Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 17

Ο Μάης (διήγημα) - Νίκος Καλόγηρος

Εκείνη Στεφανία, εκείνος Χρήστος. Ένεκα βλεμμάτων δυνατών (με καρφώνει σου λέω) και  ακόμα αισθησιακότερων αγγιγμάτων (τα νιώθεις αυτά στ' ακροδάχτυλα) δεν άργησε το γλυκό να δέσει. Κι αλήθεια είναι, πως έδεσε για τα καλά. Ως ότου βέβαια να ζαχαρώσει, κι απέ να σαπίσει ολότελα. Πάντως αρχικά, φαινόταν το παρόν λαμπρό και το μέλλον λαμπρότερο. Άλλωστε αυτό το Χρίστος και το Στεφανία δεν ήταν κάτι απλό, εκείνη το ΄ξερε. Ήταν ολοφάνερο, αυτό το στ που έχουν μέσα και τα δυο ονόματα δημιουργεί ένα σημείο αναφοράς, μια δομή. Επιπλέον τα φι και χι. Αυτά που τα πας; Τα  ακροτελεύτια  γράμματα της αλφαβήτου δεν είναι βαρετά σαν και τα πρώτα, φανερώνουν πορεία, διαδρομή, μονοπάτια, μυστήριο. Σε λίγα ονόματα ζευγαριών θ΄ ακούσεις δύο στ κι επιπλέον φι και χι. Δίνει μια αίσθηση κυκλικότητας κι αρμονίας μια τέτοια ηχητική αλληλουχία, απόκοσμος συνδυασμός σχεδόν μεταφυσικός. Οιωνός, όχι αστεία.
Όπως κάθε έναρξη, κι αυτή πανηγυρική –αν εξαιρέσεις την έντονη μυρωδιά καφέ και ταγγισμένου λαδιού. Σίγουρα μεγαλοπρεπής κι έντονη. Βρίθουσα μεγαλοστομιών, χτυποκαρδιών και από στήθους αρθρωμένων επιφωνημάτων όπως αρμόζει σε κάθε ερωτική σχέση που κουβαλά αυτό το πολύ ξεχωριστό συνταγολόγιο: πασπαλισμένη με παρατεταμένη εφηβόσκονη και καρδαμαμωμένη με μια υποψία ήβης. Αυτό το ορμητικό, το ξαφνικό, το προπάντων απροειδοποίητο χλωμό των χειλιών του έφτανε για να χάσει η Στεφανία τη γη κάτω απ΄ τα πόδια της. Και τούτη τη φορά δεν ήταν πάλι αυτή η λυσσαλέα βουλιμία, όχι. Ήταν εντελώς τ' αντίθετο, ένα αίσθημα απώλειας, αυτό ήταν. Απώλειας του εαυτού, του προσανατολισμού, του ορίζοντα. Αυτός ο θαυμαστός μετεωρισμός γεννούσε αράδες σ' ανεξίτηλα μελάνια. Ο χρόνος μεστωμένος, θαρρείς γεμάτος, περνούσε από δίπλα γλυκοπατώντας στις πατούσες κι ούτε τον έπαιρνες χαμπάρι.
“Κι είναι αμαρτία να σκέφτεσαι το χρόνο σε τέτοιες περιπτώσεις”, σκεφτόταν η Στεφανία, καθ΄ όσον η νιότη με το μυικό της σφρύγος, είναι λύκαινα που κυνηγάει το χρόνο να του σκίσει τη  μαλακή προβιά στη Βάλια Κάλντα. Και τα λυκάκια πεινάν. Κρυβόταν, λοιπόν, ο χρόνος και τρύπωνε περίτεχνα στ΄ αμπάρι, χωνόταν τη μια σε τριξίματα συνεχή των κρεβατιών και καρεκλών και καναπέδων, την άλλη στο σάλιο που δένει πισθάγκωνα τη γλώσσα την ώρα που  αυτού του “σ' αγαπώ” που όσο πιο υγρό ακουστεί τόσο πολλαπλάσια τα μελλοντικά οφέλη. Όλα πηγαίνανε καλά, πολύ καλά και τα δυο παιδιά κατακτούσαν ένα επίπεδο εμπιστοσύνης κι αλληλοκατανόησης. Μπορούσαν, ρε παιδί μου, να συνεννοηθούν, να αγγίζονται δέρμα-δέρμα χωρίς αμηχανία, μακριά από τα τσουχτερά “δεν πρέπει”. Πράμα σπάνιο και δύσκολο στην παρδαλή εποχή μας.
Μια σειρά από αποτυχημένες σχέσεις στο παρελθόν, της είχαν κοστίσει πολλά της Στεφανίας και να που τώρα είχε βρεθεί αυτός, αυτός που θα μπορούσε όλα να τ’ αλλάξει και να κάνει την καρδιά της να υγιάνει μια και καλή. Διότι εκείνος ήταν αλλιώς. Η καθημερινότητα μαζί του δεν ήταν βαρετή, την πρόσεχε, την αγαπούσε, τη φρόντιζε. Κάθε φορά κι ενώ που νόμιζε πως τον έχει μάθει πια καλά, ο  Χρήστος ξεδίπλωνε μιαν ακόμα πτυχή του πολυδιάστατου χαρακτήρα του, γινόταν ακόμα τρυφερότερος και την αιφνιδίαζε τόσο, μα τόσο ευχάριστα. Ο Χρήστος δεν έψαχνε να χαχανίσει, έψαχνε να ζαλιστεί από την εύνοια της συνθήκης του “μαζί”, καταλάβαινε πως είναι να νιώσεις αυτό το “εμείς”. Όταν οι άλλοι κοιτούσαν πως να πουλήσουν πνεύμα, πως να φανούν, πως να ψάξουν την ατάκα και να θριαμβολογήσουν πάνω στο κρύο μάρμαρο του αντρισμού τους εκείνος ήξερε να σωπαίνει, να μένει εμβρόντητος, ν΄ αγαπά.  
“Ξέρεις πως με λέει; Με λέει 'καλή του'! 'Καλή του' με λέει, τ΄ ακούς; Και το εννοεί πραγματικά. Είναι κούκλος, το αγόρι μου!”,  έλεγε στις φίλες της συνέχεια και ρισκάριζε να γίνει μονότονη.
“Το σημαντικότερο είναι η επικοινωνία. Αν χαθεί ποτέ η επικοινωνία δεν ξέρω. Δε θα χαθεί ποτέ όμως, είμαι σίγουρη”, έλεγε στον εαυτό της ξανά και ξανά και έβαζε τη μάνα της να αρχίζει το ξεμάτιασμα και νάσου οι σταγόνες λάδι να ξαπλώνουν πάνω στο νερό και να χάνονται στα τρίσβαθα, στους ύμνους και στα βάσκανα.
Έλα όμως που οι άνθρωποι κινάνε μόνιμα στ΄ αδιέξοδα. Έχουμε όλοι κακά χημικά μες στο κεφάλι μας που μας σπρώχνουν να αποδείχνουμε συνέχεια σόνι και ντε την ατόφια σαπίλα μας. Δεν εξηγείται η τρομερή ηδονή που αντλούμε απ΄ την καταστροφή, η χαρά που προσφέρει η κλωτσιά όταν γκρεμίζει στην άμμο τα πυργάκια των παιδιών. Λέμε για την ελπίδα, την αγάπη, το καλό με φράσεις παραγεμισμένες  ζάχαρη την ώρα που ενδόμυχα ποθούμε την απόλυτη τυραννία του μηδενός και κάπου μέσα μας το ξέρουμε, μα όλοι σφυρίζουμε αδιάφορα και χτίζουμε οράματα και νέφη. Οι έρωτές μας σφραγισμένοι  στην ντουλάπα της μνήμης και μόνο μας μέλημα ο σκώρος ο αναπόφευκτος. Ο αληθινός έρωτας, μια στιγμή του κάλπικου μίσους. Έλα που ξανοιγόμαστε να βρούμε ταίρια για να δαμάσουμε λίγο καιρό την άθλια φύση μας και μετά βροντάμε στην κατηφόρα τραβώντας από το πόδι όποιον μπορέσουμε ν΄ αρπάξουμε. Ήταν βέβαια κι η μονογαμία ακανθώδες ζήτημα, άσε που τ΄ αγκάθια σκλήραιναν όσο έμπαινε η άνοιξη. Στο κάτω-κάτω πασχίζουμε να πειστούμε πως είμαστε ικανοί ν΄ αγαπήσουμε και ν΄ αγαπηθούμε, απανωτές απόπειρες να βάλουμε τις μοναξιές μας στο ίδιο προαύλιο μπας και σμίξουν η μια με την άλλη και φάνε ασπιρίνες παρέα.
Το αποψινό  βράδυ (10 Μαίου), ο Χρήστος πηγαίνει στο σπίτι της Στεφανίας. Η πόλη είναι μεγάλη και φοιτητούπολη από αυτές που παντού μυρίζει καφές και ταγγισμένο λάδι. Χτυπά το κουδούνι. Η Στεφανία οσφραίνεται το κάτι ανεπαίσθητα αρνητικό από το κουδούνισμα κιόλα. Ανοίγει την πόρτα και ορμά να τον φιλήσει, όπως έκανε πάντα. Αυτή τη φορά δεν αισθάνεται τόσο την ανάγκη για τα χείλη του όσο θέλει να εξακριβώσει τη ρουτίνα, να δει πως όλα πάνε καλά. Αλλά ο Χρήστος στέκει ακίνητος, δεν τη φιλάει πίσω, δεν την παίρνει στην αγκαλιά του παρά κοιτά στο κενό, στο τίποτα, κοκαλωμένος κι ευθυτενής.

- Στέφη, πρέπει να μιλήσουμε.
- Ναι αγάπη μου, πες μου, τι έγινε; Συνέβη κάτι; Έπαθες τίποτα;
- Εεε...
- Πες μου, μίλα μου, με τρομάζεις μωράκι μου, τι τρέχει;
- Θέλω να χωρίσουμε.
Παύση. Η Στεφανία ξύνει το κεφάλι της. Βουρκώνει. “Ο μάης” σκέφτεται, “αν δεν είχαμε μάη δε θα με χώριζε. Κωλομήνας”.
- Ο λόγος;
- Τίποτα. Δε φταις εσύ. Είναι δικό μου το θέμα.
Τις επόμενες είκοσι μέρες του Μαΐου η Στεφανία κλείστηκε στο σπίτι της. Δε βγήκε ούτε στιγμή. Δεν έτρωγε. 10 Μαΐου, τι μέρα κι αυτή, σκέτος θάνατος. Τετέλεσται. “Δεν ξέρω τι θ' απογίνω, αφήστε με”. Η Στεφανία στις 10 Μαΐου πήρε τη θλίψη, τη μιζέρια, την υπερβολή, την αυτοτιμωρία και τα επέβαλλε στον εαυτό της σαν την κανονικότητα. Έτσι πέρασε ο μήνας της ολόκληρος. Απαίσιες μέρες Μαΐου. «Τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο».  Οι φίλες της ανησύχησαν, «καλέ, μήπως πρέπει να την πάμε σε κάποιον ειδικό;»            

Δυο χρόνια περάσαν από τότε και το ερωτικό παζλ δε συμπληρώθηκε ποτέ ξανά. Το θέμα είχε κάμποσο παλιώσει και γι΄ αυτό ξεχαστεί. Ο χρόνος είναι νοσοκόμα με  γοφούς σκανδαλιάρικους, ιδιοκτήτης κάβας που τρελάθηκε και μοιράζει τζάμπα πραμάτεια, παγωτατζής στο μέσο μιας Σαχάρας ντυμένος στα λευκά.
Απόψε θα κάνει τρομερή ζέστη και η Στεφανία μαζί με τη Πέννυ θα πάνε σε μια νέα φίλη, τη Λουκία, που έχει μια μεγάλη βεράντα και θ΄ αράξουν εκεί στη δροσιά οι τρεις τους για μπύρα. Όση δροσιά μπορέσει να βρει κανείς ανάμεσα στη βαριά μυρωδιά καφέ και ταγγισμένου λαδιού. Η Λουκία θα τους διηγηθεί ιστορίες από ταξίδια που έχει κάνει, από μέρη που έχει δει. Κάποια στιγμή θα βγάλει ένα άλμπουμ με φωτογραφίες και θα βαλθεί να δείχνει και να εξηγεί και μετά δώστου να ξαναδιηγιέται και να ξαναεξηγεί.. Σε μια φωτογραφία μετά την ενότητα “Ισπανία”, η Στεφανία θα δει τη Λουκία αγκαλιά με το Χρήστο σε τρυφερό εσταντανέ. Θα αρχίσει έντονη ταχυκαρδία. Αφού συγκεντρωθεί θα ρωτήσει:
-Αυτός εδώ ποιός είναι;
-Α! Είχα γυρίσει από Βαρκελώνη που 'χα πάει πριν δυο χρόνια τον Απρίλη. Καλά φοβερή πόλη, θα σας πω μετά. Και μετά από κάποιες μέρες κάναμε πικ-νικ στην παραλία και κει γνώρισα αυτό το παιδί, το Χρήστο. Ήμασταν μαζί για λίγο καρό αλλά όχι για πολύ. Στα μέσα του καλοκαιριού χωρίσαμε.
-Α, ωραία.
Τώρα, η Στεφανία πίνει μπύρα σε μεγάλες γουλιές και κοιτά τον πεζόδρομο. Κάποια παιδιά παίζουν και φωνάζουν. Το καναρίνι της Λουκίας κελαηδά. Η βεράντα είναι μεγάλη και άνετη όμως αέρας που φυσά πότε-πότε είναι ζεστός κι αυτός. Όλα είναι ζεστά. Τις γειτονιές διαπερνά μια έντονη μυρωδιά καφέ και ταγγισμένου λαδιού. Η μπύρα αφρίζει στα στομάχια των κοριτσιών όλης της φοιτητούπολης ετούτο το βραδάκι. Η θερμοκρασία δε λέει να πέσει, όλοι βγάζουν τα συμπεράσματά τους απόψε και για τη Στεφανία η αλήθεια είναι μόνο αυτή: “μεγάλος καριόλης ο Χρήστος, και τελικά δεν έφταιγε ο μάης”.Ο Νίκος Καλόγηρος ζει στη Θεσσαλονίκη.