Tα Χαμένα Κορμιά είναι η πρώτη πεζογραφική απόπειρα του Διονύση Μαρίνου. Ισχυρίζομαι λοιπόν πως αποτελούν μια αφήγηση του ελλειπτικού. Ελλειπτικού όχι ως προς τη μορφή, όπως συνηθίζουμε να καταδεικνύουμε, αλλά ως προς το περιεχόμενο. Κάτι εκλείπει από τους ανθρώπους κι έτσι ξυπνά το ενδιαφέρον, συντελείται η λογοτεχνική συνθήκη. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση, αυτό που εκλείπει είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Ξεκινώντας από τους απλούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας (ένας μεσήλικας άνδρας και μια φοιτήτρια) που η απουσία τους δε σηματοδοτεί και τίποτα ιδιαίτερο και περνά σχεδόν αδιάφορη, και φθάνοντας στα εξέχοντα μέλη της κοινωνίας. Το μεμονωμένο γίνεται γενικό και αρχίζει να απειλεί τους πάντες – και τον καθένα ξεχωριστά-, στο βάθος τους αρμούς και την ύπαρξη της κοινωνίας.Ας ξεκινήσω με τη δισημία του τίτλου: τα λούμπεν στοιχεία που έρχονται στο νου συνειρμικά με την ανάγνωσή του, τα μέλη του περιθωρίου, της πλέμπας, τα χαμένα κορμιά εννοούνται δίκην μεταφοράς ως η εξαφάνιση των σωμάτων. Λούμπεν εν τέλει αποδεικνύονται οι εκπρόσωποι της τάξης – της τάξης και με τις δυο σημασίες της... Στο βιβλίο λοιπόν, εντελώς ξαφνικά και ανεξήγητα αρχίζουν να εξαφανίζονται οι πολίτες μιας χώρας, μιας χώρας ανώνυμης μα τόσο γνώριμης.
H πρώτη σκέψη/παραλληλία που μου ήρθε, όπως φαντάζομαι και σε κάθε συνεπή αναγνώστη, είναι αυτή με τις αφηγήσεις του Ζοζέ Σαραμάνγκου. Στην τριλογία του Περί Θανάτου, Περί Φωτίσεως και Περί Τυφλώσεως κάθε φορά κάτι εκλείπει. Δε με αφορά παρ' όλα αυτά εάν όντως ο συγγραφέας είχε υπ' όψη του την τριλογία (που κατά πάσα πιθανότητα την είχε). Και αυτό επειδή εαν δεν την είχε πρόκειται για μια αρκετά πρωτότυπη σύλληψη και εαν την είχε το βιβλίο ούτως ή άλλως διατηρεί μια αξία από μόνο του, αξία που δεν αντλείται/βασίζεται αποκλειστικά στην κεντρική αφηγηματική ιδέα.
Καθώς λοιπόν βήμα-βήμα αποσαρθώνεται κατά την εξιστόρηση ο κοινωνικός ιστός, (επαν)αναδύονται στην επιφάνεια τα ταπεινά ανθρώπινα ένστικτα. Επιστρέφουμε στο α-κοινώνητο, στο προ-πολιτικό, στη φυσική κατάσταση. Και η διαδικασία του ξηλώματος, του γκρεμίσματος είναι πάντα πιο δυσάρεστη από αυτή του χτισίματος.
Η πανδημία εξαφανίσεων. Οι αλυσιδωτές αντιδράσεις. Η ροή των σωμάτων που διακόπτεται. H διασάλευση του κοινωνικού. Ο τρόμος του κενού. O φόβος της ασυνέχειας και του τέλους.
H άρνηση του πρώτου εξαφανισθέντα να επανεμφανιστεί, είναι η στιγμή της άρνησης και ταυτόχρονα του φινάλε. Η ακολουθία, έστω και στην αντιστροφή της, διαλύεται. Ο πρώτος εξαφανισθείς είναι ανώνυμος, ταπεινός, μη υπαρκτός, όπως ανώνυμοι όμως είναι εν τέλει όλοι οι εμφανιζόμενοι (και εξαφανιζόμενοι) στο βιβλίο. Η διαφορά: αυτός μοιάζει να είχε εξ αρχής απολεσθέντες τις ιδιότητές του. O συγγραφέας, δημοσιολόγος ο ίδιος και μάλιστα στο πεδίο του παιγνιώδους που καταντά εμπορευματοποιημένο μέχρι φύσεως, γνωρίζει καλά τούτο το παιχνίδι...
Βραδυφλεγές ερώτημα: είναι νοσηρό το αφήγημα του Μαρίνου; η απάντηση δεν είναι εύκολη. Θα έλεγα πως κινείται στη λεπτή γραμμή της αναστάτωσης των ορίων μεταξύ φυσιολογικού και παθολογικού. Το φανταστικό άλλωστε εμφανίζεται ως το αντίπαλο δέον του πραγματικού, και με την αυτονόητη συμπλοκή του Συμβολικού και της αισθητικής η συζήτηση περί κανονικοτήτων πάει περίπατο, ή χώνεται βαθιά στα εξίσου λογοτεχνικά χωράφια της ψυχανάλυσης. Η επιλογή λοιπόν από πλευράς του συγγραφέα ενός παράλογου στη θέση του κινούντος αιτίου της κοινωνικής εκτροπής, προσφέρει ως αποτέλεσμα καταστάσεις ιδιαιτέρως γνώριμες στο παρόν ή στο κοντινό πολιτικό μέλλον. Τι εξαίσια λειτουργία της λογοτεχνίας...