Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 17

Στήλη: Δαίμονας χωρίς ταυτότητα 9

Δεν παρήγγειλε δεύτερο. Σηκώθηκε κι έφυγε. Πήγε μια βόλτα...
Στα φώτα. Στα φώτα που λάτρευε και συγχρόνως μισούσε.
Στα φώτα που τον ταξίδευαν και τον παγίδευαν.
Στα φώτα που τον γέμιζαν σκέψεις. Στα φώτα που του έδειχναν
το δρόμο..., φωτίζοντας  το πρόσωπό του και τη ζωή του.
Πέρασε στο απέναντι μέρος μιας λεωφόρου κι έπειτα κατευθύνθηκε προς την παραλία. Εκεί υπήρχε ένα λούνα-πάρκ.
Τον τράβηξαν τα φώτα και μπήκε μέσα.
Πόσα παιδιά έπαιζαν χαρούμενα! Αθώα, ξέγνοιαστα.
Τι γλυκά πλάσματα! Τα κοιτάς και βλέπεις....

Μάτια γεμάτα ζωή. Μάτια που λάμπουν και χωρίς φώτα. Μάτια που θέλουν να δουν πολλά, να χορτάσουν παραστάσεις από εικόνες. Αυτιά που θέλουν ν’ ακούσουν αλήθειες, εικασίες, ψέμματα και παραμύθια. Αυτιά που περιμένουν απαντήσεις.
Στόματα που θέλουν να γευτούν γλυκές και πικρές γεύσεις. Στόματα που ρωτάνε. Στόματα που θα πουν αλήθειες ως ότου αναπτυχθούν και μάθουν κι αυτά να λένε ψέμματα.
Μύτες που θέλουν να μυρίσουν το άρωμα της ζωής, της ανθρώπινης ύπαρξης.
Χέρια που θέλουν ν’ αγκαλιάσουν όλο τον κόσμο!
Πόδια που θέλουν να πάνε σ’ όλον τον κόσμο!
Υπάρξεις αιθέριες, μοναδικές! Που θέλουν να σε κλείσουν στις μικρές αγκαλίτσες τους μ’ ένα μεγάλο πόθο για να μάθουν και να προστατευτούν από σένα!

Ποιήματα της φύσης που στο τέλος θα γίνουν απαγορευμένα βιβλία ενός συγγραφέα-Διαβόλου. Καταραμένα!
Κατάρα η κάθε γέννηση σ’ αυτόν τον κόσμο της διαφθοράς και της παραφροσύνης. Της ηθικής ατέλειας. Του παρηκμασμένου πλήθους που σέρνει τις αλυσίδες του αγκομαχώντας, χωρίς να τις βλέπει και να τις νιώθει. Χωρίς να γνωρίζει καν πως υπάρχουν.
Πλάνη! Η δέκατη-τρίτη Θεά!
Κανείς δεν υποκλίθηκε ποτέ στο μεγαλείο της! Όχι γιατί δεν της το αναγνώρισαν, αλλά γιατί δε θέλησαν να παραδεχτούν αυτή τη μεγαλειότητά της.
Σκέψεις, θεωρίες στοιχειωτικές, νοσηρές ιδεοληψίες πάλευαν μέσα στο κεφάλι του, τόσο δυνατά που ένιωθε πως θα εκραγούν...
και φοβόταν. Φοβόταν γιατί είχε μέσα του τόσα πολλά, που με μια έκρηξη οι ιδέες αυτές θα πετάγονταν έξω απ’ αυτό, σαν ορμητικός χείμαρρος, που σίγουρα θα τρύπωναν στο κεφάλι του πλήθους που περπατούσε ανάμεσά του, και θα ταλάνιζε τον νου του κάθε ανυποψίαστου, βολεμένου στην άγνοιά του διαβάτη, του  στειρωμένου από δαιμονοληψίες και φριχτές απεικονίσεις ενός δαίμονα-εαυτού.

Δεν έπρεπε από θύμα να γίνει θύτης. Δεν το ήθελε. Ποτέ του δεν το θέλησε. Ό,τι του έκαναν δεν ήθελε να το κάνει. Και δεν έγινε.
Ή αν... έγινε, έγινε εν αγνοία του.
Συνέχιζε λοιπόν να παρατηρεί...
Τη γλυκύτητα, την ανεμελιά και τη ζωηρότητα, στα παιδικά πρόσωπα, την ανησυχία στα μάτια των γυναικών για τα παιδιά τους... μήπως χτυπήσουν παίζοντας, τη λαχτάρα ενός αγοριού που έγλειφε με λαιμαργία το δροσιστικό παγωτό του, το άγχος στο πρόσωπο ενός αγύρτη-ζητιάνου για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, το φόβο που διακρινόταν από τη συστολή στην κίνηση ενός εφήβου, την πονηριά και την αγωνία που διαφαίνονταν στις επιδέξιες κινήσεις ενός πορτοφολά που προσπαθούσε να μη γίνει εύκολα αντιληπτός από το κάθε θύμα του.


Παρατηρούσε τους εργάτες, καθώς γύριζαν στα σπίτια τους, εξαντλημένοι, ιδρωμένοι, ηλιοκαμένοι και ταπεινωμένοι άσωτοι υιοί, τη μελαγχολία στο βλέμμα μιας μελαχρινής κοπέλας,

το μίσος, το δόλο, την εκδίκηση ίσως -θρονιασμένοι καρποί- που έτρεφαν τη ψυχή μιας γριάς φιλάργυρης εμπόρισσας, την αμηχανία ενός δειλού στρατιώτη που βάδιζε με δισταγμό προς το στρατόπεδο μια καταραμένη μέρα, την ευτυχία και την ικανοποίηση στο βλέμμα που έριχνε μια μάνα προς το παιδί της, τη φλυαρία μιας παχουλής κυρίας με διαπεραστική φωνή που βάλθηκε σα φρενιασμένη σάλπιγγα να ξυπνήσει κάθε ζωντανό πλάσμα της φύσης από τον ονειρικό του ύπνο.

Πόσο διαφορετικός ήταν ο ήχος από το βιολί του φτωχού οργανοπαίχτη με τα μεγάλα μελαγχολικά μάτια και το ρομαντικής διάθεσης χαμόγελο που αποτυπωνόταν στο πρόσωπό του!

Πολύχρωμα μπαλόνια κάλυπταν το συννεφώδη ουρανό, όμως ήταν αδύνατο να καλύψουν και την ενοχική υποκρισία των κλόουν που τα κρατούσαν, με τα μπογιατισμένα σχεδόν ξεθωριασμένα από τις πρώτες ψιχάλες της βροχής πρόσωπα. Οι ψιχάλες από τύψεις, σταμάτησαν να πέφτουν και τα σύννεφα είχαν αρχίσει να διαλύονται. Κι αυτός συνέχιζε να παρατηρεί τη φιλαρέσκεια και το ναρκισσισμό μιας νεαρής καλλονής, καθώς άλλαζε χρώματα και πρόσωπα μπροστά σ’ έναν καθρέφτη που νόμιζε πραγματικό, αρχηγικές τάσεις ανάμεσα στα παιδιά που έπαιζαν βώλους, τον πόθο της φυγής από τη φυλακή των εφιαλτικών βασάνων, που λαμπύριζε δαιμονικά μέσα στα νυσταγμένα μάτια των άγριων θηρίων που πρόσφεραν θέαμα, την αβεβαιότητα να εναλλάσσεται με τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση σε κάθε βήμα ενός μικρού ακροβάτη, την τάση ν’ ανακαλύψουν το άγνωστο σε όσους ανέβαιναν στα υπέρ-υψωτικά μηχανήματα του λούνα πάρκ κι έμπαιναν στα τρενάκια του τρόμου ή στις σκουρόχρωμες μυστηριώδεις κάμαρες της γριάς μάντισσας.
Το άγνωστο! Το οποίο κανείς δεν ξέρει πόσο απομυθοποιητικό μπορεί να είναι ή να γίνει. Το άγνωστο!
Το επικίνδυνο άγνωστο. Το ανεξερεύνητο άγνωστο.
Το άγνωστο του χρόνου, της τύχης, της μοίρας, του Θεού.    
 

Άτη Σολέρτη


Η στήλη Δαίμονας χωρίς ταυτότητα γράφεται από το τεύχος 9 του Vakxikon.gr.