Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 17

Ονειρόκοσμοι, Ποιήματα του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν

Μεταφράζει ο Αναστάσιος Δρακόπουλος
Υπάρχει ένα κτήνος μέσα μας που πρέπει να τιθασεύσουμε,
όχι να εκδιώξουμε.
Anton Szandor LaVey


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην παρούσα μεταφραστική δουλειά γίνεται μια μερική, και ίσως μεροληπτική, προσπάθεια να συνυπάρξουν αποσπάσματα από το ποιητικό έργο τριών εκ των μεγαλυτέρων εκπροσώπων της λογοτεχνίας του φανταστικού. Έργο που μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα γνωστό, είτε γιατί οι αναγνώστες στοχεύουν στα πεζά πονήματα αυτών των συγγραφέων, είτε γιατί δεν χαίρει της απαραίτητης μεταφραστικής προσοχής και προώθησης ή γιατί θεωρείται από πολλούς παρωχημένο.

Αρχικά, παρουσιάζονται κάποια ποιήματα του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, πατέρα της σύγχρονης επικής λογοτεχνίας. Όλα τα ποιήματα του Τόλκιν αναφέρονται στον κόσμο της Μέσης Γης και κατ’ επέκταση της Άρντα. Μέσα από αυτά –όπως συμβαίνει με ολόκληρο το έργο του– ο συγγραφέας προσπαθεί να διδάξει τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να ξεπεραστούν οι αντιξοότητες, οι φόβοι και ο πόνος που πηγάζει από τα ίδια τα σωθικά της ανθρωπότητας. Έχοντας ζήσει και τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους (τον πρώτο, μάλιστα, από το καυτό μέτωπο) ξέρει πως η ελπίδα και ο αγώνας, όταν οι αγωνιστές παραμένουν ενωμένοι και αφοσιωμένοι σε έναν σκοπό, είναι δυνατόν να αποτελέσουν διέξοδο και σωτηρία στους χαλεπούς καιρούς. Έτσι  –επηρεασμένος και από τον καθολικισμό–, ολοκληρώνει πολλά ποιήματά του με την πίστη ότι καλύτερες μέρες έπονται.

Οι Λόβκραφτ και Πόε, από την άλλη μεριά, διαφέρουν αρκετά από τον Τόλκιν. Άνθρωποι φτωχοί, νευρωτικοί, παραγκωνισμένοι από την κοινωνία, είναι γεμάτοι πόνο –τον οποίο συνήθως προκαλούν οι ίδιοι στον εαυτό τους– και φόβο. Αυτός ο φόβος, που πολλές φορές εκδηλώνεται παίρνοντας σάρκα και οστά σε όνειρα και οράματα, μετουσιώνεται σε δημιουργικότητα. Τα ποιήματά τους είναι αρκετά πιο γνωστά (ειδικά ο Πόε θεωρείται μεγάλη επιρροή στον συμβολισμό και την αμερικανική λογοτεχνία γενικότερα), αλλά όλοι οι οπαδοί της φαντασίας τούς γνωρίζουν κυρίως ως θεμελιωτές των ιστοριών τρόμου και των αστυνομικών θρίλερ αντίστοιχα. Στα ποιήματά τους, η δημιουργική τους ευφυΐα πάνω σε εναλλακτικές, σκοτεινές πραγματικότητες γίνεται καθόλα ορατή. Ίσως μέσα στην εξομολόγηση του τρόμου και της απόγνωσης εδράζεται η λύτρωση του δημιουργού από τα πιο σκοτεινά και νοτερά σοκάκια της ανθρώπινης φύσης.
 

Δεν γυαλίζει ό,τι είναι χρυσό

Δε γυαλίζει ό,τι είναι χρυσό,
δεν είναι όσοι αναζητούν χαμένοι·
το παλιό και σθεναρό δε γνωρίζει μαρασμό,
οι ρίζες οι βαθιές δε γλείφονται απ’ τα ψύχη.
Απ’ την τέφρα μια φωτιά θ’ αφυπνιστεί,
ένα φως απ’ τις σκιές θ’ αναβλύσει·
αναγεννημένη η λεπίδα που ‘χε κερματιστεί
κι ο δίχως στέμμα πάλι βασιλιάς θα ζήσει.
Τ' άλση όλα αποτυγχάνουν

Ω! Περάτες της σκιώδους χώρας,
μην απελπίζεστε! Γιατί αν και στέκουν σκοτεινά,
όλα τ’ άλση εκεί θα τελειώσουν
κι ο ήλιος ορθάνοιχτος θα ιδωθεί:
ο ήλιος δύων, ο ήλιος ανατέλλων,
το τέλος της ημέρας κ’ η αρχή.
Απ’ Ανατολή ως Δύση, τ’ άλση όλα αποτυγχάνουν.

Όλοι εσείς οι χαρούμενοι

Τραγουδήστε όλοι εσείς οι χαρούμενοι,
τραγουδήστε όλοι μαζί!
Ο αγέρας στη δενδροκορφή, ο αγέρας και στο ρείκι·
τ’ άστρα ανθίζουν, το φεγγάρι λουλουδάκι,
υπέρλαμπρα τα παράθυρα της νυκτός στο δικό της το πυργάκι.

Χορέψτε όλοι εσείς οι χαρούμενοι,
χορέψτε όλοι μαζί!
Το γρασίδι απαλό, είθε και το περπάτημα πάνω σα φτερό!
Ο ποταμός είν’ ασημένιος κ’ οι σκιές υποχωρούσες·
χαρούμενος ο χρόνος του Μαγιού, χαρούμενη κ’ η συνάθροισή μας.

Μη στενάζετε κανένα μαρασμό,
μέχρι του πρωινού τον αγέρα!
Φεγγάρι πέσε! Σκοτεινή ας γίνει η γης!
Σιωπή! Σιωπή! Βαλανιδιά, στάχυ κι αγκάθι!
Σιωπή έφερε το νερό, μέχρι της αυγής τον ερχομό!

Αθέλας

Όταν η μαύρη πνοή φυσά
κ’ η σκιά του θανάτου απλώνει,
έλ’ αθέλας! έλ’ αθέλας!
Ζωή εις τους νεκρούς,
στο χέρι του ρήγα κείται!

Το τραγούδι του Γκάνταλφ για τον Λόριεν

Στο Ντοΐμορντεν, στο Λόριεν,
όπου πόδια ανθρώπου ελάχιστα πατήσαν,
λίγα μάτια θνητά το φως ατενίσαν,
που κείται πάντα ‘κει, εκτενές και λαμπερό.
Γκαλάντριελ! Γκαλάντριελ!
Πεντακάθαρο το νερό του πηγαδιού σου·
ολόλευκα τ’ άστρα στη λευκή παλάμη σου·
αμόλυντα κι άσπιλα τα φύλλα κ’ η γης
στο Ντοΐμορντεν, στο Λόριεν,
πιο υψηλά απ’ των θνητών τις σκέψεις.

Γκιλ-Γκάλαντ

Ο Γκιλ-γκάλαντ ήταν ξωτικο-βασιλιάς
γι’ αυτόν οι αρπιστές λυπημένοι αρπίζουν:
του τελευταίου που το βασίλειο δίκαιο ήταν
και λεύτερο συνάμα
μεταξύ ψηλών βουνών και της τρανής θαλάσσης.
Μακριά η σπάθα του, κοφτερή η δικιά του λόγχη.
Λαμπερή η περικεφαλαία του, απ’ απόσταση βλεπόταν.
Τ’ αμέτρητ’ άστρα, το ουράνιο λειβάδι
στην ασημένια ασπίδα τού Γκιλ-γκάλαντ καθρεφτιζόταν.

Αλλά πάει καιρός που ίππευσε γι’ αλλού,
κανείς πού κατοικεί δεν ξέρει.
Γιατί σ’ έρεβος τ’ άστρο του βυθίστηκε·
στης Μόρντορ τη γη, των σκιών πεδιάδα.

Ο Βασιλεύς

Ο βασιλεύς κάτ’ απ’ τα βουνά,
ο βασιλεύς της σφυρηλατημένης πέτρας,
ο άρχων των χρυσών κρουνών,
θα ‘ρθει από μόνος!

Το στέμμα θα κρατά ψηλά,
την άρπα του πάλι θα κουρδίσει,
οι αίθουσες του θ’ αντηχήσουν χρυσαφένιες,
με τραγούδια λαχτάρας ξανατραγουδημένα.

Τα δάση θα χαιρετίσουν τα βουνά,
καθώς οι πόες απ’ τον ήλιο κάτω·
στις πηγές θα ρέει ο πλούτος του,
οι ποταμοί χρυσοί θα επιταχύνουν.

Τα ρυάκια μέσ’ στην καλή χαρά,
οι λίμνες λαμπερές, πυρφόρες,
η λύπη κι ο πόνος θα χαθούν,
την επιστροφή του βουνίσιου βασιλιά
μόλις δουν!

Ελεγείο για τον Έορλ τον νεαρό

Πού είναι τώρα τ’ άλογο κι ο αναβάτης; Πού είναι το βούκινο που ηχούσε;
Πού είναι η περικεφαλαία κ’ η μακριά πανοπλία, τα λαμπερά μαλλιά π’ ανέμιζαν;
Πού είναι το χέρι καθώς τη χορδή της άρπας άγγιζε
κ’ η κόκκινη φωτιά με το λαμπερό της θάλπος;
Πέρασαν σαν τη βροχή απ’ το βουνό, σαν τον αγέρα απ’ το λιβάδι·
οι μέρες κατακρημνίστηκαν στη Δύση, πίσω απ’ τους λόφους, στη σκιά.
Ποιος όλον τον καπνό απ’ τα νεκρά, φλεγόμενα δάση θα μαζέψει
ή θα περιμένει τη ροή του χρόνου απ’ τη Θάλασσα να επιστρέψει;
Εποχές

Στο λιβάδι των ιτιών περπάτησα την άνοιξη.
Ω! Η θέα κ’ η ευωδία της άνοιξης στο Νανταράσιον!
Και τότε είπα πως ήταν υπέροχα.
Περιπλανήθηκα το καλοκαίρι στο δάσος των πτελέων της Οσίριαντ.
Ω! Το φως κ’ η μουσική του καλοκαιριού δίπλα απ’ τους επτά ποταμούς του Όσιρ!
Και τότε σκέφτηκα πως ήταν ό,τι καλύτερο.
Στις οξιές του Νέλντορεθ έφτασα το φθινόπωρο.
Ω! Το χρυσό, το κόκκινο και ο στεναγμός των φύλλων
το φθινόπωρο στη Τορ-να-νέλντορ!
Και ήταν παραπάνω απ’ ό,τι ποτέ ‘πεθύμησα.
Στα πεύκα των υψιπέδων του Ντορθόνιον αναρριχήθηκα τον χειμώνα.
Ω! Ο άνεμος, η λευκότητα και τα μαύρα κλαδιά του χειμώνα στο Όροντ-να-Θον!
Η φωνή μου εξυψώθηκε και τραγούδησε στα ουράνια.
Τώρα, όλοι αυτοί οι τόποι βυθισμένοι κάτω απ’ το κύμα,
και περπατώ στην Αμπάρονα, στην Τορεμόρνα, στην Αλνταλόμε,
στη δικιά μου γη, στην επικράτεια του Φάνγκορν,
όπου οι ρίζες είναι μακριές,
και τα χρόνια κείτονται βαρύτερα από φύλλα,
στην Τορεμορνάλομε.

Ωδή στον Ντούριν

Όταν ο κόσμος ήταν νέος και τα βουνά θαλερά,
κανένα στίγμα δε φαινόταν στο Φεγγάρι,
μήτε λέξεις στο ρυάκι ή στην πέτρα,
όταν ο Ντούριν ξύπνησε κι άρχισε να βαδίζει.
Ονόμασε τους ανώνυμους λόφους και τις κοιλάδες·
ήπιε από πηγάδια που κανείς δεν είχε γευτεί·
σταμάτησε και κοίταξε στο Μίρορμερ,
όπου είδε ένα στέμμα άστρων
–σα να ‘ταν από πετράδια συνυφασμένα μ’ ασημένια κλωστή–,
πάνω απ’ το κεφάλι του στη σκιά.
Ο κόσμος ήταν δίκαιος, τα βουνά ψηλά,
τις Πρεσβύτερες Ημέρες πριν την πτώση
των μεγάλων βασιλέων  της Νάργκοθροντ
και Γκόντολιν, που τώρα έχουν περάσει μακριά,
πέρα απ’ τη Θάλασσα  στη Δύση.
Ο κόσμος ήταν δίκαιος, λοιπόν, την εποχή του Ντούριν.
Βασιλέας ήταν σε σκαλισμένο θρόνο,
σε πέτρινες αίθουσες με πολλούς πυλώνες,
μ’ επαργυρωμένα πατώματα κ’ επιχρυσωμένες οροφές,
με ρούνους δύναμης στις πύλες.
Το φως του ήλιου, των άστρων και του φεγγαριού
σε πελεκημένους από κρύσταλλο φανούς έλαμπε,
δίχως να σκιάζεται από σύγνεφο ή της νυκτός σκιές.
Εκεί στεκόταν, πάντα δίκαιο κι ολόλαμπρο.

Εκεί το σφυρί χτυπούσε τ’ αμόνι,
εκεί το κοπίδι έσκιζε κι ο χαράκτης χάραζε·
εκεί σφυρηλατούσαν τη λεπίδα κ’ έδεναν τη λαβή·
ο ανθρακωρύχος έσκαβε κι ο αρχιτέκτων έχτιζε·
εκεί το βηρύλλιο, η πέρλα και τ’ ωχρό οπάλιο
μαζί με τ’ ατσάλι κατεργάζονταν σα να ‘ταν λέπια ψαριού.
Η ασπίδα κι ο θώρακας, το τσεκούρι και το σπαθί,
οι αστραφτερές λόγχες στοιβάζονταν σα θησαυρός.
Ακούραστος τότε ο λαός του Ντούριν·
κάτω απ’ το βουνό η μουσική ξενυχτούσε:
οι αρπιστές άρπιζαν, οι ραψωδοί τραγουδούσαν
και στις πύλες οι τρομπέτες ηχούσαν.

Τώρα, ο κόσμος είναι γκρίζος, τα βουνά γερασμένα,
η φωτιά του σιδηρουργείου σποδός·
μήτε άρπα ηχεί, μήτε κι ο πέλεκυς:
το σκοτάδι εδράζεται στις αίθουσες του Ντούριν·
μια σκιά πάνω απ’ τον τάφο του,
στη Μόρια, στη γέφυρα του Κάζαντ-ντουμ.
Μα ακόμα τα βυθισμένα άστρα εμφανίζονται
στο μαύρο και δίχως θόρυβο Μίρορμερ·
εκεί κείται το στέμμα του, στα βαθειά νερά,
μέχρι ο Ντούριν απ’ τον ύπνο να σηκωθεί ξανά.