Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 17

Η τέχνη του καφέ και... ο καφές της τέχνης

Πολύ πριν τα διαδεδομένα σημερινά ροφήματα, όπως ο cappuccino κι ο «αδελφός» του ο  freddo, ο γαλλικός, ο νες ή η γνωστή 80's «φραπεδιά», στης Ανατολής τα μέρη, μια φορά κι έναν καιρό (κατά πως πάει και ο "Κεμάλ" του Μ. Χατζιδάκι), ένας δερβίσης «ανακάλυψε το ποτό του καφέ βράζοντας στο νερό καβουρδισμένους σπόρους του ομώνυμου φυτού στα μέσα του 13ου αιώνα». Τα πρώτα καφενεία εμφανίστηκαν στα μέσα του 16ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και μετά  η διάδοσή τους έγινε ραγδαία. Γιατί; Επειδή  δεν ήταν παρά μια «πρόφαση», «…για να στηθεί σ' αυτόν το χώρο ομαδικής ζωής μια καινούρια παράδοση…».
Εκεί δημιουργήθηκε ο τύπος του «μερακλή», δηλαδή του «ερευνητή», που με τη βαθιά του γνώση πάνω στην παράδοση (μουσική - μηχανική - πολιτιστική - φιλοσοφική), καθόριζε «…τα είδη των καφέδων, με τις τόσες παραλλαγές στο ψήσιμο και στις ποσότητες καφέ και ζάχαρης». Κάπως έτσι λοιπόν, άρχισε να ταυτίζεται κι η γνώση του καφέ, με την κοινωνική και καλλιτεχνική γνώση.
Τους επόμενους αιώνες, η αστική τάξη ιδιοποιήθηκε το καφενείο και δημιούργησε έναν διαφορετικό τύπο «…για τη συμπλήρωση  της διαπαιδαγώγησης των στελεχών του κρατικού μηχανισμού και του εμπορικού τομέα…». Αυτό είναι και το καφενείο που συναντάμε στο νεοελληνικό κράτος («Γιαννοπούλου», «Ζαχαράτου», «Νέον Κέντρον», «Γαμβέττας»), στο κέντρο της Αθήνας και στο Σύνταγμα, τοποθετημένο πια δίπλα στον κρατικό μηχανισμό κι όχι στην αγορά (όπως συνέβαινε κατά παράδοση). Χωρίς κριτήριο ταξικής επιλογής, το καφενείο έγινε δεξαμενή όλης της κοινωνικής πυραμίδας, συγκεντρώνοντας ως επί το πλείστον κρατικούς υπαλλήλους, επιχειρηματίες, διανοούμενους και φοιτητές.
Στα μεταπολεμικά χρόνια, οι φοιτητές έφτιαξαν τα δικά τους στέκια και οι διανοούμενοι αποσύρθηκαν στο πατάρι του «Λουμίδη» (Χαυτεία, Σταδίου) κι έπειτα στο «Βυζάντιον» (Κολωνάκι). Οι άνθρωποι της αγοράς δε, παρέμειναν στα δικά τους μέρη ενώ οι αστοί πολιτικοί διασκορπίστηκαν. Το 1978, το κλείσιμο του «Γαμβέττα» (Κοραή και Πανεπιστημίου) σφράγισε οριστικά την εποχή του αστικού καφενείου. Σήμερα πια, διανύουμε μια πρωτοφανή εξάπλωση τέτοιων χώρων, με έντονες διαφορές από τα ονομαστά στέκια των Αθηνών. 

Αναμνήσεις, Ιστορία και μύθος

Γιατί θυμόμαστε τα στέκια όπου κάποτε συναντήθηκαν μεγάλα ονόματα της ελληνικής τέχνης; Σίγουρα όχι επειδή έφτιαχναν καλύτερο καφέ απ' ότι σήμερα. Αλλά ούτε κι επειδή γνωρίζουμε τα ποιήματα του νεαρού Κώστα Ταχτσή (συγγραφέα του μυθιστορήματος «Τρίτο στεφάνι»), για το «Μπραζίλιαν» και το «Βυζάντιον» στο Κολωνάκι. Ο εκδότης Σάμης Γαβριηλίδης, που και ο ίδιος έχει καθιερώσει το βιβλιοπωλείο του (Μαυρομιχάλη 18) ως τόπο σαββατιάτικων συναντήσεων και καλλιτεχνικών «ζυμώσεων», απαντάει ότι «το Λουμίδη τον θυμόμαστε για το προσωπικό έργο των δημιουργών». Πάνε πολλά χρόνια που στο κέντρο της πόλης και στο Κολωνάκι, οι χώροι αυτοί εκδιώχθηκαν από τράπεζες και πολυκαταστήματα αλλά ο εκδότης του επίσης ομώνυμου εκδοτικού οίκου, Στρατής Φιλιππότης, θυμάται (τότε ήταν διευθυντής της «Εστίας» και συνολικά διετέλεσε σ' αυτή τη θέση επί 29 συναπτά έτη): «Στο Λουμίδη σύχναζε ο Καρούζος, ο Ρένος Αποστολίδης, ο Ελύτης, ο Γκάτσος, ο Ανδρέας Καραντώνης, ο Γιώργος Κατσίμπαλης, ο Λεωνίδας Χρηστάκης». Να συμπληρώσουμε τη λίστα, ενδεικτικά και πάλι; Μίλτος Σαχτούρης, Νίκος Καββαδίας Αντώνης Σαμαράκης, Μάνος Χατζιδάκις, Κοσμάς Πολίτης, Κάρολος Κουν. Ο Λεωνίδας Χρηστάκης, στο βιβλίο του «Της Αθήνας», ανθολογεί φράσεις που γράφτηκαν για το Λουμίδη και το περίφημο πατάρι του, όπου σύχναζαν οι καλλιτέχνες. Διαλέγουμε την εξής: «Αν δεν υπήρχε ο Λουμίδης εμείς οι Έλληνες δε θα γνωρίζαμε τον εσπρέσσο και την μεταπολεμική ποίηση».
Κοιτώντας λοιπόν τις δεκαετίες 1950-1980, οπόταν άνθισαν αυτά τα μέρη, η αχλύ του μύθου, σκεπάζει συχνά την πραγματικότητα. Ο εκδότης του περιοδικού «Οδός Πανός», ιδιοκτήτης του μικρού βιβλιοπωλείου στη Διδότου 39, δημοσιογράφος και ποιητής Γιώργος Χρονάς εξηγεί: «Το καφενείο ήταν τόπος συνάντησης αγνώστων, ήταν κοινωνική η ζωή. Τότε όλη η ζωή ήταν σε κοινή θέα». Ο κ. Χρονάς, «βασιλιάς της Ομόνοιας», όπως τον ονόμασε ο Μάνος Χατζιδάκις, πρωτοανέβηκε στην Ομόνοια, τον «ομφαλό της γης» με τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό. Εκεί θυμάται το «Μεγαλέξαντρο», το «Νέον» (που υπάρχει και σήμερα), το «Βρεττάνια», που στη θέση τους σήμερα είναι το «Everest» και ο «Κατσέλης». Τα καφενεία, στην πιο λαϊκή αυτή εκδοχή τους, λειτουργούσαν σα στέκια, συγκέντρωναν διανοούμενους, μετατρέπονταν συχνά σε θέατρα πολιτικών συζητήσεων, ήταν ακόμη και τόπος συγκέντρωσης αδειούχων φαντάρων.
Σήμερα πια, που οι περισσότεροι έχουν κλειστεί στα σπίτια τους, οι γειτονιές έχουν εξαφανιστεί και οι έξοδοι έχουν περιοριστεί ανάμεσα στη φασίνα του σαββατοκύριακου και το άγχος της Δευτέρας, οι χώροι αυτοί έχουν εκλείψει και οι συνήθειές τους έχουν χαθεί. Ο κ. Χρονάς θυμάται το «Ρωσικόν» εκεί που σήμερα είναι το Metropolis στην Πανεπιστημίου, τον προαναφερόμενο «Μεγαλέξαντρο» όπου σήμερα είναι το KFC, το «Λουμίδη» ακόμη, που στη θέση του έχει χτιστεί παράρτημα της Τράπεζας Πίστεως. Ωστόσο κι ο ίδιος επισημαίνει ότι και σήμερα υπάρχουν τόποι συναντήσεων. Άλλωστε, το βιβλιοπωλείο του στη Διδότου 39, μετατρέπεται σ' ένα τέτοιο χώρο τα Σάββατα και τις μέρες που οργανώνει εκδηλώσεις - συζητήσεις. Από εκεί έχουν περάσει ο Μένης Κουμανταρέας, ο Σωτήρης Δημητρίου, η Κική Δημουλά, ο Κώστας Μουρσελάς, η Ζυράννα Ζατέλη κ.ά. Και με αισιοδοξία επισημαίνει ότι «το καφενείο θα ξαναγυρίσει γιατί είναι μια ελληνική πραγματικότητα». 

Η σημερινή πραγματικότητα

Σήμερα, οι πλατείες και οι μεγάλοι δρόμοι δεν ανήκουν στους περαστικούς. Αλλά ο, καλώς νοούμενος, αγοραίος μας πολιτισμός εκδηλώνεται μέσα από την ανάγκη συνάντησης με αγνώστους και της συνδιαλλαγής μαζί τους. Χώροι που ικανοποιούν αυτή την ανάγκη υπάρχουν πια πολλοί, με τη διαφορά όμως, ότι δεν έχουν το κοινωνικό εύρος που κάποτε είχαν αλλά και με τη βασικότερη διαφορά ότι σ' αυτούς, έλκονται τα ομώνυμα. Με άλλα λόγια, οι όποιες πολιτικές - πολιτιστικές «ζυμώσεις» γίνονται σ' αυτούς τους χώρους, έχουν αποκλειστικότητα πεδίου και θεματικής. Οι ζωγράφοι συναθροίζονται με τους ζωγράφους στο μπαράκι «Ένοικος» στην Καλλιδρομίου, οι υπερρεαλιστές λογοτέχνες με τους υπερρεαλιστές στον «Κοραή» στην Ιπποκράτους, στο «Φίλιον» στο Κολωνάκι θα βρει κανείς υψηλά πολιτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ ή του ΣΥΝ και μόνο σποραδικά δημιουργούς ή καλλιτέχνες.
Ακόμη, πολλοί εκδοτικοί οίκοι πλέον οργανώνουν εκδηλώσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα, όπως η «Οδός Πανός» (λογοτεχνία, εκθέσεις φωτογραφίας και ζωγραφικής) και ο «Γαβριηλίδης» που προαναφέραμε («Καθ' οδόν», εκδηλώσεις στο πεζοδρόμιο που καταλήγουν σε μπουφέ και κουβέντα). Τα μεγάλα βιβλιοπωλεία του κέντρου από την άλλη, έχουν σχεδόν όλα τμήμα Public, όπου σερβίρεται καφές ενώ παράλληλα, λειτουργεί ο πολυχώρος «Ιανός» στη Σταδίου με καφέ και ποικίλες εκδηλώσεις, η «Στοά του βιβλίου» στην Πανεπιστημίου - Σταδίου κ.ο.κ. Σ' αυτούς τους χώρους δίνεται η ευκαιρία ν' ανακατευτούν κοινό και δημιουργοί, ν' ανοίξουν συζητήσεις.
Σχεδόν όμως  πουθενά, δε θα βρει κανείς σήμερα ένα χώρο ανοιχτό στο κοινό, όπου να συγκεντρώνονται δημιουργοί διαφορετικής «τάσης» και πεδίου. Απ' αυτή την άποψη, ξεχωρίζει ο χώρος «Άλεκτον» στο Μεταξουργείο, ως τόπος συνάντησης ανθρώπων απ' όλους τους χώρους της τέχνης. Με άλλα λόγια, η κουλτούρα της αγοραίας συνάθροισης, έχει σήμερα συρρικνωθεί κάτω από το ειδικό βάρος της σύγχρονης ζωής, της αποξένωσης και των εξαντλητικών ωραρίων. 

Είναι «στέκι» το Internet;

Στο ερώτημά μας, ο υπεύθυνος έκδοσης του διαδικτυακού περιοδικού «Βακχικόν», δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου Νέστορας Πουλάκος, απαντάει θετικά. «Υπάρχει παρέα με ζωντάνια. Μαζεύονται άνθρωποι που υπάρχει περίπτωση να μη γνωριστούν ποτέ». «Διά του surfing, διά του googling, διά του e-mailing, διά του chatting…» σχηματίζονται «πυρήνες με ορμητήρια περιοδικά, όπως το Βακχικόν αλλά και δημιουργικά forum»! Ωστόσο, τα δεδομένα της μη - επαφής και της απόστασης, έρχονται σε αντίθεση με την έννοια και την ουσία του στεκιού.
Ο Ν. Πουλάκος σημειώνει: «Δεν έχουμε συναντήσει όλους τους συντάκτες μας. Αυτό είναι αρνητικοθετικό….η ανάγκη ενός μεγάλου ποσοστού εξαντλείται στο να δημοσιευτεί…το internet σου προσφέρει μια ασφάλεια στο να μην έρθεις ποτέ σε επαφή με τον άλλον. Είναι κοινωνικό φαινόμενο αυτό». Το διαδίκτυο λοιπόν, δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένας καθρέφτης της κοινωνίας, να συμπληρώσουμε εμείς. Σε αντίθεση ωστόσο, με το καθεστώς του λογοτεχνικού περιοδικού τύπου, όπου έπρεπε να «πάρεις το χρίσμα» για να δημοσιευτείς ή για να γίνεις δεκτός ως μέλος μιας κλειστής ομήγυρης, το διαδίκτυο προσφέρει: «μια πιο δημοκρατική και φιλελεύθερη ίσως έκφραση. Αυτή είναι μια μικρή, πολύ μικρή επανάσταση».
Να συμπληρώσουμε ξανά; Τουλάχιστον είναι μια επανάσταση που ταιριάζει στα σύγχρονα εργαλεία και τα παράλληλά τους ήθη, χωρίς να ξεχνάει τη «δημιουργική ρίζα» της συνάθροισης. Και οι φορείς της αν μη τι άλλο, επιδιώκουν με τακτικές συναντήσεις (οι συντάκτες του «Βακχικόν» συναντιούνται στο Ferriale, Ασκληπιού και Σόλωνος κάθε Πέμπτη βράδυ) την άμεση και ζωντανή επαφή, αυτό το αναπόσπαστο στοιχείο της λαϊκής και δημοκρατικής κουλτούρας του πολιτισμού μας. 

Σταμάτης Καλογερόπουλος


Βιβλιογραφία:
«Η Πιάτσα», Εμμ. Παπαζαχαρίου, εκδ. Κέδρος
«Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας», Γ. Παπακώστας, εκδ. Πατάκης
«Λουμίδης, ένα αγνοημένο φυτώριο ποιητών», Λ. Χρηστάκης, εκδ. Σπηλιώτη
«Της Αθήνας, χρονικό προσωπικής περιήγησης», Λ. Χρηστάκης, εκδ. Τυφλόμυγα

Σημ. Ρεπορτάζ για το μηνιαίο περιοδικό Νέμεσις, που δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 2010. Προφανώς, πολλά από τα παραπάνω δεν ισχύουν πια.