλη προσοχή δοχεία με νέφτι και σωληνάρια με λαδομπογιές.

«Είναι πραγματικά υπέροχη, με τα μαλλιά πιασμένα και με μια μαύρη γραμμή στα μάτια για να φαίνονται πιο μεγάλα, κι όταν γελάει είναι λες και πέφτει ένα φως στο πρόσωπό της. Ξέρει πώς πρέπει να κουνάει τα σκουλαρίκια για να τονίζονται τα αυτιά, οι κρόταφοι, ο λαιμός. Φέτος το καλοκαίρι φορούσε ένα αμάνικο φουστάνι με μεγάλο ντεκολτέ. Την κοίταζα μαγεμένος».

Όταν σώπασε, τίποτα δεν διέκοπτε τη σιωπή μέσα στο εργαστήρι, υπήρχε μόνο το κριτσίνισμα των ηλιόσπορων που η Αδέλα έσπαγε με τα μπροστινά της δόντια ενόσω παρακολουθούσε τις κινήσεις του θείου της, οι οποίες μαρτυρούσαν μια ξαφνική και απέραντη κατήφεια. Αυτός σήκωσε το χέρι του και το έτεινε προς τη ραφιέρα όπου, ανάμεσα σε κουτιά με χρώμα, υπήρχαν κάποια βιβλία. Πήρε ένα, το άνοιξε, βρήκε μια σελίδα που την είχε σημαδέψει με μια κάρτα και διάβασε αργά, με την πλάτη ακόμα πιο κυρτή απ’ ό,τι όταν περπατούσε:
Με το πέρασμα του χρόνου
ο έρωτας γίνεται πιο τρυφερός και ανήσυχος.
Λάμψε, ναι, λάμψε στερνή μαρμαρυγή
της τελευταίας αγάπης, αυγή του δειλινού.
Το αίμα λιγοψυχά στις φλέβες,
αλλά στην καρδιά δεν λιγοψυχά
η τρυφερότητα της τελευταίας αγάπης
που είναι ευλογία και απελπισία.

Είχε διαβάσει προφέροντας με προσοχή, σταματώντας στις λέξεις, μεταδίδοντάς τους όλη την πνοή του καταπιεσμένου πάθους. Έκλεισε το βιβλίο, το ξανάβαλε πίσω στη ραφιέρα και διέτρεξε με το χέρι του το πρόσωπο, τα βλέφαρα και το αξύριστο μούσι ανάμεσα από τις αυλακιές των ρυτίδων κι από τα χείλη που είχαν σκουρήνει από το κάπνισμα. Οι φλέβες του χεριού του ήταν διογκωμένες και οι κόμποι των δαχτύλων παραμορφωμένοι, κι όλα αυτά τα πρόσεξε η Αδέλα.
«Του Ρουμπέν Δαρίο είναι αυτό το ποίημα; Μου φάνηκε πολύ ωραίο».

Ο άντρας απάντησε πως ήταν ενός άλλου ποιητή, κι όταν έβηξε, το χέρι με το οποίο σκέπαζε το στόμα του έτρεμε για κάποιες στιγμές. Τότε άκουσαν τη σειρήνα του συναγερμού και κοιτάχτηκαν κι έκαναν έναν μορφασμό δυσαρέσκειας. Η Αδέλα σταμάτησε να τρώει ηλιόσπορους.

«Πότε θα μου φτιάξεις το πορτρέτο; Θα μου άρεσε να ποζάρω γυμνή».
Στο οποίο ο θείος της έβγαλε ένα γρύλισμα και πήγε στο μικρό παράθυρο για να τραβήξει στη θέση του το κουρτινάκι.
«Ένα βράδυ την ονειρεύτηκα» –άρχισε να λέει–, «λες και την έβλεπα εδώ μέσα. Είχα το βλέμμα μου κολλημένο στα χείλη, στο πηγούνι, στις ζάρες στις δυο πλευρές του στόματος όταν γελούσε, στα μάγουλα. Με φόβιζε μια τέτοια ομορφιά, γιατί μ’ έκανε υπόδουλό της, ήμουνα σκλάβος της. Τελικά, dernier amour» –μετά πλατάγισε τη γλώσσα του–. «Δεν ξέρω γιατί το λέω αυτό».

Η Αδέλα τον είδε να κλείνει τα μάτια μένοντας όρθιος, άκαμπτος, με τα χέρια μετέωρα.
«Φεύγω. Πάω σπίτι».
«Είναι πολύ αργά, ανιψιά, θα σε συνοδεύσω για να μην πας μόνη σου. Οι γονείς σου θα ανησυχούν».
Στον δρόμο τούς περίμενε η δυσκολία να περπατάς χωρίς καθόλου φως, έπρεπε να υπολογίζουν το κάθε βήμα τους πιασμένοι αγκαζέ, ο ένας στήριγμα του άλλου. Σύντομα ξανάκουσαν το ουρλιαχτό από τις κινητές σειρήνες, πράγμα που τους έκανε να πάνε πιο γρήγορα και να σκοντάφτουν και να τρεκλίζουν, και πριν φτάσουν στην εκκλησία του Ιησού του Μεδιναθέλι, άκουσαν από πάνω τους τον σαματά των αεροπλάνων και κάποιες πολύ ισχυρές εκρήξεις ικανές να διαλύσουν τα αυτιά και τα σπίτια που τους περιστοίχιζαν.
Προφυλαγμένοι σε μια πόρτα που βρήκαν μισάνοιχτη, πλαισιωμένοι κι από άλλα άτομα, έστεκαν αμίλητοι, προσηλωμένοι στον κίνδυνο που θα κατέφθανε από ώρα σε ώρα, καθώς όμως οι εκρήξεις δεν επαναλήφθηκαν, αποφάσισαν να φύγουν και άρχισαν να τρέχουν παραπατώντας. Μέσα στο σκοτάδι, έφτασαν εκεί όπου βρισκόταν μια ομάδα ανθρώπων και άκουσαν να φωνάζουν: «Βομβάρδισαν το μουσείο. Καίγεται η στέγη».
Προχώρησαν κι άλλο και είδαν στη μέση της λεωφόρου, στο έδαφος, δυο φωτοβολίδες ακόμα αναμμένες, απ’ αυτές που είχαν ρίξει τα αεροπλάνα, και στην απέναντι πλευρά απ’ όπου βρίσκονταν, στο ύψος της στέγης του μουσείου, μια μεγάλη λάμψη.
Στα δεξιά, το κτίριο στη γωνία της οδού Μορατίν είχε επίσης πληγεί από τις εμπρηστικές βόμβες και καιγόταν. Όπως έλεγε κάποιος, στην οδό Αλαρκόν ξεκινούσε κι άλλη φωτιά.

Ατένιζαν εμβρόντητοι εκείνες τις μακρινές φλόγες κι ο άντρας επαναλάμβανε: «Θα καούν όλοι οι πίνακες, όλοι οι πίνακες» και η Αδέλα τον κρατούσε από το μπράτσο και αισθανόταν ένα ρίγος συγκίνησης. Από πάνω τους, οι γρήγορες φωτεινές γραμμές των προβολέων της αντιαεροπορικής άμυνας διέσχιζαν τον ουρανό, και το φως τους έπεφτε πάνω στα σύννεφα αναδεικνύοντας τα παράξενα σχήματά τους, τα οποία εξαφανίζονταν αμέσως, δίνοντας τη θέση τους σε άλλα που αναδύονταν μόνο για μια στιγμή από το σκοτάδι, ενώ η φωτισμένη δέσμη τα σάρωνε αδιάκοπα, κάνοντας το λευκό των σύννεφων να εναλλάσσεται με τη σκοτεινή άβυσσο του ουράνιου στερεώματος.
 

Επίμετρο


Juan Eduardo Zúñiga
Largo noviembre de Madrid, La tierra será un paraíso & Capital de la gloria


Συγγραφέας ενός μικρού αριθμού έργων, από τα οποία ξεχωρίζει η τριλογία της Μαδρίτης του εμφυλίου πολέμου και της αντίστασης στον φασισμό, ο Juan Eduardo Zúñiga είναι από τους καλλιτέχνες τους οποίους κάθε κοινωνία που ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό και τη δημόσια ηθική θα ήθελε να έχει στις τάξεις της αποτελώντας σημείο αναφοράς. Θεωρούμενος συγγραφέας της γενιάς του ’36, ή του ’50, γενιά που αφήνει πίσω της τον εμφύλιο πόλεμο, ο Zúñiga μεγάλωσε στους κόλπους του ρεύματος που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «κοινωνικό ρεαλισμό», κατάφερε ωστόσο, κυρίως μέσω της απαράμιλλης αισθητικής του, της ικανότητάς του στον συμβολισμό και των σιωπών του, να δημιουργήσει μια λογοτεχνία ιδιαίτερη, μια λογοτεχνία που προτείνει έναν καινούργιο τρόπο παρατήρησης και θέασης των πραγμάτων. Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς όπου η ποιότητα προδίδεται για τριάκοντα αργύρια και η προσωπική γραφή εγκαταλείπεται υπέρ μιας πεζογραφίας απλουστευτικής και παγκοσμιοποιημένης, ο Zúñiga, δουλεύοντας αθόρυβα, παράγει μια τέχνη που αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τις αντιφάσεις, τις παραδοχές και τις αντιθέσεις της ζωής και διερευνά τα πιο ευαίσθητα θέματα της ανθρώπινης φύσης, θέματα εκ πρώτης όψεως ελάσσονα και αμελητέα.

Το έργο του Zúñiga αποτελεί μια δεξιοτεχνική τοιχογραφία των ανθρώπινων καταστάσεων, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει μια ανεκτίμητη βοήθεια για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τα διδάγματα και τις εμπειρίες του για να φιλτράρει με τη μέγιστη δυνατή αντικειμενικότητα τα βασικά υπαρξιακά δεδομένα. Σχεδιάζει αληθοφανείς συναισθηματικές καταστάσεις και συνθέτει ανθρώπινες φωνές-εκφραστές συνειδήσεων που βιώνουν έναν μόνιμο σεισμό, τον οποίο μεταδίδουν στον αναγνώστη μετατρέποντάς τον σε καλό αγωγό σκέψης∙ ανθρώπινες φωνές τις οποίες ο αναγνώστης ενδύεται συμμετέχοντας μέσω των λέξεων, των φράσεων και των παραγράφων σε μια πορεία αργή, σε μια ανάγνωση συμπυκνωμένη, σε μια αφηγηματική ροή φορτισμένη. Ο Zúñiga μεταχειρίζεται τους χαρακτήρες του με διακριτικότητα και με σεβασμό στις ιδιαιτερότητές τους. Με τον ίδιο σεβασμό αντιμετωπίζει και τις λεπτομέρειες του περιβάλλοντος όπου ζουν, οι οποίες δημιουργούν μια ατμόσφαιρα υποβλητική, μυστηριακή, τεταμένη. Οι χαρακτήρες του, συχνά αιχμάλωτοι μιας υποδόριας βαρβαρότητας, οικοδομούν τα βιώματά τους μέσα από μια ομίχλη έρωτα ικανή να σκεπάσει τα πάντα, και με μια ελπίδα που δεν την αποχωρίζονται ποτέ. Αυτή η λογοτεχνική μεταχείριση τους κάνει να παρουσιάζονται μόνιμα παραδομένοι σε μια συγκινησιακή φόρτιση που φαντάζει αναγκαία.

Ο Zúñiga είναι ένας συγγραφέας από τον οποίο μαθαίνουμε διαρκώς. Κύρια επιδίωξή του είναι να φανερώσει την εκτίμηση που τρέφει για την εργατική τάξη, μια εκτίμηση που υποδηλώνει ένα είδος κοινωνικής συνείδησης διόλου στοχαστικής, κι έναν άνθρωπο που δεν ενδιαφέρεται για την ηθογραφία και τον τοπικισμό αλλά για την πραγματική προέλευση των πραγμάτων, για τα αρχικά τους κίνητρα, που δρα οπλισμένος με μια γλωσσική δυναμική διόλου συνηθισμένη στη σύγχρονη λογοτεχνία. Αυτή η γλωσσική δυναμική στηρίζεται σε δομές που ανασυνθέτουν τόσο τον κλασικισμό όσο και την πρωτοπορία, διηθώντας μας στον ειρμό των πιο παραδοσιακών αλλά και των πιο νεωτεριστικών εκφραστικών μορφών. Επομένως, το έργο του Zúñiga είναι κάτι παραπάνω από τεχνική: είναι η ανακάλυψη του ηθικού-καλλιτεχνικού-λογοτεχνικού ανθρώπου, γι’ αυτό και πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.

Η λογοτεχνική και κοινωνική δράση του Zúñiga έμειναν για πολύ καιρό στο σκοτάδι. Τα τρία βιβλία του για τους κατοίκους της πολιορκημένης και βομβαρδισμένης Μαδρίτης, Largo Noviembre de Madrid, La tierra será un paraíso και Capital de la gloria, όπως και άλλα γραπτά του, δεν βγήκαν στο φως παρά μόνο μετά την παλινόρθωση της δημοκρατίας. (Ο ίδιος, όταν ρωτήθηκε για τα αιτία αυτής της καθυστέρησης, απάντησε λακωνικά: «Δεν ήταν η ώρα τους»). Αυτός είναι κι ο λόγος που τα κείμενά του δονούνται κάτω από ένα υπόστρωμα ιστορικών ψεμάτων που στοιχειώνουν τη ζωή των ανθρώπων, ψέματα εδραιωμένα σε χρονικό διάστημα πολλών ετών. Σκοπός αυτών των κειμένων, σκοπός επομένως του Zúñiga, «δεν είναι μόνο να κοιτάξω με μάτια τεντωμένα αυτό που βρίσκεται μπροστά, αλλά να διαβλέψω αυτό που προσπαθεί να κρυφτεί από εμάς», επισημαίνει σε μια συνέντευξή του στον Javier Goñi. Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που λέει ο αφηγητής στο διήγημα Νοέμβριος, η μητέρα, 1936: «Κανείς δεν νοιάζεται για τον ξένο πόνο κι ακόμα περισσότερο για την επίπονη εσωτερική διαδικασία της ωρίμανσης η οποία απαιτεί χρόνο για να γίνει κατανοητή, γι’ αυτό και κανένας οικείος δεν συνειδητοποιεί αυτή τη μετάβαση προς την κατανόηση των όσων μας περιβάλουν, προς την αλήθεια του κόσμου στον οποίο ζούμε, μια κατανόηση που ρίχνει φως στη συνείδηση, που φωτίζει και αποκαλύπτει μια θλιβερή αλυσίδα από συνήθειες, από αποδοχές ανόητων ή επικίνδυνων λογικών που προκάλεσαν δάκρυα και που, πολύ κοντά, στις παρυφές της μεσοαστικής σταθερότητας, έκανε οστεωμένα χέρια διαμαρτυρίας να σηκωθούν∙ ακόμα πιο δυσκολονόητο είναι το ότι κάποια μέρα αυτή η επίγνωση της κατανόησης κάνει ξαφνικά την εμφάνισή της και η λάμψη της αναστατώνει, και πλέον αφιερωνόμαστε στο να ψάχνουμε όλο και περισσότερο μέσα στις αναμνήσεις ή στα καταπιεσμένα μας αισθήματα για να ξαναβρούμε έναν άλλο άνθρωπο που έζησε μέσα μας αλλά έξω από τη συνείδησή μας…»

Βιογραφία
 
Juan Eduardo Zúñiga
 

Γεννήθηκε το 1927 στη Μαδρίτη, πόλη που κατέχει μόνιμη θέση στα βιβλία του και στην οποία έζησε καθ’ όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, γεγονός που τον σημάδεψε βαθειά. Επιστρατεύτηκε στα τέλη του 1937, αλλά εξαιτίας της άσχημης φυσικής του κατάστασης, υπηρέτησε σε βοηθητικές μονάδες. Σπούδασε στη Μαδρίτη Καλές Τέχνες και Φιλοσοφία και ειδικεύτηκε στον ισπανικό 19ο αιώνα και τη σλαβική λογοτεχνία, κυρίως τη ρωσική και τη βουλγαρική.

Από τα έργα του ξεχωρίζει μια βιογραφία του Τουργκένιεφ με τίτλο Los imposibles afectos de Ivan Turgueniev (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη με τίτλο Τα αβέβαια πάθη του Ιβάν Τουργκένιεφ), διάφορα δοκίμια για ρώσους συγγραφείς και αμέτρητα κείμενα και μελέτες για τον βουλγαρικό πολιτισμό, ανάμεσα στα οποία το βιβλίο La historia de Bulgaria. Έχει μεταφράσει σημαντικούς μυθιστοριογράφους και ποιητές των χωρών της ανατολικής Ευρώπης, καθώς και πορτογάλους πεζογράφους όπως ο Urbano Tavares Rodrigues και ο Mario Dionisio. Για τη ισπανική έκδοση του έργου του πορτογάλου συγγραφέα Antero de Quental τού απενεμήθη το 1987 το Εθνικό Βραβείο Μετάφρασης.

Το 1951 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα Inútiles totales και λίγο αργότερα, το 1962, το μυθιστόρημα El coral y las aguas. Από το 1962 ως το 1967 αναγκάστηκε, για βιοποριστικούς λόγους, να εργαστεί ως κριτικός και μεταφραστής. Το 1967 έγραψε το δοκίμιο Los artículos sociales de Mariano José de Larra και το 1980 δημοσίευσε τη συλλογή διηγημάτων Largo noviembre de Madrid με θέμα τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Μαδρίτη την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Το βιβλίο αυτό, ένα από τα καλύτερα που γράφτηκαν ποτέ για τον ισπανικό αλληλοσπαραγμό, έγινε best seller και ανατυπώθηκε άλλες δύο φορές.

Το 1983 κέρδισε το βραβείο Premio Opera Optima που απονέμει η Ένωση Συγγραφέων και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το El anillo de Puskin, ένα είδος δοκιμιακού διηγήματος. Το 1986 εκδόθηκε το La tierra será un paraíso, βιβλίο με το ο οποίο τρία χρόνια αργότερα ήταν φιναλίστ για το Εθνικό Βραβείο Κριτικών και ένα χρόνο μετά για το Εθνικό Βραβείο Συγγραφής. Στις 21 Απριλίου 1992 δημοσίευσε το Misterios de las noches y los días, μια συλλογή σαράντα μικρών διηγημάτων με την οποία το 1993 ήταν φιναλίστ για το λογοτεχνικό βραβείο Elle και το Εθνικό Βραβείο των Ισπανικών Γραμμάτων.

Τον Απρίλιο του 1999 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του Flores de plomo, ένα χρονικό βασισμένο σε ιστορικά στοιχεία γύρω από την αυτοκτονία του Mariano José de Larra σε ηλικία 28 ετών στη Μαδρίτη. Το 2003 ο συγγραφέας των Largo noviembre de Madrid και La tierra será un paraíso ολοκλήρωσε την τριλογία της Μαδρίτης και του εμφυλίου πολέμου με το έργο Capital de la gloria, έναν δεκάλογο διηγημάτων που εικονογραφούν τις τελευταίες ελεύθερες μέρες της ισπανικής πρωτεύουσας, με το οποίο κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Κριτικών και το Βραβείο Salambó.

Σημ. Το παραπάνω διήγημα είναι από το βιβλίο του "Capital de la Gloria" που τιμήθηκε με Εθνικό Βραβείο Κριτικών και το Βραβείο Salambo.