Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 17

Στήλη: Διεκδικήσεις - Η Φωτογραφία

Ήταν το καλοκαίρι του '90, τη χρονιά που είχαν πάει διακοπές στη Μάνη. Εκείνες τις μέρες είχε γνωρίσει και τον Α. Μένανε στο ίδιο μέρος - εκείνος είχε πάει με την μητέρα του, μια καλοζωισμένη ζωντοχήρα, που σίγουρα θα την  καλόβλεπε ο πατέρας της αν δεν τον είχε στο νου της η μάνα της. Ήταν απόγευμα κοντά στο σούρουπο όταν τον είδε να κολυμπάει προς το μέρος της. Ο παππούς έλεγε πως  αυτή ήταν η ώρα που ο Θεός κατεβάζει το χέρι του σαν τέντα πάνω από τη γη, για να μπουν από κάτω οι άνθρωποι και να ξαποστάσουν από τον κόπο της μέρας. Είχε γυρισμένο το κεφάλι της προς τον ήλιο και τον παρακολουθούσε καθώς έσβηνε προσεκτικά μέσ' στο νερό. “Αν κολυμπήσω πολύ γρήγορα μπορεί και να τον προλάβω”, σκεφτόταν όταν ένιωσε ένα ρεύμα στις γάμπες της και γύρισε το κεφάλι της για να δει το πρόσωπο του αγοριού να πλησιάζει. Της είπε το όνομα του κι ότι μένει με τη μητέρα του στο διπλανό από το δικό τους δωμάτιο. Από τότε τον έβλεπε κάθε απόγευμα περίπου την ίδια ώρα. Κρέμα παγωτό, δροσερό αεράκι,  κι αυτό το  το γιασεμί που πότιζε με τα αρώματα του το καλοκαίρι. Όχι μόνο εκείνο το καλοκαίρι μα κι όλα τα επόμενα, μπορεί κι όλα τα προηγούμενα που ακόμα δεν θυμόταν. Ακόμα και σήμερα, κλεισμένα τριάνταπέντε, όταν έπιανε να καλοκαιριάζει έπαιρνε τους δρόμους, έκανε σκασιαρχείο από τη δουλειά κι ανέβαινε στη Πλάκα να μυρίσει γιασεμιά, να νιώσει την ευωδιά τους να της χαϊδεύει τη ψυχή σαν το χέρι της μάνας, δυνατό και τρυφερό μαζί.Γίνανε φίλοι οι γονείς της με την εύθυμη ζωντοχήρα και κάνανε και παρέα. Βγαίναν τα βράδια κι αυτή έπιανε να τους εξιστορεί τα βάσανα της από τον άχρηστο τον άντρα της που της άφησε, ένας Θεός ξέρει πόσα χρέη, και το έσκασε με την καλύτερη της φίλη στο εξωτερικό, για να ζήσει λέει τη ζωή που ονειρεύτηκε κι εκείνη του στέρησε. Όταν η μάνα του έπιανε να “στολίζει” τον πατέρα του, ο Α ή φόραγε τα ακουστικά από το φορητό κασετοφωνάκι, ή κοίταζε προς τα κάτω σαν να έψαχνε επίμονα κάτι, κάτι πολύτιμο που το είχε χάσει αλλά συνέχιζε να το αναζητά σε κάθε ευκαιρία. Τότε ο δικός της πατέρας άπλωνε το χέρι του στην καρέκλα της μάνας της, πίσω από την πλάτη της, σαν   κάτι μεγάλα πουλιά που είχε δει στο ζωολογικό κήπο που την πήγαν πέρυσι. “Τι να πεις, μερικοί άντρες είναι κατάπτυστοι” έλεγε και ξανάλεγε και απλωνόταν ακόμα περισσότερο. Εκείνη πάλι δεν τους καταλάβαινε τους μεγάλους, τα προβλήματα τους της φαίνονταν κοινότυπα, ανούσια, λες και τα χρόνια που φορτώθηκαν στην πλάτη τους και μέσα στα μάτια τους, τους είχαν στερήσει το δικαίωμα να σκαρφιστούν μια σκοτούρα της προκοπής. Μόνο παρατηρούσε τον Α και σκεφτόταν ότι θα 'θελε να του κάνει ένα δώρο. Κάτι που θα το έχει κρυμμένο στην τσέπη του, και θα το βγάζει όταν θα ντρέπεται να κοιτάξει τον κόσμο στα μάτια. Την άλλη μέρα πήρε τη φωτογραφική μηχανή που της είχαν χαρίσει στα γενέθλια της, και βγήκε περίπατο στον περιφερειακό δρόμο του χωριού. Για κακή της τύχη η μέρα ήταν συννεφιασμένη και ξεροστάλιασε τρεις ώρες μέσα στο απομεσήμερο, μέχρι να περιμένει να καθαρίσει ο ουρανός για να τον βγάλει μια φωτογραφία. Το απόγευμα, όταν τον είδε στη θάλασσα, την ξετρύπωσε από το σακίδιο της και του τη δώρισε. “Για να μην ξανακοιτάξεις ποτέ προς τα κάτω” του είπε.

Το πρωί που κανονικά θα αναχωρούσαν για την Αθήνα, ξύπνησε από επαναλαμβανόμενα κουδουνίσματα τηλεφώνου. Άνοιξε τα μάτια της, και είδε την θεία Κ να στέκει στη μέση του δωματίου και τη μάνα της να βαδίζει πάνω – κάτω μέσα σ' ένα αόρατο όριο, που όσο πήγαινε και μίκραινε, μέχρι που της έσφιξε τόσο τα πόδια που της έκοψε το αίμα και την ανάγκασε  να σωριαστεί στο κρεβάτι. Κρατούσε στα χέρια της ένα χαρτί τετραδίου, στο λευκό των ματιών της είχε απλωθεί σαν ιστός αράχνης ένα κόκκινο πλέγμα, στο λαιμό της μπορούσες να διακρίνεις με ευκολία δύο πρησμένες φλέβες που ενώνονταν στη βάση τους, αλλά χωρίζονταν με μια κίνηση λίγο πιο πάνω. “Μας άφησε!” της φώναξε και τσαλάκωσε το χαρτί για να της το πετάξει - ευθεία κατηγορία, που όλα αυτά τα χρόνια που υπήρχε τον υπερασπιζόταν, κάθε που εκείνη της μιλούσε για τις βρωμοδουλειές του. “Έφυγε μ΄ αυτή την... άντε μη πω! Που χάλασε τη δική της οικογένεια και πήρε όρκο να διαλύσει κι όλων των άλλων.” Το γράμμα του πατέρα της έγραφε ότι ερωτεύτηκε, ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, αλλά ότι θα επικοινωνούσε το συντομότερο δυνατό για να κανονίσουν τι θα γίνει με το παιδί. Ντύθηκε γρήγορα και μάζεψε τα πράγματα της με τη βοήθεια της θείας της. Παρακάλεσε τη μάνα της να μείνουν άλλες δύο μέρες – μέσα της πίστευε  ότι θα ξαναγυρίσει, αλλά εκείνη αρνήθηκε κατηγορηματικά. Όταν μπήκαν στο αυτοκίνητο της ερχόταν να κάνει εμετό, το κεφάλι της βούιζε και τα πόδια της έτρεμαν. Σε λιγότερο από μια βδομάδα επέστρεψε στο σχολείο, πρώτη γυμνασίου φέτος. Μόλις κάποιος αναφέρονταν στον πατέρα της έσκυβε το κεφάλι. Έσκυβε το κεφάλι για είκοσι χρόνια, τόσο έκανε να του μιλήσει. Από προχτές που έμαθε ότι εκείνος “έφυγε” για δεύτερη φορά... κάθε που ακούει τ' όνομα του σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό για να τον ψάξει ανάμεσα στα σύννεφα... και τις μέρες του Απρίλη, όταν έχει πραγματικά καλό καιρό μπορεί και τον βλέπει να της χαμογελάει.

Aνίσσα Χασίμ


Η στήλη Διεκδικήσεις γράφεται από το τεύχος 7 του Vakxikon.gr