Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 11

Αναδημοσίευση : Εξομολογήσεις ενός διαρρήκτη, του Γούντυ Άλλεν

του Σωτήρη Κακίση

(Ακολουθούν αποσπάσματα από τα υπό έκδοση απομνημονεύματα του Βιργίλιου Άιβς, που αυτό το διάστημα εκτίει την πρώτη από τις τέσσερις ενενηνταεννιάχρονες καταδίκες του, για διάφορα αδικήματα. Ο κύριος ΄Αιβς έχει σκοπό να δουλέψει με παιδιά όταν με το καλό αποφυλακισθεί).
Εντάξει, έκλεψα. Γιατί όχι; Εκεί που μεγάλωσα έπρεπε να κλέβεις για να τρως. Μετά, έπρεπε να κλέβεις για να φιλοδωρήσεις. Πολλά παιδιά κλέβανε δεκαπέντε τοις εκατό, εγώ όμως έκλεβα πάντα είκοσι, κι αυτό μ' έχε αναγάγει σε αγαπημένο των γκαρσονιών. Γυρίζοντας σπίτι από κάνα άνοιγμα αμαξιού, έκλεβα και πιτζάμες για τον ύπνο. "Η, αν ήταν ζεστή η νύχτα, έκλεβα κάνα σώβρακο. Έτσι ζούσαμε τότε. Θα μπορούσατε να πείτε πως είχα κακή ανατροφή. Ο μπαμπάς μου ήταν όλο σκαστός απ' τους μπάτσους, και δεν τον είδα αμεταμφίεστο πριν τα εικοσιδύο μου. Επί χρόνια τον είχα για ένα κοντό, μουσάτο τύπο με μαύρα γυαλιά, που ψιλοκούτσαινε. Στην πραγματικότητα, ήταν ψηλός και ξανθός, κι έμοιαζε του Λίντμπεργκ. 'Ηταν επαγγελματίας ληστής τραπεζών, αλλά στα εξηνταπέντε ήταν υποχρεωτική η έξοδος στη σύνταξη, γι' αυτό αναγκάστηκε να παροπλιστεί. Πέρασε τα λίγα επόμενα χρόνια του με κάτι ταχυδρομικές απάτες, αλλά αυξήθηκαν οι τιμές των γραμματοσήμων και καταστράφηκε.
Κι η μαμά καταζητούμενη ήταν. Βέβαια, εκείνες τις μέρες δεν ήταν όπως είναι σήμερα, με τις γυναίκες να ζητάνε ίσα δικαιώματα, και τα συναφή. Τον καιρό εκείνο, αν μια γυναίκα το ΄ριχνε στην παρανομία, οι μόνες τις δυνατότητες ήσαν ο εκβιασμός και, μια στις τόσες, κάνας εμπρησμός. Τις γυναίκες τις χρησιμοποιούσαν στο Σικάγο για όδηγούς σ΄οχήματα διαφυγής, αλλά μόνο κατά τη διάρκεια της απεργίας των οδηγών, το ’26. Τρομερή απεργία! Κράτησε οκτώ ‘βδομάδες, κι οσάκις καμιά συμμορία έκανε καμιά δουλειά και το ‘σκαγε με τα λεφτά, ήσαν αναγκασμένοι να την κάνουν με τα πόδια, “η να πάρουν ταξί.
         
Είχα μια αδελφή και δυο αδελφούς. Η Τζένυ παντρέφτηκε λεφτά. ΄Όχι άνθρωπο κανονικό, ένα εργένικο πάκο δολάρια. Ο αδελφός μου ο Βικ χώθηκε σε μια συμμορία λογοκλόπων. ΄Ηταν έτοιμος να υπογράψει την «΄Ερημη Χώρα», όταν οι ομοσπονδιακοί περικύκλωσαν το σπίτι του. ΄Εφαγε δέκα χρόνια. ΄Ένα πλουσιόπαιδο από μια κυριλέ οικογένεια που υπέγραψε τα «Κάντος» του Πάουντ τη σκαπούλαρε μ’ αναστολή. ΄Οπου φτωχός κι η μοίρα του… Ο Τσάρλυ –ο μικρότερος αδελφός μου- ήταν τοκογλυφάρα, κλεπταποδόχος, και λαμόγιο στα στοιχήματα. Ποτέ δεν βρήκε την κλίση του. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, τον πιάσανε για χαζολόγημα. Χαζολογούσε εφτά χρόνια, μέχρι να συνειδητοποιήσει πως δεν ήταν το είδος του εγκλήματος που θα του απέδιδε χρήματα.

kakisis-woody4.jpgΤο πρώτο-πρώτο πράγμα που έκλεψα ήταν μια φρατζόλα. Δούλευα στο φούρνο του Ρίφκιν, κι η δουλειά μου ήτανε ν’αφαιρώ τη μαρμελάδα από ντόνατς που είχανε μπαγιατέψει και να τα μεταφέρω σε άλλα φρέσκα προ”ιόντα. Επρόκειτο για πολύ απαιτητική εργασία, που γινόταν μ’ ένα λαστιχένιο σωληνάριο και νυστέρι χειρουργικό. Αν λίγο έτρεμε το χέρι σου, η μαρμελάδα κατέληγε στο πάτωμα, κι ο γέρο-Ρίφκιν σου τράβαγε το μαλλί. Ο ΄Αρνολντ Ρόθστην που τον  είχαμε για πολύ μάγκα, μπήκε στο μαγαζί μια μέρα κι είπε πως ήθελε να βάλει στο χέρι μια φρατζόλα, αλλά με τίποτα δεν γούσταρε να την πληρώσει. Εγώ αυτό το πήρα για νύξη, και κάθε μέρα άρχισα να κρύβω μια φέτα σικαλόψωμο στο πανωφόρι μου, κι έτσι σε τρεις ‘βδομάδες είχα συμπληρώσει ένα καρβέλι ολόκληρο. Τραβώντας όμως για το γραφείο του Ρόθστην άρχισα να νοιώθω τύψεις, γιατί, παρόλο που μισούσα τον Ρίφκιν, η γυναίκα του μ’ έχε μια φορά αφήσει να πάρω δυο σπόρια από μια δίπλα, τότε που πέθαινε ο θείος μου. Επιχείρησα να επιστρέψω στη θέση του το ψωμί, με πιάσανε όμως την ώρα που προσπαθούσα ν’ αποφασίσω σε ποιο καρβέλι ανήκε η κάθε φέτα. Βρέθηκα στο άψε-σβήσε στο Αναμορφωτήριο Ελμίρα.
Η Ελμίρα ήταν σκληρή στενή. Απέδρασα πεντάκις. Μια φορά, προσπάθησα να ξεγλιστρίσω κρυμμένος στο πίσω μέρος ενός βαν μ’άπλυτα. Οι φύλακες κάτι ψυλλιάστηκαν, κι ένας μού ‘μπηξε το κλόμπ του, ρωτώντας με τι στο ‘διάλο έκανα ξάπλα στο κοφίνι. Τον κοίταξα κατάματα και είπα: «-Είμαι πουκάμισα!». Στο τσάκ  ήταν να το χάψει. ΄Αρχισε να πηγαίνει μπρος-πίσω και να με κοιτάει κι αυτός στα μάτια. Τότε τά ‘ χασα κι εγώ λίγο. «-Είμαι πουκάμισα!», του ξανάπα. «Ντρίλινα πουκάμισα, μπλε!». Πριν προλάβω ν’αρθρώσω άλλη λέξη, βρέθηκα χειροπόδαρα σιδεράτος και πίσω στο μπουντρούμι.
Εμαθα  όλα όσα έμαθα για το έγκλημα στην Ελμίρα: Την τέχνη του πορτοφολά, τ’ άνοιγμα χρηματοκιβωτίων, το κόψιμο γυαλιού –όλα τα εξαίρετα κόλπα του επαγγέλματος. Π.χ., έμαθα (κι αυτό είναι κάτι που δεν το ξέρουν όλοι οι επαγγελματίες εγκληματίες) πως κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών με μπάτσους, τους μπάτσους τους αφήνεις να ρίξουν πρώτοι δυο φορές. ΄Ετσι πάει. Μετά ανταποδίδεις τα πυρά. Κι αν κάνας μπάτσος πει, «-Το σπίτι είναι περικυκλωμένο, βγείτ’ έξω με ψηλά τα χέρια!», δεν τους αρχίζεις με τη μια στο πιστολίδι. Λες, «-Προτιμώ να μείνω μέσα…», “η «-Θα προτιμούσα να βγω άλλη στιγμή». Υπάρχει τρόπος για το κάθε τι, αλλά σήμερα… Τελοσπάντων, τι να λέμε τώρα…
             
Για τα λίγα επόμενα χρόνια της ελεύθερης ζωής μου έγινα ο πιο πρώτος διαρρήκτης του κόσμου. Λένε για τον Ραφλς, αλλά ο Ραφλς είχε το στυλ του, κι εγώ το δικό μου. ΄Εφαγα ένα μεσημέρι με το γιο του Ραφλς. Καλό παιδί. Πήγαμε στο Λίντυ το παλιό. ΄Εκλεψε τον μύλο του πιπεριού. Εγώ έκλεψα τ’ασημικά και πετσέτες. Μετά, πήρε το κέτσαπ. Εγώ το καπέλο του. Μου πήρε την ομπρέλα και την καρφίτσα από τη γραβάτα μου. Φεύγοντας απαγάγαμε ένα σερβιτόρο. Μιλάμε για τεράστια αίθουσα… Ο πατέρας Ραφλς ξεκίνησε ως γάτος-διαρρήκτης. (Εγώ δεν το μπορούσα αυτό, γιατί τα μουστάκια του γάτου μου φέρνανε φτέρνισμα). Ντυνότανε κεραμιδόγατος και σάλταρε πάνω απ’ τις στέγες. Τελικά, τον μαγκώσανε δυό σκυλιά της Σκώτλαντ Γυαρντ, ντυμένοι σκυλιά. Υποθέτω πως θα ‘χετε ακουστά για τον Ληστή με τα Φιλιά. ‘Εμπαινε και λήστευε τα θύματά του, κι, αν ήταν γυναίκα, τη φίλαγε. ΄Ηταν πολύ στενάχωρος ο τρόπος που τον μαγκώσανε επιτέλους. Είχε δέσει δυο ματσωμένες κυράτσες και χοροπήδαγε μπροστά τους τραγουδώντας, «-Φίλα με,  τα φιλιά και νεκρούς ανασταίνουν!», όταν σκόνταψε σ’ ένα σκαμπώ κι έκανε τη λεκάνη του μαντάρα…
              
Τα παληκάρια αυτά τά ‘γραφε πάντα η πρώτη σελίδα, αλλά κι εγώ πέτυχα κάτι κόλπα, που η αστυνομία ποτέ δεν τα ξεδιάλυνε. Μια φορά, μπήκα σε μιάν έπαυλη, ανατίναξα το χρηματοκιβώτιο, κι αφαίρεσα έξι χιλιάδες δολάρια ενώ ένα ζευγάρι κοιμότανε στο ίδιο δωμάτιο. Ο άντρας ξύπνησε όταν εξερράγη ο δυναμίτης, αλλά όταν τον διαβεβαίωσα πως όλες οι εισπράξεις θα πήγαιναν στους προσκόπους, ησύχασε και ξανακοίμηθηκε. ‘Αφησα πίσω μου έξυπνα μερικά αποτυπώματα του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, που ήταν εκείνο τον καιρό Πρόεδρος. Άλλη μια φορά, σ’ ένα μεγάλο διπλωματικό κοκτέιλ, έκλεψα το διαμαντένιο κολιέ μιανής, την ώρα που της έσφιγγα το χέρι. Χρησιμοποίησα σκούπα ηλεκτρική –μια Hoover παλιά. Της μάζεψα το κολιέ και τα σκουλαρίκια. Αργότερα, ανοίγοντας τη σκούπα βρήκα και μια μασέλα στη σακούλα της, που ανήκε στον πρέσβη της Ολλανδίας.
kakisis-woody1.jpgΗ ωραιότερή μου δουλειά πάντως ήταν όταν διέρρηξα το Βρεταννικό Μουσείο. ΄Ηξερα πως ολόκληρος ο όροφος του Τμήματος Σπάνιων Πολύτιμων Λίθων ήταν παγιδευμένος και πως με την ελάχιστη πίεση θα χτυπούσε ο συναγερμός. Κατέβηκα ανάποδα δεμένος με σχοινί από τον φεγγίτη, για να μην αγγίξω το πάτωμα. Την έκανα επιδέξια, κι εν ριπή οφθαλμού αιωρούμην πάνω απ’τη θήκη εκθέσεως του διάσημου διαμαντιού Κίτριντζ. Τη στιγμή που έβγαζα τον κόφτη γυαλιού μου, ένα σπουργιτάκι πέταξε μέσ’απ’τ’άνοιγμα και προσγειώθηκε στο παρκέ. Ο συναγερμός χτύπησε κι οχτώ περιπολικά κατέφτασαν. Μού ‘ριξαν δέκα χρόνια. Τα σπουργίτι κόντεψε να φάει ισόβια. Βγήκε όμως στους έξι μήνες, μ’αναστολή. Ένα χρόνο μετά το τσακώσανε στο Φορτ Γουόρθ, γιατί καταράμφισε το ραββίνο Μόρις Κλούγκφην αφήνοντάς τον ημιλιπόθυμο.
              
Τι συμβουλή θα ‘δινα στο μέσο οικογενειάρχη για να προστατευτεί από τους διαρρήκτες; Το πρώτο είναι ν’ αφήνετε ένα φως στο σπίτι όταν βγαίνετε. Μια λάμπα έξι βαττ τουλάχιστο. Μ’ ο,τιδήποτε λιγώτερο ο διαρρήκτης θα σας το κάνει λαμπόγυαλο το σπίτι, γιατί θα του τη δώσει η τσιγγουνιά σας. Άλλη μια καλή ιδέα είναι να ΄χετε σκύλο, αλλά κι αυτό δεν σας σώζει εκατό τοις εκατό. Οσάκις ήταν να διαρρήξω σπίτι με σκύλο έριχνα μέσα σκυλοτροφή πλακωμένη στο Ταβόρ. Αν δεν τον έπιανε, έκοβα κιμά ανάμμεικτο, κομμάτια κρέας και καμιά νουβέλα του Θήοντορ Ντράιζερ. Αν τύχει να ‘χεις να ταξιδέψεις εκτός πόλης και μένει το σπίτι σου αφύλαχτο, μια καλή ιδέα είναι να τοποθετήσεις μια σιλουέτα σου φτιαγμένη από χαρτόνι μπροστά στο παράθυρο. Αλλά κι οποιαδήποτε άλλη σιλουέτα κάνει. Ένας απ’ το Μπρονξ είχε βάλει κάποτε στο παράθυρό του ένα πορτραίτο από χαρτόνι του Μοντγκόμερυ Κλιφ, και πήγε στο Κούτσερ για σαββατοκύριακο. Λίγο μετά, ο ίδιος ο Μοντγκόμερυ Κλιφ έτυχε να διαβεί από ‘κεί, κι είδε το χαρτόνι, κι έπαθε την πλάκα του. Προσπάθησε να του πιάσει κουβέντα, κι επειδή επί επτά ώρες το χαρτόνι δεν κατάφερε να του απαντήσει, ο Κλιφ γύρισε στην Καλιφόρνια κι είπε στους φίλους του πως οι νέο”υορκέζοι είναι σνομπ.
               
Αν πιάσεις κανέναν απρόσκλητο επισκέπτη την ώρα που σου γδύνει το σπίτι, μην πανικοβληθείς. Θυμήσου, είναι το ίδιο φοβισμένος μ’ εσένα. ΄Ένα καλό τέχνασμα είναι να τον κλέψεις εσύ. Ξάφνιασέ τον, και ξαλάφρωσε τον διαρρήκτη από το ρολόι και το πορτοφόλι του. Ύστερα, αυτός μπορεί να ξαπλώσει στο κρεβάτι σου, την ώρα που εσύ το σκας. Εγώ ο ίδιος πιάστηκα στην παγίδα αυτής της άμυνας, και κατέληξα να ζω στο Ντε Μόιν έξι χρόνια, με τη γυναίκα ενός άλλου και τρία παιδιά. ΄Εφυγα όταν, για καλή μου τύχη, ξάφνιασα κι εγώ με τη σειρά μου έναν άλλο κλέφτη, που πήρε τη θέση μου. Τα έξι χρόνια πού ‘ζησα μ’ εκείνη την οικογένεια ήταν πολύ ευτυχισμένα, και συχνά τα’ αναπολώ με συγκίνηση. Αν και πολλά μπορεί να πει κανείς και υπέρ της αλυσόδετης καταναγκαστικής εργασίας… 

kakisis-woody3.jpg*Το κείμενο αυτό, που μετάφρασε ο Σωτήρης Κακίσης είκοσι χρόνια και μετά την πρώτη έκδοση των βιβλίων του Γούντυ Άλλεν στα ελληνικά («Χωρίς Φτερά», «Πάτσι», «Παρενέργειες», εκδόσεις Οδυσσέας τότε, μτφρ. Σωτήρης Κακίσης), δημοσιεύτηκε σαν οπισθογράφηση στη συγκεντρωτική επανέκδοση του πεζογραφικού έργου του κυρίου Άλλεν (Γούντυ Άλλεν, «Όλα τα Γραπτά του, στη μετάφραση του Σωτήρη Κακίση», εκδόσεις Bell,  α΄ έκδοση Ιούλιος 2003, β΄ έκδοση Ιούλιος 2006), και ήταν ανέκδοτο ως τώρα διαδικτυακά.