Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 17

Η τόλμη του παρακάτω (διήγημα) - Νικόλας Σμυρνάκης

Βρίσκονται ακριβώς από κάτω μου. Τέσσερις ή πέντε κοπέλες. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά γιατί τους έχω γυρίσει πλάτη. Κάθομαι στο διαχωριστικό κάγκελο στην άκρη του υπερυψωμένου δρόμου, ακριβώς πάνω από το λιμάνι. Καμιά δεκαπενταριά μέτρα με χωρίζουν από την κεντρική αποβάθρα. Το ένα μου πόδι ακουμπά στο μεσαίο σίδερο του κάγκελου, το άλλο στο έδαφος. Ίσα που το φτάνω. Χρησιμοποιώ σαν αποκούμπι το γόνατό μου και γράφω σε πρόσωπο πρώτο, προς αναγνώστη άγνωστο. Να τι του γράφω:«Σου υπόσχομαι, αυτή την ιστορία δε θα τη διανθίσω. Θα καταγράψω ό,τι βλέπω. Μα για να καταγράψω ό,τι βλέπω πρέπει πρώτα να δω αυτά, που έπειτα θα καταγράψω. Γι’ αυτό, ας μην χρονοτριβώ άλλο».

Λίγο πριν βάδιζα στον κεντρικό δρόμο που βγάζει στο λιμάνι και διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας. Μου χαμογέλασαν. Νομίζω όλες. Τις τρεις τις θυμάμαι σίγουρα. Δεν ανταπέδωσα το χαμόγελο. Η έκπληξή μου παρέλυσε τους μυς του προσώπου μου την πιο ακατάλληλη στιγμή. Μουρμούρισαν κάτι με απογοήτευση και μια δόση υπεροψίας.


Έχουν περάσει τρία λεπτά από την ώρα που ξεκίνησα να γράφω. Τις έχω πάντα πλάτη. Δεν ξέρω καν αν είναι ακόμα εκεί. Άλλαξα στάση, δήθεν να γράφω καλύτερα. Χειρότερα γράφω αλλά τώρα τις έχω ευθεία μπροστά. Μάλλον, δηλαδή. Θέλω να πω, δεν κοίταξα ακόμα αλλά νιώθω καθαρά τις παρουσίες τους. Α, μόλις τις άκουσα. Εγώ πάνω στο δρόμο, όπως πάντα, κι εκείνες από κάτω στο λιμάνι, μια ανάσα από το καράβι που προφανώς μιλά τη γλώσσα τους. Τα μεγάφωνα ηχούν κι ακούγεται μια ανακοίνωση στα εβραϊκά, στα αραβικά ή στα τούρκικα. Δεν ξεκαθαρίζω. Και να ξεκαθάριζα θα καταλάβαινα;

Τελικά ήταν τέσσερις. Γύρω στα 18. Σίγουρα πρώτη φορά μακριά απ’ το σπίτι τους. Στα πρόσωπά τους καθρεφτίζεται η ασίγαστη έκπληξη του πρωτοταξιδευτή. Φαίνονται τολμηρές. Αρκετά τολμηρές ώστε να κοιτούν κατάματα, να χαμογελούν στα υποψιασμένα αρσενικά και να απολαμβάνουν το θράσος τους χασκογελώντας.
«Πολύ γενικόλογο αυτό το “κοιτούν κατάματα και χαμογελούν στα υποψιασμένα αρσενικά”, άγνωστε αναγνώστη. Δε φτάνει μόνο να καταγράφω πιστά ό,τι βλέπω αλλά κι ό,τι σκέφτομαι. Οι γενικότητες δε βοηθούν σε αυτό, είναι όμως ο καλύτερος τρόπος να περάσεις προσωπικά μηνύματα, χωρίς να φανεί ότι η πρόθεσή σου είναι να περάσεις προσωπικά μηνύματα. Θα μου πεις, πάλι αυτό έκανα. Θα σου πω, πόσο δίκιο έχεις. Και έπειτα θα σου πω και κάτι άλλο. Θα προσπαθήσω από δω και πέρα να αποδίδω πιστότερα αυτά που σκέφτομαι. Τέρμα οι γενικότητες. Αλλά ας μην χρονοτριβώ άλλο».

Επιβεβαιώνω γι’ άλλη μια φορά ότι αυτές οι ηλικίες δεν υπακούουν στους νόμους των ανθρώπινων σχέσεων. Τολμούν να δείξουν ανεπιτήδευτα όσα αργότερα θα παλεύουν να αποκρύψουν. Μου δίνουν, παρόλα αυτά, την αίσθηση ότι τους λείπει το «θάρρος του παρακάτω». Τα ασφαλή κακαρίσματά τους δεν είναι παρά αέρινες υποσχέσεις για επισφαλείς πραγματοποιήσεις.


Μόλις με χαιρέτησαν.
-    Πού πάτε; τους έγνεψα.
-    Go go, πήρα την απάντησή μου. Με αποστόμωσαν και έκαναν να φύγουν.
Η πιο ψηλή ξαναγύρισε. Την ακολούθησαν δειλά κι ανόρεχτα οι άλλες. Τώρα με κοιτούσαν διερευνητικά κι οι τέσσερις.
-    What you print; πήρε πρώτη το λόγο η ψηλή με τα κατάσπαστα αγγλικά.
-    What; τη ρώτησα.
Πλησίασαν κι άλλο. Κοιτούσαν ψηλά με το χέρι αντήλιο στοχεύοντας τις προθέσεις μου.
-    What you print; το λόγο είχε πάντα η ψηλή.
-    I write. I don’ t paint, απάντησα ελπίζοντας να είχα καταλάβει τι εννοούσε.
-    Aaaa, χορωδία κουαρτέτο κι απομακρύνθηκαν λες και είχαν επιτελέσει το χρέος που όφειλαν στη διερευνητική τους φύση.

Η ψηλή πρώτη. Οι άλλες από πίσω της. Έτσι, χωρίς προειδοποίηση. Κατευθύνονταν προς το κέντρο της πόλης. Τις ακολούθησα δειλά κι από απόσταση από τον κατηφορικό δρόμο πάνω απ’ το λιμάνι. Λίγο πιο κάτω βρεθήκαμε στο ίδιο επίπεδο εδάφους. Το ανυπόμονο βλέμμα μου τις έκλεισε ξανά στο οπτικό του πεδίο. Με κατάλαβαν. Έριχναν κλεφτές ματιές πίσω τους. Σε μια στιγμή σταμάτησαν και κρεμάστηκαν από τα κάγκελα του μικρότερου λιμανιού με τα σκαφάκια και τις ψαρόβαρκες. Έδειχναν προς τη μεριά του πελάγους, στην κατεύθυνση ενός τίποτα χαμένου στα βάθη της θάλασσας. Έκαναν ότι το σχολίαζαν, μα ούτε το κοιτούσαν.    

«Θα μου πεις, άγνωστε αναγνώστη, πώς να κοιτάξει κανείς ένα τίποτα; Επέτρεψέ μου να σου πω κάτι που ήδη έχεις καταλάβει. Το τίποτα δεν υπήρχε, ήταν μόνο μια αφορμή. Στην πραγματικότητα συζητούσαν για τον «τύπο» που τώρα τις είχε σχεδόν φτάσει. Κι ας συνέχιζαν να χειρονομούν με ενθουσιασμό προς την πλευρά του τίποτα. Και τώρα που το είπα, μη ρωτάς γιατί σου λέω κάτι που έχεις ήδη καταλάβει. Μάλλον ρώτα. Σε παρακαλώ να ρωτάς ελεύθερα ό,τι θέλεις. Αλλά ας μην χρονοτριβώ άλλο».
Πλησίασα επιφυλακτικά. Μίλησα στις πλάτες τους. Στην αρχή, τίποτα. Σαν αυτό του πελάγους. Έπειτα γύρισαν. Οι τρεις από τις τέσσερις. Η ψηλή είχε χαθεί κάπου στη διαδρομή προς το τίποτα.
-    I write a book, βρήκα το θάρρος και ψέλλισα.
-    What;
-    A book.
-    What book;
-    A book about a trip.
-    What trip;
-    This trip.
Τους έδειξα το έδαφος από κάτω μου λες και αντιπροσώπευε όλο τον Άγιο Νικόλαο.
-    Agios Nikolaos is my first stop.
«And last» έκανα να τους πω, μια και δεν είχα σκοπό να γράψω κανένα βιβλίο. Τουλάχιστον όχι μέχρι τη στιγμή που τις είδα. Δεν μίλησα, όμως, γιατί δεν θα καταλάβαιναν.
-    Tell me your names. Where are you from; Τόνισα τις λέξεις μία μία, πολύ
προσεκτικά, μήπως κι αποφύγω δυο τρία «what tell;» και «what names;». Με χαμόγελα σβησμένα, μου συστήθηκαν.
-    Sarel, Mary, Josephine. From Israel.
Είχα δίκιο. Δεν είχαν το θάρρος του παρακάτω. Η ψηλή χαμένη κι οι άλλες τρεις ανήσυχες, μια και είχαν αρχίσει να συλλαμβάνουν την απουσία της.
«Εβραίες ε; Καλά σας κατάλαβα», σκέφτηκα. Βέβαια και Τουρκάλες να ήταν το ίδιο θα έλεγα.
-    Mine is Alex.
-    What;
Αυτή τη φορά δεν ήμουν το ίδιο προσεκτικός.
-    A-l-e-x.
«Αρκετά», σκέφτηκα. «Σήμερα δεν είναι η μέρα μου». Τις χαιρέτησα από απόσταση μια και η αρχική διαχυτικότητά τους είχε αντικατασταθεί πλήρως από την επιφυλακτικότητα του χειροπιαστού «και τώρα;».


Ένιωσα την ανάγκη να φύγω από το λιμάνι. Το υγρό στοιχείο μου θύμιζε ένα τίποτα χαμένο στα βάθη του πελάγους. Κίνησα ίσια πάνω, προς τον πεζόδρομο που ενώνει το λιμάνι με την κεντρική πλατεία της πόλης. Στο τέλος του πλακόστρωτου άκουσα τ’ όνομά μου. Δεν γύρισα μια και δεν πίστευα πως υπήρχε κανείς σε απόσταση εκατό χιλιομέτρων που να με αναζητούσε. Πόσο μάλλον σε ξένη γλώσσα. Πόσο μάλλον με κατάσπαστη αγγλική προφορά.
-    Alex, επέμεινε.
Γύρισα προς το μέρος της φωνής. Με περίμενε, μόνη, η τέταρτη και πιο ψηλή της παρέας. Η μέχρι πρότινος χαμένη. Είχε ένα χαμόγελο πιο μεγάλο απ’ την, κατά τ’ άλλα χαριτωμένη, εβραϊκή της μύτη.

Η πεποίθησή μου για την «τόλμη του παρακάτω» των τεσσάρων κοριτσιών είχε ανέλπιδα πληγεί. Κατά το ένα τέταρτό της. Εμένα πάντως μου ήταν αρκετό.
Το βιβλίο που δεν είχα ποτέ σκοπό να γράψω απέκτησε τίτλο: «Μα πώς ήξερες το όνομα μου;», μια ψηλή ηρωίδα ονόματι Ramonda και μια ανολοκλήρωτη ιστορία.
«Έχουν περάσει δυο χρόνια κι ακόμα τη ζω, άγνωστε αναγνώστη. Όπως ζω όλες μου τις ιστορίες. Μέσα από σένα... Σε ευχαριστώ που με άκουσες κι απόψε. Καληνύχτα».    
Ο Νικόλας Σμυρνάκης ζει στο Ηράκλειο της Κρήτης. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Μουσικές Πατρίδες Παντού (Ιδ. έκδοση, 2009), το e-book Η καταγωγή του Τάνγκο (IslandOfMan, 2012) κι έχει συμμετάσχει στις συλλογές διηγημάτων (e-book) Δήγμα Γραφής (OpenBook.gr, 2011) και 12/12/12 - Οκτώ Ιστορίες για μια Πλατεία (OpenBook.gr, 2012). Είναι υπεύθυνος για την ψηφιακή έκδοση Το Νησί του Ανθρώπου.