Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 17

"Φαγιούμ" του Θοδωρή Ρακόπουλου

Φαγιούμ, Ποίηση, Θοδωρής Ρακόπουλος, Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2010


Διαλεκτική σε ακινησία
Η «πολιτική αλήθεια» στην ποίηση του Θ. Ρακόπουλου

Ο Θοδωρής Ρακόπουλος φέρει όσο λίγοι, ανάμεσα στους νέους ποιητές, το ευγενές στίγμα του πολιτικού ποιητή. Ο ίδιος, πλειοδοτώντας σκόπιμα (και ολίγον τι ειρωνικά), έχει δηλώσει ότι στο έργο του καταγίνεται διαρκώς και αποκλειστικά («μόνιμα και μόνο») με την πολιτική. Άλλοι, πάλι, έχουν αποδώσει επιδέξια την ποίησή του ως «υπανικτικά πολιτική», εννοώντας, προφανώς, ότι αποφεύγει σωτήρια την αφέλεια του μηνύματος και την πόζα της διδαχής. Προτείνουμε, εδώ, ότι θα ήταν δυνατόν ο χαρακτηρισμός «υπαινικτικά πολιτική» να διαβασθεί από την ανάποδη: ότι ο Ρακόπουλος, δηλαδή, υπαινίσσεται κάποια πολιτική αλήθεια του έργου τέχνης, ακόμη και όταν η θεματολογία του δεν είναι εναργώς πολιτική. Ας δούμε πως μπορεί να συμβαίνει αυτό.

Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου να ευδοκιμήσει η απάντηση κατά πόσο αρμόζει σε κάποιον, εδώ στον Ρακόπουλο, ο τίτλος του πολιτικού ποιητή, αναγκαία προϋπο-τίθεται το ερώτημα τι εννοούμε ως «πολιτική ποίηση» ή ως «πολιτική στην ποίηση» (δύο πράγματα, όχι κατ’ ανάγκη συνώνυμα). Θα αποπειραθούμε, λοιπόν, μια απάντηση στο πρώτο ερώτημα, κατά κάποιον τρόπο θίγοντας την προϋπόθεσή του (δηλαδή, μέσω του δεύτερου).    

Αρχέτυπο των έργων τέχνης, σύμφωνα με το φιλόσοφο της Φρανκφούρτης Τεοντόρ Αντόρνο, αποτελεί η μούμια. Υπάρχει, κατά την άποψή του, ένα «αιγυπτιακό στοιχείο» σε κάθε έργο τέχνης. Η τέχνη θανατώνει με ευλάβεια τις «πρώτες της ύλες», τις παγιδεύει στην ακινησία, πλην όμως προκειμένου να τις διασώσει.

Έτσι, ο κόσμος της τέχνης δεν είναι εξωπραγματικός επειδή συντίθεται από τυχόν εξωπραγματικά υλικά, ούτε επειδή είναι λιγότερο πραγματικός. Κάθε άλλο: εάν εμφανίζει τα πράγματα «όπως είναι», αλλά και ταυτόχρονα «όπως θα μπορούσαν να είναι», μάλλον είναι περισσότερο πραγματικός. Αυτή η «επαγγελία δυνατότητας της αδυνατότητας» είναι που παραπέμπει, πάντοτε κατά τον Αντόρνο, στον «αιγυπτιακό χαρακτήρα της τέχνης».
Τα ποιήματα που συνθέτουν τη συλλογή «Φαγιούμ» του ποιητή θα μπορούσαν να διαβαστούν, λοιπόν, ως ένα θέμα και παραλλαγές επάνω στη «διαλεκτική της ακινησίας» (ας την αποκαλέσουμε έτσι). Ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής παραπέμπει στην αρχαία αιγυπτιακή πόλη Ελ Φαγιούμ και στις ομώνυμες νεκρογραφίες. Μορφές ακινητοποιούνται διαρκώς και από ποίημα σε ποίημα: παγιδεύονται σε νομίσματα, κιλίμια, αγάλματα, εγκυκλοπαίδειες, ξυλογραφίες, μνήμες, φωτογραφικά καρέ. Στην αποτύπωση αυτή, όπως είναι αναμενόμενο, «κάτι πάντοτε λείπει». Το παζλ «δεν είναι ποτέ πειστικό», ο φωτογραφικός φακός «κλέβει στο ζύγι» και η μνήμη είναι πάντα «ανορθόγραφη». Αλλά, εντέλει, μέσω της εξαίσιας ποιητικής μορφοποίησης που κατορθώνει ο Ρακόπουλος, ανασυστήνεται ως αναπάντεχα ζωντανό το ακίνητο και ως δυνάμει ακέραιο το ελλιπές. Στο διαλεκτικό αυτό ελιγμό διαφαίνεται η βαθιά πολιτική, σχεδόν ηθική θα λέγαμε, ουσία της ποιητικής του Ρακόπουλου.

Αν διαβούμε στην άλλη όχθη, στον κόσμο της κοινωνικής εμπειρίας, αντικρίζουμε ένα καμουφλάζ καταιγισμού, μια διάχυτη ευπιστία κίνησης. Τίποτα δεν πρέπει να εκχωρείται στην ακινησία, όλα πρέπει αδιάκοπα να λειτουργούν – έτσι ώστε το μονότονα επαναληπτικό ηχείο της καπιταλιστικής παραγωγής να εκπέμπει την εγγύηση πως δεν αλλάζει τίποτα στην ουσία. Ας θυμηθούμε εδώ τις οξείες αράδες του Μαρξ για την πραγμάτωση της εργασίας, «που εμφανίζεται σε τέτοιο βαθμό σαν μη-πραγμάτωση, ώστε ο εργάτης να στερείται την ίδια την πραγματικότητά του». Η δοσμένη εμπειρική (διάβαζε: καπιταλιστική) προφάνεια παγιδεύει στην κίνηση, απονεκρώνοντας. Η ανατρεπτική αλήθεια του έργου τέχνης παγιδεύει στην ακινησία, διασώζοντας.

Η τέχνη δικαίως επικρίνεται, βέβαια, για την ουτοπική της φύση. Παραμένει δέσμια μιας ενδημικής αντίφασης: η «υπόσχεση ευτυχίας» που η τέχνη κομίζει δεν είναι δυνατό να επαληθευθεί στην καλλιτεχνική επικράτεια ούτε και με τα αισθητικά μέσα. Κάποιες φορές, όμως, στο επέκεινα του αισθητικού, διαγράφεται μια δύναμη υλικής μεταβολής. Και αν η επαγγελία «δυνατότητας της αδυνατότητας» δείχνει να πραγματώνεται κάπως, έστω κατά προσέγγιση, στον εμπειρικό κόσμο, δεν είναι άραγε επειδή ήταν ήδη – και ως αισθητική επαγγελία –  εξαρχής επαληθεύσιμη;

Πράγματι και δίκην παραδείγματος, η συλλογή «Φαγιούμ» περιέχει ένα ποίημα, στο οποίο η αισθητική «διαλεκτική της ακινησίας» τίθεται ευθέως πια σε πολιτική κίνηση. Στο «Γαλλία εσύ ξανθή, χλωμή», η μορφή που αρχικά φυγαδεύεται στην ακινησία είναι αυτή ενός διωκόμενου μετανάστη. Το 2005, θυμίζουμε, στα παρισινά προάστια είχε ξετυλιχθεί μια πρωτόγνωρη εξέγερση, με αφορμή το θάνατο από ηλεκτροπληξία δυο αλγερινών νεαρών. Κυνηγημένοι από αστυνομικούς, είχαν προσκρούσει σε ηλεκτροφόρα σύρματα:
«Οι αρχαίοι απομόνωσαν το ήλεκτρον/στο καθημερινό τους κεχριμπάρι:/μας έμειναν κομμάτια από έντομα/πτήσεις αιχμάλωτες στο αστείο υλικό/κι εκείνη η ορμή στα σύρματα που λεν/Κίνδυνο Θάνατο. Κάθε χτες μόλις νύχτωσε – πάλι,/τράβηξε τη φυγή δυο πεταλούδων απ’ τ’ Αλγέρι/που τις γέλασε η φωτεινή σήμανση Έξοδος».
(Θοδωρής Ρακόπουλος, Φαγιούμ, Μανδραγόρας, σ. 23)

Εδώ, το ήλεκτρο αλληγορεί – και συνηχεί με – τον ηλεκτρισμό. Πίσω από αυτό το επιδέξιο ποιητικό εύρημα, αχνοφαίνεται και η πολιτική αλήθεια του έργου τέχνης: Από τη νεκρική κάσα του ήλεκτρου ξεπήδησε ο ζωντανός ηλεκτρισμός της εξέγερσης.

Στέργιος Μήτας