Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 17

Κατερίνα Καντσού: "Oι Απαρχές των Ονείρων"

                                                 Οι Απαρχές των Ονείρων, Ποίηση, Κατερίνα Καντσού, Εκδόσεις Vakxikon.gr, 2012


ΓΙΑ ΤΟ ΕΣΥ

Για τον μικρό μου Μ.

Με τον ερχομό σου
ξεκίνησε ο χρόνος
Τα αστέρια βρήκαν τη
θέση τους στον ουρανό
κι ο κόσμος απέκτησε ολότητα.

Γέμισες με θάμβος
τις μέρες μας
και οι νύχτες πια
δεν μοιάζουν τόσο τρομακτικές
κι ατελείωτες.

Ο λαβύρινθος
βρήκε νέο κατακτητή
και το αίνιγμα της Σφίγγας
λύθηκε μεμιάς.
Ο χρόνος έκλεισε μέσα
στη χούφτα σου
κι απ’ τις σταγόνες των ματιών σου
οι κήποι ανθίζουν με μενεξεδένια πέταλα.

Νίκησες
νίκησες το σκοτάδι
απ’ την ψυχή μας
και τώρα κάθε στιγμή
μαζί σου αποκτάει νόημα

Θα σε κρατήσω
θα σε κρατήσω, μικρό μου τρόπαιο
σαν το πολυτιμότερο διαμάντι
που αναβλύζει απ’ αυτή τη γη.
Ακόμα κι αν έρθουν
μέρες σαν κι αυτές
μέρες που κλείνουν μέσα τους
όλο το διοξείδιο και δεν υπάρχει
χώρος για οξυγόνο
και ο αέρας παλεύει μανιασμένα
να βρει διέξοδο
ακόμα και τότε
φτάνει ν’ αντικρίσω τα μάτια σου
ή να μου γνέψει το χαμόγελό σου
και τα σύννεφα θα διαλυθούν
η ομίχλη δε θα ‘χει θέση πια.

Το γέλιο σου κάνει όλους
τους δαίμονες να ριγούν
και η λάμψη σου απλώνεται
πάνω σε καθετί μεγάλο, μικρό
απλό ή αδιάφορο
χαρίζοντάς του την αιωνιότητα.

Χάρη σε σένα
έμαθα να ξαναπερπατώ
να μιλώ
να κοιτάζω
να γελώ
να μαθαίνω
Είσαι η δύναμη
Που μέσα της κλείνεται
όλο το σύμπαν
Από σένα
Ξεκινούν όλες οι ανάγκες
Είσαι η αρχή
Που κάνει τη γη να γυρίζει

Χάρη σε σένα
Ξέρω
Πως η ζωή συμβαίνει.

*

Αν ήμουν δική σου
Θα σε τάιζα άστρα
Και σπόρους θα φύτευα στο σώμα σου
Ν’ ανθίσουν καρποί
Θα σε πότιζα καθημερινά
Με δάκρυα, φιλιά και στάχτες
Μέχρι να σώπαιναν οι μάχες.

ΓΙΑ ΤΟ ΕΜΕΙΣ

Δεν ξέρω τι προστάζουμε
Στεγνές, αποφλοιωμένες
Γήινες, Κυριακάτικες
απολαύσεις

Καταμεσίς του δρόμου
Δίχως έγνοια καμιά
Τόσο εξοικειωμένοι
Που είναι σαν να ξαναεφευρισκόμαστε

Λουλούδια σαγήνες μυρωδικά πέταλα σύννεφα
Γυμνόστηθα θέλω
Κι εσύ κάπου εκεί
Στο πού, στο πουθενά, στο ποτέ και στο τώρα

Ατελέσφορης
Λατρείας
Απόγονος
Ομορφιά γεμάτος
Πλούτη στα μαλλιά
Στο δέρμα στο σώμα
Που τελείται υπό κατάληψη
Τρέχω να σε προφτάσω
Μην φεύγεις μείνε
Πόσο είσαι ωραίος
Κάτω απ’ τη θέλησή μου
Που στοργικά υποκύπτει εμπρός σου.


*

Θυμάμαι που μου γελούσες
που μου μιλούσες σαν να ‘μουν παιδί
κι εγώ σε κοιτούσα
άχνα δεν έβγαζα
παρατηρούσα αυτά τα μεγάλα μάτια
τα απαλά χέρια, τα μακρόστενα χείλη
κι ένιωθα πως είχα ό,τι γύρευα
Πόσο όμορφα και γλυκά και αθώα ήταν όλα τότε
εγώ με την κουβέρτα στον καναπέ
κι εσύ στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι
Έξω ο αέρας μαινόταν
μα μέσα τόση ζέστη
κι εσύ μου διάβαζες ιστορίες
για αγριεμένους βασιλιάδες κι ευαίσθητες πριγκίπισσες
για στοιχειωμένα κάστρα και για μέρη απολιόρκητα
μέρη κι ανθρώπους ξεχασμένους
κι εγώ ταξίδευα, ταξίδευα με όλο μου το είναι
σ’ εκείνες τις εποχές και σ’ εκείνα τα μέρη
έβλεπα τον εαυτό μου εκεί να παλεύει, να αγωνιά, να φοβάται
Πόσο χρειαζόμουν εκείνες τις περιπέτειες
‘όχι, μη σταματάς, διάβασε κι άλλο, πόσο θα ‘θελα να ζούσα τότε’,
σου έλεγα, κι εσύ ‘θα ΄ρθουν καλύτερες μέρες’, μου έλεγες
κι ευχόμουν ποτέ να μην τελείωναν εκείνες οι ιστορίες
ποτέ να μην έσβηνε εκείνη η φωτιά στο τζάκι
και μέσα σ’ αυτήν χαθούμε και ‘γω κι εσύ,
μα πριν το καταλάβω είχε ήδη ξημερώσει
κι είχαν όλα εξαφανιστεί
Πόσο άσπλαχνα το φως της μέρας
παίρνει μακριά τα όνειρα της νύχτας...