Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 17

Τα θραύσματα (7 πεζοποιήματα) - Δημήτρης Τανούδης

Στο στραφτοκόπημα μιας αχτίδας περιπλέκεται η πίσω όψη του σπιτιού, εδώ που κάθομαι, στον αέρα που ’χω τα πόδια μου καρφωμένα.
Έχουν χτίσει ευρύχωρες λεωφόρους τα μερμήγκια και μπορώ καθαρά να τις δω. Τρίζουν. Τ’ αυτιά μου πολιορκούν. Θα ’θελα να ήμουν ο τρελός τους αυτοκράτορας και να κάψω όλη τη μάταιη κοιλάδα.
Υπάρχουν εδώ αγριοβότανα, τα δοκιμάζουν οι γριές, η γλώσσα τους πρασινίζει.
Υπάρχουν θηλιές, πίσω απ’ το σπίτι, στον καταρράχτη, νερά γαλήνια, τα σάλια μου τρέχουν, στου γολγοθά τον ανήφορο. Εκεί θα εκβάλλουν οι μέρες, το μυρίζομαι κιόλας, όπως τον θάνατο που ’χω στο λαιμό μαγκώσει.
Κόψ’ τε το σκοινί, λέει η γριά. Κι ήθελα να φτύσω μες στην πράσινή της γλώσσα.
Ακόμα μια φορά από τη γαλήνη με κατεβάσαν. Κουσούρι έχω, κόμπο, ιλίγγου ανεμοτσάκισμα. Όποτε το δέντρο ξαναβλέπω. Του καταρράχτη μου αβίωτη γαλήνη.
 

*

Υπάρχουν τελικά άνθρωποι σ’ αυτά τα βάθη όπου το νερό φτιάχνει βοστρύχους από μελάνι• είναι παιδιά, πιασμένα απ’ το χέρι, αγάλματα, στον πυθμένα που ο κόσμος τα ξέβρασε.
Έχουν κόμες από στριφογυριστά κοχύλια και τα γόνατα κούφια απ’ τα τσιμπήματα των ψαριών. Παραμονεύουν το υδάτινο βιός τους, πιασμένα σε κύκλο, αποτσίγαρα σαβανωμένα.
Κάπου θέλαν να πάνε, κάτι ψάχναν να βρούνε• κι ο καπετάνιος τα έβαλε φαροφύλακες σε βάθη χωρίς κρυψώνα• είναι κρυψώνα ο χαμός τους.
Τα πόδια τους ποτέ δε λύγισαν• ούτε τώρα τα λυγίζουν• είναι από πέτρα. Σφιχτά δεμένα, στο μαύρο πυθμένα, που ξεπλένει κάθε ενοχής ανατρίχιασμα. Εκεί ζουν: στου τοίχου μας το ενυδρείο.

*

Το άγγελμα της συμφοράς στέκεται μακρύτερα απ’ όσο μπορούμε να δούμε αλλά πάνω στη μύτη των τρελών λαμπαδιάζει, όπως το κεντρί της σφήγκας, επαληθεύοντας κατά καιρούς ορισμένες βίαιες ρητορίες αυτών των ανθρώπων –πάντα μέσα σ’ αιματηρά λιντσαρίσματα–, τις οποίες δεν πήραμε στα σοβαρά κι ούτε πρόκειται να πάρουμε. Όμως θα τις δούμε στο απέναντι στενό και θα πούμε «αυτός έχει πεθάνει», κοιτάζοντας το ρολόι της τράπεζας, βάφοντας ματοτσίνορα, ξεφυσώντας ηλεκτρονικούς καπνούς. Θα έρθει το μέρος να συμβούν κι εμείς θα ξαφνιαστούμε, «εμβρόντητοι», «σοκαρισμένοι», «ποτέ δεν το περίμενα», «ανήκουστο», «τόσο αναπάντεχο», «εξωφρενικό». Κι ύστερα θα στρέψουμε το κεφάλι, όπως ο μεθυσμένος που βλέπει τον εαυτό του να έρχεται, κρύβοντας με φόβο το μπουκάλι.

*

Αχνοφαίνεται η σκιά μου στον πάγο καθώς υψώνομαι στα δυο ξυλοπόδαρα της χλεύης• και νιώθω ξαφνικά ψηλός, αληθινά ψηλός, ψηλότερος από ποτέ• όμως ψηλώνω κι άλλο, ψηλώνω φανερά, ψηλώνω απερίσκεπτα• στις νύχτες και στα χαράματά μου ψηλώνω• γύρω απ’ τον κόσμο και μέσα στο όνειρο ψηλώνω• γίνομαι πραγματικά ψηλός: τόσο που ο πάγος κόβεται στα δυο απ’ την ψηλή σκιά μου και κυλώ στην παγωμένη λίμνη, κάτω, στα ρηχά νερά, γύρω από ανθρώπους κοντούς.
Όσο πριν τους χλεύαζα, τόσο αυτοί με χλευάζουν• γιατ’ είμαι τώρα μόνος: το έκτρωμα της γειτονιάς και της χαράδρας του ματιού το όνειδος.
Όμως υπάρχουν εδώ άνθρωποι χοντροί: έχω κι εγώ κάποιους να χλευάζω. Μαζί με τους κοντούς, χλευάζουμε τους άλλους• αυτοί χλευάζουν εμάς και οι υπόλοιποι εμένα: τον χλευαζόμενο και χλευαστή, κάτω απ’ τον κομμένο πάγο, της ψηλωμένης μου σκιάς.

*

Στο μεγάλο βουνό όπου περνούμε τα χρόνια δεν υπάρχει αντανάκλαση που να μην προκαλείται από τους κρυστάλλους. Λες και μέσα τους θέλουν να κλείσουν την ίριδα των ματιών μας όποτε μπαίνουμε στα επίγεια χωράφια τους, τα απόκρημνα και σιωπηλά, με κοίλα ανεξιχνίαστα ανάμεσα στους βράχους, όπου θαμπώνουν τα βαλτόνερα, και σαν κάτι να κρύβεται, ξεμυτώντας μόνο όταν του στρέφουμε την πλάτη.
Βλέπουμε τους κισσούς, τραγούδι παθητικό και ομόκεντρο, τον εαυτό τους λαίμαργα κλωνιάζουν πάνω στις παράγκες όπου κρυβόμαστε μετά τη βαριά δουλειά μας και ρουφάμε μες στα τύμπανα όλες τις γερακίσιες φωνές, γεννήματα της ίδιας φωνής, σαν από μέδουσα που πάγωσε στους χρονικούς δακτύλιους των δέντρων.
Όταν καταρρέει το παγερό περίβλημα της γειτονίας με τον υπόλοιπο κόσμο, δεν θρηνούμε εμείς τα παιδιά που δεν βλέπουμε, αυτά που δεν έχουμε, εκείνα που ήμασταν. Αρνούμαστε εμείς τις αναμνήσεις στο μεγάλο βουνό όπου μαζεύουμε τους κρυστάλλους.
Λαγοκοιμόμαστε εμείς, όλο και πιο σκληρά δουλεύοντας, στην ίριδα να μπουν, πολύχρωμοι οι κρύσταλλοι, μέσα τους να μπούμε, ξέθωροι απ’ τον κόσμο, βαμμένοι απ’ τους κρυστάλλους.

*

Είναι εφιάλτης που αναρριγά το σώμα όπως το τσιμπούρι πιπιλά το δέρμα του σκυλιού. Είναι ιστορία ακόρεστη που ποτέ δεν σε μάθαμε γιατί πάντα μας σκοτώνεις πριν σου κόψουμε το ουροβόρο κεφάλι. Κι ανάβουν ξανά οι λαιμητόμοι, ματώνουν τα μάτια, θαμπώνει εντός μας το μέλλον: αχ ροβινσώνες, αχ καρλομάγνοι, αχ κοριτσάκια με τα σπίρτα στα πύρινα κάτεργα ρημαγμένα: ήρθε πέρασε φτάνει ο όλεθρος που συμπόνια δεν έχει για του ανθρώπου το άγριο τάγμα. Και μόνο τώρα σκιές κόκκινες αναλαμπές στο έρεβος θάλασσας αναπάλλουσας απ’ τα κύματα της καταιγίδας βωμός σμήνος ακρίδα στο θολωμένο μάτι του πιο σοφού πολιτισμού μας και βρώμικου ασφόδελού μας που φιλανθρωπεί αλλά λυπάται για την αμαρτία σιωπηλή μοιχεία με τα παιδιά των άλλων κατώτερων βανδάλων: «φονιά» ουρλιάζουν μες απ’ τα λυσσακά μιας μοντέρνας φτέρνας κι ανίκητης σμέρνας που γίνεται φόβος ντροπή αλλά ανώδυνη ενοχή καθώς τη σκιάζουν τα ρόδια τα μελίρρυτα δόντια στον φωλιασμένο εφιάλτη και στις κοιλιές του βασάλτη που ’χει απογίνει η κακούργα ζωή μας βαθιά στην πληγή μας η σκρόφα η σκύλα η φόνισσα η ερημιά μας.  

*

Συνάντησα, συναντήσαμε, ένα αυτοκίνητο καρφωμένο στον κορμό του δέντρου. Το αυτοκίνητο: κορμός δέντρου. Ένα με τον κορμό: το αυτοκίνητο. Αυτοκίνητο και κορμός: ένα δέντρο.
Νύχτες και ώρες και φορές στη δειλία χαμένες της τελευταίας ματιάς προς τα πίσω. Αλύγιστη προχωρά η τρέλα μου τις ξεγύμνωτες ώρες κι ελπίδες αστράφτουν πικρές απ’ της σελήνης το γυάλινο μάτι. Των ματιών ξεδιπλώνουν οι σήραγγες και στα όνειρα πλανιέμαι ασώματος.
Απλώνω, απλώνουμε, να βρούμε τον έναν που γλίτωσε. Φλέβα, απόστημα, περιμένει το δάχτυλο. Την πόρτα ανοίγουμε, ζει κανείς;, φωνάζουμε ξανά, μας ακούτε;, φωνάζω. Περιμένει το αίμα στα δικά μας τα μάτια. Ζει κανείς;

Ο Δημήτρης Τανούδης ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει το αφήγημα Σπασμός (Νεφέλη, 2011), κι έχει κερδίσει μια εκ των τριών υποτροφιών του 1ου Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών 2011 του ΕΚΕΒΙ.