Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 17

Νυχτερίδες (διήγημα) - Γιάννης Μαργέτης

Νύχτα.  Βρίσκομαι με δυο φίλους μου έξω από ένα πανύψηλο γυάλινο κτίριο. Ο ουρανός είναι σκοτεινός, όπως κάθε βράδυ. Όμως, δεν είναι  μαύρος όπως κάθε βράδυ. Το χρώμα του είναι το σκοτεινό, απόκοσμο και αποκρουστικό μπλε των βαθύτερων ωκεανών.
Κι ενώ πίσω μου δεσπόζει το γυάλινο κτίριο, του οποίου το τεράστιο ύψος προξενεί ίλιγγο, μπροστά μου απλώνεται μια χαώδης κι έρημη πλατεία. Οι δυο φίλοι μου συμπεριφέρονται λες και είναι παιδιά-μπορεί και να’ ναι. Τρέχουν, φωνάζουν, κυνηγιούνται, παλεύουν. Δεν μου κάνει εντύπωση τούτο, όμως. Με ενοχλεί που, αντί να εκμεταλλευτούν την έρημη πλακόστρωτη πλατεία, η οποία χάνεται στον ορίζοντα, επιλέγουν να παιδιαρίζουν κοντά μου. Για την ακρίβεια, στριφογυρίζουν γύρω μου σαν να ήμουν πλανήτης κι εκείνοι δορυφόροι. Δεν τους αντέχω άλλο.
Ξαφνικά και δίχως προφανή λόγο, αλλάζουν την τροχιά τους και κατευθύνονται προς το γυάλινο κτίριο.
Η είσοδος του κτιρίου είναι ανοιχτή και τα φύλλα της τεράστιας γυάλινης πόρτας ανοιγμένα προς τα μέσα, στο πλάϊ. Διάδρομος εξίσου τεραστίων διαστάσεων με το υπόλοιπο κτίριο- υποθέτω ότι ο αρχιτέκτονας του κτιρίου είναι λάτρης της συμμετρίας- σχίζει στη μέση το οικοδόμημα. Δεξιά και αριστερά του διαδρόμου απλώνονται γυάλινοι τοίχοι, οι οποίοι δεν φαίνεται να έχουν  κάποια σύνδεση με τα ενδότερα του υπόλοιπου κτίσματος. Δεν μπορώ να διακρίνω την οροφή, η οποία πρέπει να βρίσκεται κάπου εκεί ψηλά.

Οι φίλοι μου συνεχίζουν να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Εγώ απλώς τους ακολουθώ περπατώντας νωχελικά σ’ αυτόν τον τεράστιο διάδρομο. Δεν ξέρω, αν ο φόβος να μείνω μόνος μου στην έρημη πλατεία ή αν η περιέργεια για τη μυστηριώδη σύνθεση γυαλιού, με έκαναν να είμαι τώρα εδώ.  Πάντως, εξακολουθώ να ενοχλούμαι από τις φωνές των φίλων μου, η ένταση των οποίων έχει μεγαλώσει εξαιτίας της αχανούς φύσης αυτού του γυάλινου πύργου.

Δεν σταματούν λοιπόν να παιδιαρίζουν, αλλά κι εγώ δεν δείχνω διάθεση να τους κάνω παρατήρηση. Κυνηγιούνται ασταμάτητα και ακούραστα και όπως είναι αναμενόμενο σε τέτοιες περιπτώσεις, ο ένας από τους δύο, εκείνος που είχε τη θέση του κυνηγημένου, πέφτει με φόρα πάνω στον γυάλινο τοίχο, κατά την προσπάθεια του να αποφύγει τον διώκτη του!

Από τη σύγκρουση εξοστρακίζεται, σαν φουσκωτή μπάλα που χτυπά στον τοίχο, και σωριάζεται κατάχαμα. Ο θεόρατος διαφανής τοίχος σαν νερό ήσυχης και γαλήνιας λιμνούλας μεταδίδει με τη μορφή κυματισμού το τράνταγμα της σύγκρουσης σε ολόκληρο το γυάλινο κατασκεύασμα! Είναι μια θεαματική στιγμή. Όμως, με την εκτόνωση της ενέργειας της σύγκρουσης στη γυάλινη επιφάνεια απελευθερώνεται κάτι που παράγει έναν αποκρουστικό θόρυβο. Κοιτάζω ψηλά και για μια στιγμή δεν βλέπω τίποτε. Ο θόρυβος εξακολουθεί να γίνεται εντονότερος και τότε ένα μαύρο σύννεφο εφορμά από ψηλά. Χιλιάδες ιπτάμενα πλάσματα έρχονται καταπάνω μας.

Νυχτερίδες. Είναι νυχτερίδες. Νυχτερίδες κάθε μεγέθους πετούν προς το μέρος μας. Πανικοβαλλόμαστε και αρχίζουμε να τρέχουμε προς την πόρτα του κτιρίου. Δεν φτάνω πολύ μακριά. Οι νυχτερίδες με έχουν ήδη φτάσει, μας έχουν ήδη φτάσει, και μας επιτίθενται. Η πρώτη που μου επιτίθεται με γραπώνει από τα μαλλιά. Με δυσκολία κάνω δυο ακόμη βήματα και σωριάζομαι στη μέση του διαδρόμου. Περισσότερες νυχτερίδες πέφτουν πάνω μου. Φωνάζω από φρίκη και φόβο.

Τελικά ξυπνώ και ακούω την καρδιά μου να χτυπά γρήγορα και δυνατά. Δεν πρόλαβα να δω, αν οι φίλοι μου ξέφυγαν από τις νυχτερίδες. Ελπίζω να τα κατάφεραν.
Ο Γιάννης Μαργέτης ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων Παράδοξη Περιπέτεια (Οσελότος, 2011).