Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 17

Σάμιουελ Μπέκετ, Τρία Ποιήματα

Μεταφράζει η Κατερίνα Καντσού

Επιλεγμένα Ποιήματα 1930-1989

 

Ζεύγος Ελευθερίας

Τα γεμάτα επιθυμία χείλη της είναι γκρι
και χωρισμένα σαν μια μεταξωτή θηλειά
απειλώντας
ένα μικρό, παράξενο τραύμα.

Αρπάζεται νωχελικά πάνω
σε ευαίσθητα κι άγρια πράγματα
περήφανη που τα έχει αποσυνθέσει
από τη θανατηφόρα σκιά της ομορφιάς της.

Αλλά θα πεθάνει και η παγίδα της ομορφιάς της
που τόσο υπομονετικά προσφέρεται
στην εξημερωμένη άγρυπνη θλίψη μου
θα σπάσει και θα κρεμαστεί
σ’ ένα θλιβερό μισοφέγγαρο.

Άτιτλα

Ο δικός μου τόπος βρίσκεται πάνω στη ρέουσα άμμο
ανάμεσα απ’ τα βότσαλα και τους αμμόλοφους
η καλοκαιρινή βροχή βρέχει τη ζωή μου
και η ταλαιπωρημένη μου ζωή
τρέπεται σε φυγή
μία στην αρχή της και μία στο τέλος της

Η γαλήνη μου βρίσκεται εκεί-
στην υποχωρούσα ομίχλη
όταν ίσως παύσω να περπατώ
αυτά τα μακριά ασταθή κατώφλια
και ζήσω μέσα στο χώρο μιας πόρτας
που ανοίγει και κλείνει

*

Τι θα έκανα χωρίς αυτή την απρόσωπη αδιαφορία του κόσμου
όπου το να βρίσκεσαι διαρκεί παρά μια στιγμή, όταν η κάθε στιγμή
ρίχνει μέσα στο κενό την άγνοια του να έχεις υπάρξει
Χωρίς αυτό το κύμα όπου στο τέλος
το σώμα και η σκιά του καταπίνονται
Τι θα έκανα χωρίς αυτή την σιωπή
όπου τα μουρμουρίσματα πεθαίνουν
τα λαχανιάσματα, οι φρενίτιδες οδεύουν προς την αγάπη
Χωρίς αυτό τον ουρανό που ίπταται
πάνω απ’ τη σαβουριασμένη σκόνη του

Τι θα έκανα που δεν έχω ήδη κάνει χθες και προχθές
περιεργαζόμενος το σκοτεινό μου φως
και ψάχνοντας για κάποιο άλλο
περιπλανώμενος μέσα στη δίνη μακριά από καθετί ζωντανό
μέσα σ’ ένα σπασμωδικό μέρος
άφωνος μέσα σε φωνές χιλιάδες
που συνωστίζονται στην κρυψώνα μου

*
Θα ήθελα η αγάπη μου να πεθάνει
και η βροχή να πέφτει πάνω στον τάφο της
και σε μένα καθώς θα περπατώ στους δρόμους
πενθώντας την που σκέφτηκε να με αγαπήσει

Συνδεδεμένος

1.

Είναι τέτοια η απελπισία στο να κρύβεις τις λέξεις που θες να πεις
Που δεν είναι καλύτερο να αποτυγχάνεται η προσπάθεια
Απ’ το να μη γίνεται καθόλου;
Οι ώρες μετά τη φυγή σου πέφτουν πάνω μου βαριές
σύντομα θ’ αρχίσουν σιγά-σιγά να σέρνονται
πάνω σ’ ένα κρεβάτι απ’ τη δική σου έλλειψη
όπου οι μάχες αρπάζονται τυφλά
αναζωπυρώνοντας αναμνήσεις από αγάπες παλιές
αντικρίζοντας ματιές εκεί όπου κάποτε έβλεπα τα δικά σου μάτια
αλλά όλα είναι προτιμότερο να συμβαίνουν σύντομα παρά ποτέ
η ανάγκη μου, μαύρη και σκοτεινή πιτσιλάει τα πρόσωπά τους
και σου λέω ξανά πως εννέα μέρες  δεν είναι ποτέ αρκετές
γι’ αυτούς που αγαπάμε
ούτε εννέα μήνες
ούτε εννέα ζωές

2.
Και σου λέω πάλι
εάν εσύ δεν με διδάξεις δεν θα μάθω
σου λέω πάλι υπάρχει πάντα κάτι το τελευταίο
ακόμα και τις τελευταίες φορές
τις τελευταίες φορές που ικετεύεις
τις τελευταίες φορές που αγαπάς
ξέροντας πως να μη ξέρεις να προσποιείσαι
κάτι το τελευταίο ακόμη και την τελευταία φορά που σου λέω
εάν εσύ δεν μ’ αγαπήσεις δε θ’ αγαπηθώ ποτέ
εάν εγώ δεν σ’ αγαπήσω δε θ’ αγαπήσω ποτέ

η ανατάραξη των περασμένων λέξεων κατευθείαν στην καρδιά και πάλι
Αγάπη αγάπη αγάπη σαν γδούπος βαρύς ενός παλιού εμβόλου
χτυπώντας τους αναλλοίωτους σωρούς των λέξεων

κι εγώ τρομοκρατημένος και πάλι
πως ίσως δεν αγαπηθώ
πως ίσως αγαπήσω αλλά όχι εσένα
πως ίσως αγαπηθώ αλλά όχι από εσένα
ξέροντας πως να μη ξέρω να προσποιούμαι

εγώ και όλοι οι άλλοι που θα σε αγαπήσουν
αν σε αγαπήσουν

εκτός κι αν δεν σ’ αγαπήσουν