Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 17

Αργύρης Χιόνης, ο Τρυφερός Πάνθηρας

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Αργύρης Χιόνης
(22/4/1943-25/12/2011)
Ο θάνατος, σκέφτομαι συνιστά κίνητρο. Στην περίπτωση δε των ποιητών, τούτο αναδεικνύεται σπουδαιότερο, ικανότερο, κίνητρο ισχυρό ώστε να προκύψει ένα ερεθιστικό ενδιαφέρον για τις μυστικές ομολογίες των θανόντων. Ο θάνατος ενός ποιητή αποτελεί το εξαιρετικά ακριβό αντίτιμο, το οποίο εκείνος υποχρεούται να καταβάλλει, εν αγνοία του, πολλές φορές έτσι ώστε να πάψει η ανθρώπινη σκιά στους στίχους, στην ίδια την ποιητική λειτουργία. Το ζήτημα δεν αφορά ποιοτικές συγκρίσεις. Πρόκεται περί μιας στυγνής πραγματικότητος. Για να «ζήσει» ο στίχος θα πρέπει να πεθάνει ο δημιουργός, για να λάμψει ο πρώτος περισσότερο και να κοινωνηθεί μεταξύ των ανθρώπων, να επηρεάσει και να κατευθύνει, εφόσον κρίνεται σπουδαίος, θα πρέπει το ανθρώπινο στοιχείο να εκλείψει. Και εκείνος ο αδιάκοπος κάματος που σκοπεύει στη δημιουργία μορφών ζωής να πραγματώσει το σκοπό του και αίφνης οι σκέψεις να πράξουν το υψηλό τους καθήκον.
Ετούτη η συνείδηση, συνιστά μια αποτρόπαια κατάσταση. Μα είναι σπουδαία αρκετά η ποίηση και θα έπρεπε να είχαμε υποψιαστεί την απαίτηση αυτή, θα έπρεπε να είχαμε διακρίνει εγκαίρως το σκοπό, θα έπρεπε να προστατεύσουμε τον ποιητή ή τέλως πάντων, να αναλάβουμε την ευθύνη που συνεπάγονται οι επιθυμίες μας και να συμβάλουμε στον πρόωρο θάνατό του, ικανοποιώντας την καθολική απαίτηση για μια ποίηση, εκτεθειμένη στο φως.

Τη σκληρή, αυτήν όψη της ποίησης αποκάλυψε στο γράφοντα ο αιφνίδιος θάνατος του ποιητή Αργύρη Χιόνη και η αποκάλυψη της στιχουργικής δυναμικής του. Ο εκκλιπών, παραμένοντας πιστός στα αιτήματα του έργου του, υπέκυψε στις προσταγές του χρόνου και ακολούθησε την υποδεικνυόμενη μοίρα του, όταν αυτή του επιβλήθηκε. Με πλήθος ποιητικών συλλογών, μεταφράσεις, καθώς και πεζά δημιουργήματα, αποτυπώματα του ιδιαίτερου, εσωτερικού ρυθμού του, ο Χιόνης δίκαια κατακτά μια θέση ανάμεσα στους γνήσιους «εργάτες» της ποιήσεως.

Ο προσωπικός του βίος, περιπετειώδης, γεμάτος προσωπικές κατακτήσεις πιστοποιεί το εξαιρετικό πνεύμα του Αργύρη Χιόνη. Δοκιμασμένος σε εργασίες χειρωνακτικές, σκληρές. Πολυταξιδεμένος πολίτης του κόσμου, μεταφραστής στις Βρυξέλλες, δοσμένος στην υπηρεσία της ευρωπαϊκής προοπτικής. Μοναχικός κάτοικος στο μικρό οικισμό Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας, εργάτης της γης και των καρπών της. Ο Χιόνης της συλλογικής προσφοράς και ο άνθρωπος πάλι που αποσύρεται, ώστε να βιώσει ολόκληρη την ατομικότητα και την ηθική του. Πάντα με σκοπό ποιητικό, ετούτος ο «ποιητής του χρόνου» ομολογεί τη σοφία του και τη διαθέτει στην υπηρεσία του στίχου. Περιεκτικός και ευκρινής, ο Χιόνης καταθέτει μια ποίηση θλιμμένη, μα παρηγορητική και αισιόδοξη στο βάθος της, σχεδόν ερμηνευτική θα προσθέταμε, στη στόχευσή της. Ο χρόνος, η επίδρασή του στις ζωές μας, η διδαχή της ταπεινοφροσύνης, η ματαιότητα, αλλά και η ερμηνεία, η αποδοχή αυτής της καθολικής αλήθειας, η οποία πηγάζει από το έργο του και ημερεύει, δίχως αμφιβολία το έρεβος μιας τρομερής προοπτικής.

Στην τελευταία συλλογή κειμένων του, με τίτλο «Όντα και μη όντα», των εκδόσεων Γαβριηλίδης, ο Χίονης, αποδίδοντας μέσω του τίτλου μια κρυφή, ίσως αποκάλυψη των αναζητήσεών του, μας επισημαίνει τις βασικές επιρροές του. «Οι ιστορίες της μάνας μου, η μουσική του Μπαχ, η Παλαιά και Καινή Διαθήκη, η Αποκάλυψη του Ιωάννη, η Φυσική Ιστορία του Πλίνιου, η Φανταστική Ζωολογία του Ντα Βίντσι, Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων, του Μπόρχες, η έξωση από τη ζωή μου της τηλεόρασης, τα Άνθη του Κακού, του Μπωντλαίρ, η βαθύτατη πίστη μου ότι τα πάντα είναι ένα όνειρο, ένα μύθευμα, ένα τίποτε και τίποτε δεν αξίζει όσο ένα μπουκάλι καλό, κόκκινο κρασί. Αυτό είναι κάτι.», λέει ο ίδιος στον ιδιόμορφο πρόλογο του έργου του. Έτσι, ο αναγνώστης και ο μελετητής διαπιστώνει τις ετερόκλητες επιρροές, οι οποίες διαμόρφωσαν τελικά το έργο του Χιόνη.
Οι αναφορές αυτές, οι παραπομπές, τις οποίες υποδεικνύει ο ποιητής, χαρακτηρίζονται από έναν κοινό παρονομαστή ουσίας. Και τούτος δεν είναι άλλος από μια σχεδόν «χωμάτινη» σχέση των ποιητικών οραμάτων με το γνήσιο, υπερβατικό στοιχείο, όπως τελικά, κατά το Χιόνη διαπιστώνεται να κυριαρχεί μες στη μυθιστορηματική εξέλιξη του κόσμου και την έκφρασή της, καθώς καταγράφεται σαν να ασφυκτιά στη μουσική, την παράδοση, την ανθρώπινη ύπαρξη και την τροχιά της μες στο παρελθόν, το παρόν και το προφητικά, καταγεγραμμένο μέλλον. Όμως, παρά την αδιαμφισβήτητη αξία τούτων των προλεγομένων, το κείμενο εκείνο, το οποίο μπορεί να αποκτήσει την ιδιότητα του προσωπικού μανιφέστου του Αργύρη Χιόνη δεν είναι άλλο από το «Μάυρο Πάνθηρα ή Η ακρίβεια στην ποίηση».
Τούτο το εγχειρίδιο ποίησης, ενταγμένο στη στερνή συλλογή του και ίσως για τούτο το λόγο εμβηλαματικό, ως απόσταγμα ζωής και δημιουργίας αποκαλύπτει την πρόθεση, το σκοπό και την αισθηματική κλίση του ποιητή. Ο Χιόνης γράφει: «Η ακρίβεια είναι μία από τις απαραίτητες αρετές της ποίησης. Δεν νοείται ποίηση, δίχως ακρίβεια, ακρίβεια στην έκφραση, στην εικόνα, στην παρομοίωση, στη μεταφορά, στην πληροφόρηση. Κάθε στοιχείο του ποιήματος πρέπει να ελέγχεται με υποχονδριακή σχεδόν σχολαστικότητα, πριν αποτυπωθεί στο χαρτί. Ακόμη και αν έχουμε να κάνουμε με έναν παραλογισμό, πρέπει να είναι διατυπωμένος με τόση ακρίβεια που το αποτέλεσμα να φαίνεται λογικό.» Έτσι, ο Χιόνης περνά από τον κόσμο των «όντων» σε εκείνον των «μη όντων». Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι στα μεν πρώτα η λογική συνιστά μια γενικά παραδεκτή πρακτική και θεώρηση, ενώ στα δεύτερα η λογική ακρίβεια προκύπτει ως ιδιωτική, προσωπική, υφολογικά τηρώντας τις επιταγές της κοινής εκφοράς της, αλλά συντηρώντας παράλληλα μες στη σύνθεσή της την ιδιωτική οπτική του δημιουργού.
Εκείνο, δηλαδή που επιδιώκει ο Χιόνης, είναι η διαμόρφωση μιας λογικής, η οποία θα πληρείται και θα υποστηρίζεται ακόμα και μες στην ενδεχόμενη, οντολογική αναστροφή, την ανάθεση στα πράγματα ιδιοτήτων που τα ξεπερνούν, μα που η ακρίβεια της παραχώρησης δεν επιτρέπει τη διάψευση μιας διακριτικά, ενοχλητικής αλήθειας.

Ένα δεύτερο στοιχείο, συμπερασματικό και ενδεικτικό της ποιητικής ταυτότητας του Χιόνη, προκύπτει στον επίλογο του ίδιου κειμένου. «Ο παρουσιαστής, με επίσημο ένδυμα πληροφορούσε το κοινό ότι ήταν η πρώτη φορά (παγκόσμια πρώτη, όπως λένε) που μαύρος πάνθηρας εκτελούσε νούμερα σε τσίρκο. Έκλεισα την τηλεόραση και έκλαψα, όχι γιατί είχε καταστραφεί ένα ποιύμα μου αλλά γιατί με είχε προδώσει ο μαύρος πάνθηρας. Ύστερα, κάθισα στο τραπέζι μου και πίνοντας πάντα, άρχισα να γράφω ένα πούημα- ύμνο για την ύαινα, αυτό το βρομερό, πτωματοφάγο τέρας. Ήθελα να εκδικηθώ, να πάρω το αίμα μου πίσω για αυτήν την προδοσία. Τα ξημερώματα, ξεμέθυστος, το έσκισα. Πώς είναι δυνατόν να υμνείς την ύαινα όταν, έστω και εσφαλμένα, έχεις το μαύρο πάνθηρα υμνήσει;» Το απόσπασμα αυτό φαντάζει αρκετό για να επισημάνει μια άλλη, εξίσου σημαντική πτυχή της ποίησης του Χιόνη.
Η περηφάνεια, ως ηθική αρνούμενη να εκφυλιστεί, κατά τα πρότυπα του ερμαφρόδιτου κτήνους που περιγράφει ο ποιητής. Η αλύγιστη στάση, η αδυναμία να τιμηθούν πράγματα και ιδέες κατώτερες συνιστά μια καίρια στάση του Αργύρη Χιόνη. Δεν πρόκειται για μια επιτηδευμένη εμμονή, αλλά για μια ειλικρινή θεώρηση της ζωής και της ποίησης, ικανής να περιορίσει τη διάπραξη του ολισθήματος. Την αποδοχή δηλαδή μιας ποίησης κατώτερης των ανθρώπινων προσδοκιών, εκείνων που πάντα στέκουν ακλόνητες, λαμπρές εμπρός στο ανθρώπινο δέος. Ο ποιητής δεν συμβιβάζεται, δεν γράφει ποίηση με αφορμή μικροπρέπειες και ζητήματα ταπεινά, ανάξια. Ακόμα και η λάθος οπτική, συνιστά μια ένδειξη υπερηφάνειας και θάρρους. Ο Αργύρης Χιόνης φαίνεται πως έχει το σθένος να υποστηρίξει την ποίηση, να την αποδεσμεύσει από το μικρόκοσμό του και να την καταστήσει πράξη σπουδαία και τέλεια, πιο ακριβή ακόμα και από τη μίμηση, πιο ανθρωποκεντρική ακόμα και από τη συναισθηματική εξιστόρηση της ψυχολογίας.

Μες σε αυτό το πνεύμα, μες στην αναζήτηση της αλήθειας ως μέσο εξομολόγησης και τελικής κάθαρσης, ο ποιητής δεν χάνει την οπτιμιστική ματιά του. Εκείνη στέκει πάντα εκεί, ικανή να ξεσηκώσει την άνοιξη από τη γη, να την επαναφέρει στους ανθρώπους, να τη λογίζουν πια ως προοπτική. Η ποιητική σκοπιά του Χιόνη χαρακτηρίστηκε στην εισαγωγή του κειμένου τούτου ως παρηγορητική. Και έτσι μοιάζει, όταν καταννοεί την αποκτήνωση, το φόβο, τη βία της σύγχρονης εποχής, που θέλει τον άνθρωπο κυρίαρχο με συνείδηση της θέσης του. Μα συμπληρώνει: «Tα αιωνόβια δέντρα είναι πάνσοφα για αυτό και υποδέχονται με ένα χαμόγελο επιείκειας τον ξυλοκόπο που τα σωριάζει στο χώμα».

Λόγος φυσικός, πεζός, δίχως καμιά προσκόληση σε μέτρα ή περιττούς λυρισμούς. Ο ρεαλισμός του Χιόνη είναι γνήσιος, πρόκειται για την πιο ειλικρινή εφαρμογή του. Ο υπερβατισμός συνιστά το σκοπό, ο ποιητής τον επιτυγχάνει με τα επιλογικά του συμπεράσματα, εκείνα που στηρίζουν και απαιτούν την αναγωγή της σκέψης σε υψηλότερα επίπεδα νοηματικά και συναισθηματικά. Εκεί, όπου φαίνεται πως κατοικούν τα «μη όντα» και απαιτούνται σηματοδοτήσεις που να ξεπερνούν την τυπολογία της συλλογιστικής διαδικασίας.

Το κείμενο «Ακίνητος Δρομέας», το οποίο περιλαμβάνεται στην ομώνυμη συλλογή, συνιστά την τελευταία αναφορά μας στο ποιητικό έργο του Αργύρη Χιόνη. Η φθαρτότητα της φύσης, η εφήμερη παρουσία του ανθρώπου, η δευτερεύουσα τελικά θέση του μες στυ φύση και η θλίψη για τη μηδαμινή επίδρασή του στην εξέλιξη της πραγματικότητας, ως χρόνος και βίος, ο θάνατος, το τέλος της φωνής των ανθρώπων, αποτελούν μερικά από τα ανθρωποκεντρικά θέματα του ποιητή. Η προσωπική αίσθηση, δοσμένη με τρόπο χρησμοδοτικό, με τη μέθοδο των υποννοουμένων, καθίσταται σταδιακά συλλογικότερη, ενώ το στοιχείο της έκπληξης, έτσι όπως τηρείται ως τεχνική στις κατακλείδες των κειμένων, εξωθεί σε άλλα επίπεδα το νόημα.

Ο Αργύρης Χιόνης απεβίωσε ανήμερα τα Χριστούγεννα του 2011, όντας καλεσμένος σε φιλικό τραπέζι. Η απώλειά του αποδεικνύεται σημαντική. Ο γράφων, παραδεχόμενος την ποιητική αξία του και με δεδομένο την επισήμανση της πρώτης παραγράφου, τολμά να καταπιαστεί με το έργο του ποιητή Χιόνη. Η ενασχόληση αυτή, θα αποφέρει μια σημαντική κατάφαση, μια σκοπιμότητα διακριτή στο έργο, επίκαιρη και λησμονημένη.

«Αν είσαι αληθινός ποιητής, τότε τον κόσμο θα μπορέσεις να εξημερώσεις.» Ο Χιόνης κοπιάζει, λοιπόν, όχι για να αποδειχτεί γνήσιος ποιητής, μα γιατί διαπιστώνει κανείς, μες στην ειλικρίνεια του έργου του πως τούτο το ρόλο έχει αναλάβει και αυτόν επιθυμεί να φέρε εις πέρας. Να τραγουδήσει για τα «ελάχιστα πουλιά», να παρουσιάσει τα πράγματα, έτσι όπως είναι, «άπειρα», να αντέξει εκείνη τη «βροχή δωματίου» που πέφτει μες στο εσωτερικό του σπιτιού και έχουν όλα πια αποκτήσει, το «χρώμα του τρόμου.»