Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 11

Ακρο/στι/χίδα/, σκέψεις

του Γιάννη Παπαδημητρίου

Αρνήθηκες να πιστέψεις το συμβάν, έκλεισες τα μάτια με τις παλάμες/ να προφυλαχτείς από το φως της αποκάλυψης/ είχε συμβεί προ πολλού, μόλις χθες το κατάλαβες/ δυσκολεύτηκες να το αναγνωρίσεις, τόσο καιρό τα δαιμόνια χόρευαν στις φλέβες σου/ ακουμπούσες το κεφάλι στο μαξιλάρι και πεταγόσουν αμέσως/ ξάπλωνες στον καναπέ και τα πόδια σου υπνωτισμένα κλοτσούσαν τον αέρα/ στα χέρια σου δεν μπορούσες να βαστήξεις τίποτα, τα δάχτυλα άνοιγαν από μόνα τους/ απρόθυμο σώμα/ ένοχες σκέψεις, κι ας ήσουν καθαρός/ συναισθήματα μπολιασμένα με θυμό, φύτρωναν οι φόβοι/

Νέος σχετικά, με μπόλικη εμπειρία και απαιτήσεις/ πίεζες τον εαυτό σου, εκείνος άθελά του σε πρόδιδε/ ανίκανος να βάλεις στόχους εφικτούς, σχεδόν πάντα έπεφτες έξω/ θαύματα γινόντουσαν, αλλά δεν τα εκτιμούσες/ λες και φλέρταρες μόνιμα με τη θλίψη/ αυτή σου έδινε κουράγιο για την επόμενη αποτυχία/ αγύριστο κεφάλι, η επιμονή πότιζε τον εγωισμό σου/ γύρω σου δεν κοιτούσες, είχες εγκλωβιστεί στις αυτοαναφορές σου/ περιόριζες τις επιλογές, αντί να λύνεις προβλήματα δημιουργούσες αδιέξοδα/

Τρωτός στην καρδιά, δεν είχες δα να αντιμετωπίσεις και άλυτους γρίφους/ ούτε πολύπλοκα σταυροδρόμια, με εναέριες διαβάσεις/ καθημερινά προβλήματα, που έφερναν γκρίνια και συνέθεταν μιζέρια/ ασφυκτιούσες, κρατούσες το λαιμό σου κι έψαχνες μάταια για ναυαγοσώστη/ ικανοποίηση δεν ένιωθες, φώναζες με το παραμικρό και σε κάθε τι που βάφτιζες αναποδιά, εξοργιζόσουν/ απρόβλεπτες αντιδράσεις που σταδιακά γίνονταν όλο και πιο βίαιες/ ο έλεγχος είχε χαθεί οριστικά, αφέθηκες σε μια μελαγχολία που δεν μοιραζόσουν με κανέναν/ εκνευριζόσουν με τις πράξεις σου, όμως δεν σταματούσες/ οι μέρες περνούσαν, η κατάσταση χειροτέρευε/

Ίσως είμαι κουρασμένος, έλεγες/ μη πειστικό επιχείρημα, το ήξερες/ πάλευες να βρεις τι φταίει/ συλλογιζόσουν στιγμές, ζύγιζες αποφάσεις/ σκεπτικός, στην αγαπημένη σου θέση/ βυθιζόσουν στο χρόνο, δεν προσπαθούσες να ξεχάσεις/ απλώς, ηρεμούσες/ παρακαλούσες για βροχή, εσένα σου είχαν απαγορεύσει να κλαις/ και να επαναστατείς/ δεν σε άφηναν να φύγεις, η αγάπη τους σε αιχμαλώτιζε/ μπέρδεμα γενικώς, δεν ήταν δα και γόρδιος δεσμός/ ωστόσο, ζητούσες ανακούφιση/ άμεσα, δεν διέθετες τα μέσα/ τρόμαξες, πυκνά σύννεφα εμφανίστηκαν στο ταβάνι/

Ολόκληρος έτρεμες, σωριασμένος στο ξύλινο πάτωμα/ προετοίμαζες το αντίο, θηλιές από κρεμάλες ξεπρόβαλαν από τους τοίχους/ τρελαινόσουν;/ δεν άντεχες την απόφαση, η ιδέα αρκούσε για να μετανιώσεις/ η φαντασία βοηθούσε να ζήσεις τον εφιάλτη/ κούρνιασες, μαζεύτηκες σε μια γωνιά/ μαλωμένο παιδί, κρύωνες/ κοκκίνισες, απογοητεύτηκες ξανά/ σηκώθηκες, ξεκρέμασες τον πίνακα της δημοπρασίας/ με το καρφί, άρχισες δειλά να σκαλίζεις το ξύλο, εκεί στο σαλόνι, μπροστά από τη τηλεόραση/ στο δελτίο ειδήσεων άκουγες για δολοφονίες/ έγραψες προσευχή, σε γλώσσα άγνωστη/ νοίκιαζες το σπίτι/ κι αν σου παραπονιόντουσαν οι ιδιοκτήτες για την καταστροφή;/ κάτι θα έβρισκες να πεις, δίχως να ντραπείς.