Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 17

"Η νόσος των εραστών" του Κυριάκου Γιαλένιου

Η Νόσος των Εραστών, Μυθιστόρημα, Κυριάκος Γιαλένιος, Εκδόσεις Μελάνι, 2011

Ο Κυριάκος Γιαλένιος κάνει το συγγραφικό ντεμπούτο του δυναμικά με το μυθιστόρημα Η νόσος των εραστών, σε ηλικία 33 ετών και φαίνεται ως φυσική εξέλιξη στη ζωή του όχι μόνο λόγω επαγγέλματος (εργάζεται ως πωλητής βιβλίων σε μεγάλη αλυσίδα βιβλιοπωλείων), αλλά κυρίως λόγω της αναγνωστικής του δεινότητας- κάτι που αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου του. Επιπλέον γνωρίζοντας εκ των έσω ποια είναι τα βιβλία που φτάνουν στο ταμείο, έχει να αντιμετωπίσει πιθανότατα επιμέρους δυσκολίες και πειρασμούς. Μολαταύτα δεν διαλέγει την εύκολη οδό και μη σας ξεγελάει ο τίτλος.

Η νόσος των εραστών υπάρχει! Επιστημονικά ονομάζεται λοιμώδης μονοπυρήνωση. Επειδή όμως κανείς δεν καταλάβαινε τη διάγνωση του γιατρού, τη βάφτισαν «νόσο των εραστών», γιατί μεταδίδεται με το σάλιο. Φυσικά ο Γιαλένιος δεν αντιλαμβάνεται την εν λόγω ασθένεια με όρους ιατρικούς, ούτε ενδιαφέρεται για τον ιό που την προκαλεί ή τα συμπτώματά της. Ωστόσο ο τίτλος είναι ένα ευφυές λογοπαίγνιο που συνάμα δημιουργεί πληθώρα ερωτηματικών για τη φύση της νόσου ταύτης. Η νόσος του συγγραφέα είναι ψυχική και η θεραπεία της άγνωστη από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.

Η ιστορία διαδραματίζεται σε ασαφή χωροχρονικό πλαίσιο σε κάποιο παραθαλάσσιο θέρετρο κάποιο χειμώνα. Οι ήρωες είναι έξι: ένας δημοσιογράφος, τρεις μοναχοί (ο Νεότερος, ο Πρεσβύτερος και ο τσιγγάνος), μία μονόφθαλμη μετανάστρια και μία μυστηριώδης γυναίκα. Ο καθένας τους κουβαλάει το δικό του ξεχωριστό δράμα, όμως ο σύνδεσμος των προσωπικών τους ιστοριών είναι η νόσος των εραστών.

Ο δημοσιογράφος έχει καταφύγει στο θέρετρο για να πάρει σημαντικές αποφάσεις για την προσωπική του ζωή. Η γυναίκα που λάτρεψε φαίνεται να τον απατά με έναν πολύ νεότερό της άντρα. Έτσι απομονώνεται προκειμένου να μείνει ανεπηρέαστος από αυτήν και ενδεχομένως ό,τι άλλο τους ενώνει και να επανεξετάσει την κατάσταση. Εκεί όμως υποκύπτει στις καταχρήσεις ως πονεμένο θύμα της νόσου που είναι. Στον επάνω όροφο βρίσκονται ο Νεότερος και ο Πρεσβύτερος μοναχός. Ο Νεότερος είναι μουγγός χωρίς παθολογική αιτία. Μεγαλωμένος από τη στοργική γιαγιά του, επειδή η μητέρα του δεν μπορούσε να τον αναλάβει λόγω κατάθλιψης, εξιστορεί το οικογενειακό του δράμα μέσω χειρόγραφων σημειωμάτων στον Πρεσβύτερο, ο οποίος τον βοηθάει να βρει στοιχεία και να ξεμπλέξει το κουβάρι της ζωής του. Επειδή όμως, όσο κι αν το ράσο κάνει τη ζωή των μοναχών ευκολότερη στις καθημερινές τους συναναστροφές, χρειάζονται και κάποιον πιο «δικτυωμένο». Έτσι ζητούν τη βοήθεια του τρίτου μοναχού, του τσιγγάνου.

Η ιστορία και ο χαρακτήρας του τσιγγάνου είναι και αυτός που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Προσπάθησε να αποφύγει μια ζωή μέσα στον καταυλισμό και να ακολουθήσει πορεία ξεχωριστή από εκείνη της οικογένειάς του. Όταν όμως οι καταστάσεις δυσκόλεψαν, κατέφυγε στην παρανομία για να επιβιώσει. Στήριγμα σε αυτή την διαδρομή είχε πάντα τη λογοτεχνία, η οποία του χάρισε ομιλία και σκέψη διανοούμενου-στοιχείο ιδιαιτέρως αντιφατικό για τσιγγάνο. Θύμα και αυτός της νόσου, ερωτεύεται και για να κρύψει την ταυτότητά του και τον τρόπο ζωής του, κάνει βεβιασμένες κινήσεις, πέφτει σε λάθη και αναγκάζεται να καταφύγει στο μοναστήρι προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη. Ο πρότερος βίος του και οι δεξιότητές του- που τυχαία μαθαίνει ο Πρεσβύτερος- θα φανούν πολύ χρήσιμες για την έρευνα των δύο άλλων μοναχών.

Λίγα χιλιόμετρα παραδίπλα, υπάρχει το μοναδικό ανοιχτό μαγαζί της περιοχής, όπου μπορούν να προμηθεύονται τα απαραίτητα. Η ιδιοκτήτρια είναι μια μονόφθαλμη μετανάστρια, που ήρθε στην Ελλάδα, αφού πρώτα έχασε τον γιο και τον ανιψιό της σε επίθεση που έγινε στο σχολείο από τριάντα περίπου άγνωστους άντρες, όπου και η ίδια δούλευε ως δασκάλα. Και πολλά χιλιόμετρα πιο μακριά βρίσκεται η μυστηριώδης γυναίκα. Θύτης και θύμα της νόσου των εραστών ταυτόχρονα, γράφει σε ημερολόγιο για το χαμένο γιό της, που ξαναβρίσκει πολλά χρόνια αργότερα και για τη σχέση της με τον άνθρωπο που την γέμιζε ευτυχία.

Όλες οι παραπάνω, φαινομενικά αταίριαστες ιστορίες, δένουν θαυμαστά μέσα από μια σειρά συμπτώσεων και αφηγηματικών τεχνασμάτων. Κάποιες φορές βέβαια ένα γεγονός παραείναι καλό για να είναι αληθινό, αλλά και αυτό ακόμα κάνει τους ήρωες να φαντάζουν ακόμα τραγικότεροι.

Κάθε ιστορία παρουσιάζεται τμηματικά και οι τέσσερις (του Νεότερου, του δημοσιογράφου, του τσιγγάνου και της μυστηριώδους γυναίκας) ακολουθούν σχεδόν παράλληλη πορεία εξέλιξης και κορύφωσης αντίστοιχα. Στο τέλος, όμως, ο Κυριάκος Γιαλένιος μας οδηγεί σε μια ολοκληρωμένη αφήγηση. Οι ήρωες έχουν εξομολογηθεί τις πράξεις τους, η μοίρα τους έχει φερθεί σχεδόν γενναιόδωρα και με το τέλος έρχεται η κάθαρση.

Στις περιπτώσεις των 5 ηρώων, η αφήγηση γίνεται σε γ’ πρόσωπο με εξαίρεση ένα μόνο κεφάλαιο από τα 21, όπου αφηγητής είναι ο ίδιος ο τσιγγάνος. Στην περίπτωση της μυστηριώδους γυναίκας όμως, η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και με πλάγια γράμματα. Είναι οι σελίδες του ημερολογίου της, όπου δίνεται η ευκαιρία στο συγγραφέα αφενός να ξεδιπλώσει δοκιμιακά πολλές φορές τις σκέψεις του περί έρωτος και αφετέρου να αναδείξει το καθαρά προσωπικό του ύφος.

Ο Γιαλένιος κατόρθωσε να μας δώσει ένα σφιχτοδεμένο μυθιστόρημα σε γρήγορους ρυθμούς ως προς την αφήγηση και ακόμα περισσότερο ως προς τις ιδέες. Φιλοσοφικές ανησυχίες, κοινωνικός προβληματισμός, η θρησκεία, η λογοτεχνία, οι ανθρώπινες σχέσεις και πάνω απ’ όλα ο έρωτας εκφράζονται μέσα από την ιδιαίτερη οπτική του συγγραφέα, χωρίς μελοδράματα και ακραίους συναισθηματισμούς.  
 

Έρη Ελευθερακούδη