Σε ηλικία μόλις 32 ετών κόβει το νήμα της ζωής του και περνάει στο κύκλο των χαμένων ποιητών. Ο Καρυωτάκης απηχούσε την πολυτάραχη ζωή εκείνης της εποχής, αλλά οι σύγχρονοί του δεν μπόρεσαν να δουν όλες τις πλευρές του, «εντυπωσιάστηκαν» από την αυτοκτονία του, συνέχισαν να ζουν στο ίδιο καταθλιπτικό μέρος όπως και εκείνος αλλά χωρίς να έχουν τα στοιχεία της προσωπικότητάς του. Ο Καρυωτάκης ήταν οξυδερκής, αδιάλλακτος και γεμάτος εντάσεις.
Στη διάρκεια της ζωής του τύπωσε τρεις ποιητικές συλλογές, «Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων» (1919), «Νηπενθή» (1921) και «Ελεγεία και Σάτιρες» (1927). Ολόκληρη η ποίηση του Καρυωτάκη βγαίνει από την βιωματική του γραμμή και τις ατομικές του περιπέτειες. Γι’ αυτό και η πορεία του στο χώρο είναι ο καθρέφτης της ίδιας του της πορείας με τα βήματα του να πλησιάζουν όλο και πιο κοντά στο θάνατο. Στις δύο πρώτες του συλλογές υπάρχει η πίστη του στην ποίηση, στην ίδια την ζωή, στα δικά του συναισθήματα και όνειρα και στην δύναμη που εκπέμπουν. Στην τελευταία του συλλογή, ανήμπορος πια και χωρίς την πίστη του, ο θάνατος γίνεται η κοσμοθεωρία του και αυτό αποτυπώνεται στους στίχους του.
Ο Καρυωτάκης στην ποίησή του ξεκινάει από το ατομικό του πάθος, από τις προσωπικές του καθημερινές τραγωδίες. Είναι καταρρακωμένος συναισθηματικά και όλη αυτή η ένταση που βιώνει εντείνεται και από εξωγενείς παράγοντες. Στους στίχους του Καρυωτάκη σχηματίζεται, αρχίζει και τελειώνει συνάμα με τον δικό του θάνατο, ένας αιώνιος πόλεμος μεταξύ ρομαντισμού και ρεαλισμού. Η πλευρά εκείνη του Καρυωτάκη που είναι συνδεδεμένη με την πλήρη επαφή της πραγματικότητας φαίνεται στο «Ελεγεία και Σάτιρες». Ανάμεσα στις δύο πλευρές του ποιητή, βρίσκεται βαθιά ριζωμένη η βάση του, το συναίσθημα, αντιπροσωπεύοντας το ίδιο το εγώ του Καρυωτάκη, την προσωπική του στάση απέναντι στον κόσμο.
Ο Καρυωτάκης βαίνει προς την απελπισία όλος μαζί, δεν διαμελίζεται σε κομμάτια και ούτε και τα ποιήματά του. Οι στίχοι του είναι καθαρό νερό μέσα στο οποίο κυλάει η προσωπικότητά του, δεν θα κρύψει τις αδυναμίες του, τις φοβίες του. Η αλήθεια του Καρυωτάκη δεν είναι δύσκολο να εντοπιστεί, ακόμα και δεν συμφωνείς μ’ αυτήν. Οι χαρακτηρισμοί που αποδόθηκαν στον ίδιο και στην ποίησή του δείχνουν την απολυτότητά στην κριτική απέναντι του. Ο Καρυωτάκης δεν ήταν ποτέ των μεσοβέζικων λύσεων, της διπλωματίας και της κολακείας, με συνέπεια να μην ανήκει ποτέ και ο ίδιος στην μετριότητα. Τον Κωνσταντίνο Καρυωτάκη θα τον αγαπήσεις για την απελπισία, τον ρεαλισμό, τον ρομαντισμό και την μηδενισμό του ή θα τον μισήσεις για την υπενθύμιση ότι και εσύ έχεις τα ίδια ακριβώς στοιχεία κάθε φορά που χάνεσαι στους στίχους του.
Και μέ είδε μια αχτίδα. Δροσούλα το ιλαρό πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πως μ’ έπεισε το ξύπνημα μιάς νιότης,
πως εγέλασαν τα πικρά μου χείλη!
Σάμπως τα μάτια της να μού είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός, κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος».
(Το ποίημα «Αγάπη»
Από την συλλογή
«Ο πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτων»