Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 11

Ποιητερία -> Ο Γιάννης Στίγκας γράφει για χαρτί λευκό ή και κόκκινο

Πέρασαν εξηνταπέντε χρόνια από τότε που ο Ρομπέρ Ντεσνός έσβηνε ψελλίζοντας στίχους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Τερεζίν. Αυτή θα πρέπει να ήταν η προσευχή του. Κι επειδή οι προσευχές -ως γνωστόν- δεν χωράνε στην ανθρώπινη ιστορία, οι στίχοι δεν έχουν σωθεί. Δεν ξέρω να σας πω τι έλεγε ο Ντεσνός, εκείνο που ξέρω είναι ότι οι στίχοι του ήταν εκθαμβωτικά όμορφοι. Όμορφοι, με τον τρόπο που λέει ο Γιάννης, που ήξερε να χωράει επτά ωδές σ' ένα αηδόνι και το αντίστροφο.

Περάσαν σαρανταέξι χρόνια από τότε που ο Ιωσήφ Μπρόντσκι σε μια δίκη - παρωδία, σταλινικού τύπου, καταδικάστηκε ακριβώς επειδή ήταν ποιητής. Μετά την ανακοίνωση της απόφασης, όπου τον έστελναν στου διαόλου τη μάνα (ή αλλίως Σιβηρία) στο ξυλιασμένο Αρχαγγέλσκ, ο Μπρόντσκι έκανε το  σπουδαιότερο -για μένα- ποίημα του. Το παραθέτω ατόφιο.

Δικαστής: Έχετε ερωτήσεις;
Μπρόντσκι: Ναι, θα ήθελα χαρτί και μολύβι για να γράφω στο κελί μου.

Δεν ζήτησε χάρη ή επιείκεια, δεν ζήτησε καν εκδίκηση. Ζήτησε χαρτί για να γράφει. Δεν ξέρω αν του το έδωσαν τελικά, δεν ξέρω αν έμεινε λευκό ή όχι. Εκείνο που ξέρω είναι πως τέτοια χαρτιά ή λευκά μένουν ή γίνονται κόκκινα. Εκείνο που ξέρω είναι πως τέτοια χαρτιά είναι εκθαμβωτικά όμορφα, όχι με όρους αισθητικούς, αλλά γιατί είναι η αρχή του τρομερού, που λέει κι ο παλιός καλός μας σημαιοφόρος.

Αν δεν σας μύρισε αίμα μέχρι στιγμής τότε κάποιος απ' τους δυο μας ψεύδεται ή λαθεύει. Γιατί η ποίηση - όσο κι αν κάποιοι το επιθυμούν - δεν θα είναι ποτέ αναίμακτη. Θέλει όλο σου το αίμα, ειδάλλως δεν γίνεται. Προσωπικά, έχω κουραστεί να διαβάζω στίχους κούφιους, δίχως εκπρόσωπο. Ποίηση διαβάζω όχι για τις ωραίες λέξεις (οι λέξεις από μόνες τους δεν είναι ούτε ωραίες ούτε άσχημες, είναι α-διάφορες) αλλά για να βρώ μια ψυχή πίσω απ' τις λέξεις που τις κάνει να λάμπουν, μια ψυχή να τις μεγαλύνει. Αλλιώς καγχάζει το κενό κι ούτε απ' τα δόντια του δεν μπορούμε να κρατηθούμε. Εάν τώρα σας έρχεται στο μυαλό η λέξη πτώση, τότε καλά κάνετε. Και για να αντισταθώ στην όποια γοητεία της, σκέφτομαι ότι μια πτώση σαν κι αυτή δεν μπορεί ποτέ να είναι ελεύθερη. Αφήστε τους φυσικούς να λένε. Αν δεν κραυγάζαμε πέφτοντας θα ακούγαμε τις αλυσίδες να κροταλίζουν. Η πιο τυφλή η βαρύτητα. Κι η πιο βαρειά η δειλία. Η δική μας δειλία.

Τα γράφω όλα αυτά γιατί φτάσαμε πια στο εξής βάραθρο: μια τέχνη φτιαγμένη απ' τον άνθρωπο αλλά δίχως τον άνθρωπο. Είναι εκείνο το σημείο που παύει η παρηγορία της, η παραμυθία της, το "έτσι" της το εγχέμαχο, παύει η ίδια η ποίηση. Εδώ ακριβώς οφείλουμε να αντισταθούμε. Αν θέλουμε την ποίηση ως θρυαλλίδα της ύπαρξης, αν θέλουμε λίγο φεγγάρι στις πράξεις μας, εάν αντί φτερούγας, εάν τον ουρανό δικό μας. Να τον θέλουμε και να τον έχουμε. Δικαιωματικά. Ως Άνθρωποι.

Πέρασαν σαράντα χρόνια από τότε που ο Μάριος Χάκκας έγραφε: τώρα που ξέρω πως δεν κερδίζονται οι άνθρωποι ή έστω κι ένα κορίτσι με σκέτες λέξεις, πάρα μόνο με αίμα. Τώρα που καταλαβαίνω πως δεν γίνεται να φτάσεις στο ποίημα από διαβάσματα και μόνο, σ' ένα κάποιο επίτευγμα, με χαμομήλια. Ασ' τους να νομίζουν αυτοί που μάτωσαν στις παρωνυχίδες μονάχα και βγάζουν κραυγές: "Ωχ, ωχ! Αιμορραγώ σ' όλο το σώμα". Κάλπες, αφού πρόκειται για τον δείχτη του αριστερού σας χεριού. Ποιο όλο το σώμα σας;

Α, πέρασαν κιόλας σαρανταπέντε λεπτά απ' όταν διάβασα τους εξής στίχους:

Άγγελος ήμουνα
και άγγελος σε περίμενα

Γιάννης Ρηγόπουλος

Δώσε ρε λίγο το χέρι
ή τράβα πιο κει

Αντρέας Κατσικούδης

Λοιπόν; 

Ο Γιάννης Στίγκας είναι ποιητής. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές : "Η αλητεία του αίματος" (εκδ. Γαβριηλίδης, 2004), "Η όραση θ' αρχίσει ξανά" (εκδ. Κέδρος, 2006), "Ισόπαλο τραύμα" (εκδ. Κέδρος, 2009).

Σ.Σ. Η στήλη "Ποιητερία" είναι μια ιδέα του ποιητή Δημήτρη Άλλου, την οποία υλοποιεί το περιοδικό Βακχικόν. 4 ποιητές-χαρακτηριστικά δείγματα γραφής της εποχής μας "ανακατεύονται"  με τη βάση δεδομένων του περιοδικού Βακχικόν και συστήνουν την επιλογή τους στο αναγνωστικό κοινό (μια φορά σε κάθε τεύχος). Για παρατηρήσεις, σχόλια και αποστολές ποιημάτων σας στο  info@vakxikon.gr.