Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 11

Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, 14 ποιήματα Μέρος Α'

του Χρίστου Κρεμνιώτη

Ο Σαλβατόρε Κουαζίμοντο (1901-1968) είναι ένας από τους τρείς κύριους Ιταλούς ερμητικούς ποιητές του περασμένου αιώνα και, μάλλον, ο πλέον λυρικός. Με καταγωγή από τη Σικελία και με ρίζες Ισπανικές και Ελληνικές-Αχαιός από την πλευρά της μητέρας του- παρά την αρχική δυσπιστία και συχνά περιφρόνηση προς το πρόσωπο του από τους κριτικούς, αναδείχθηκε σύντομα σε κορυφαία προσωπικότητα των Ιταλικών γραμμάτων ενώ, σε παγκόσμιο επίπεδο, η συλλογή του Μέρα με την ημέρα(εκδ.1947) θεωρείται από πολλούς η πρώτη σπουδαία συλλογή μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Όπως πάντα όμως, όλες οι αποφάνσεις, για οποιονδήποτε, είναι υποκειμενικές. Κατά την άποψη μου, ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του, συνίσταται στη γεωμετρία με την οποία δομεί σχεδόν κάθε του ποίημα και προκύπτει από αυθεντική δεξιοτεχνία συνταιριάσματος εσωτερικότητας και μορφικής διαίσθησης. Τα ποιήματα του, που κατά τον Μακ Κόρμικ «δεν περιέχουνε ούτε ένα περιττό στίχο» κτίζονται με εμπνευσμένη λογική ακρίβεια και ανθρώπινα αισθαντική ελεγειακή διάθεση που κάποτε, όπως στο Βυθισμένο όμποε(εκδ. 1932), ενώνονται με τρόπο που σε φέρνει σε καλειδοσκοπική επαφή με μια μυστηριακή πραγματικότητα που παρά της πυκνές συστάσεις των υποκειμένων της, γίνεται σαφής, γοητεύοντας.  

Του Θεόδωρου Παπαΐωάννου

Ελεγεία
Μαντατοφόρα παγερή της νύχτας,
Ήρθες, απ’ το παράθυρο μου να φωτίσεις
Των ρημαγμένων σπιτιών τους ανέκφραστους τάφους.
Της καπνοβόλας γης κάθε συντρίμμι.

Εδώ ξαπόστασε το όνειρο μας,
Και ‘συ, μοναχική,
Στρέφεσαι στο βορά, οπού
Δίχως φως,
Όλα στον θάνατο τρέχουν.
                                                  Και υπομένεις.  

Θ’ αρκούσε μια ημέρα

Ο θάνατος, το όνειρο, η νοημοσύνη
Αρνούνται την ελπίδα.

Αυτή τη νύχτα στη Βαρσοβία
Καταμεσής σε δέντρα που δεν μου ανήκουν
Ψάχνω στα χρόνια
Κάποια γυναίκα του έρωτα˙ ή της αγάπης

Η άψα, τσακίζει
Τα φύλλα από τις λεύκες και εγώ
Με λέξεις που μου είναι άγνωστες
Ομολογώ:
                  Τινάζοντας τα χώματα της μνήμης.

Κάποιο κομμάτι τζαζ σκοτεινό
Διαβαίνει από τα χρώματα της ίριδας.

Η φωνή σου
Χάνεται μες στου ήχους των σιντριβανιών :

“Θ’ αρκούσε μια ημέρα
Για να σταθεί και πάλι ο κόσμος.  

Ήδη η βροχή μαζί μας

Ήδη η βροχή μαζί μας˙
Ταράζει τον άλαλο αέρα.

Τα χελιδόνια, μαδούν τα σβησμένα νερά
Των λιμνών της Λομβαρδίας, άλλοι γλάροι
Σε άλλους βυθούς και η οσμή του σανού
Φτάνει απ’ τ’ αλώνια, για να μας συντρέξει.

Ακόμη ένας χρόνος.
Δίχως ούτε ένα παράπονο που
Μετουσιωμένο
Ίσως, αιφνίδια θα νικούσε τις ημέρες.  

Μπροστά από το ομοίωμα της Ιλαρίας

Κάτω απ’ την τρυφερή σελήνη, ήδη.
Οι λόφοι σου, κατά μήκος της όχθης,
Και τα κορίτσια
Με ρούχα κόκκινα ή θαλασσιά
Με βήματα ανάλαφρα
                                           Βαδίζουν.

Έτσι στην εποχή σου αγαπημένη. Κι ο Σύριος
Το χρώμα του χάνει, κάθε ώρα μακραίνει
Και ο γλάρος
Μαίνεται στο κενό των ορφανεμένων ακτών.
Οι εραστές, κρατούν την ευτυχία στον αγέρα του Σεπτέμβρη.
Οι κινήσεις τους,
Συντροφεύουνε ήσκιους
Γνώριμων νοημάτων σε εσένα.

Οίκτο, δεν έχουν.
Κι εσύ, απ’ τη γη κρατημένη, ποιο το παράπονο σου;
Εδώ, απέμεινες μόνη, και
Το δικό μου σκίρτημα, δικό σου
Ίδιο στην οργή και
                                     Το φόβο.

Οι νεκροί,
Απώτεροι και ακόμη πέρα,
Οι ζωντανοί:
                         Σιωπηλή συντροφιά μου
                                                                         Δειλή.  

Δούναι και λαβείν

Το τίποτα, το έδωσες.
Και τώρα τίποτα δεν δίνεις εσύ που με ακούς.

Το αίμα των πολέμων, στέγνωσε.

Η περιφρόνηση, είναι αίσθημα αγνό
Κι ούτε ένα νεύμα προκαλεί, πλην
Την ώρα της ανθρώπινης συμπόνιας.

Δούναι και λαβείν˙ λοιπόν, μες στη φωνή μου
Υπάρχει αν μη τι άλλο το σημάδι:
Ένα σημάδι ζωντανής γεωμετρίας.

Μες στη δική σου
Ένα κοχύλι. Νεκρό βεβαίως.
Με τα κατάλοιπα μιας επικήδειου και
Των γογγυσμών της.  

Από την παραμορφωμένη φύση


Από την παραμορφωμένη φύση, το φύλλο
Συμμετρικό ξεφεύγει και η άγκυρα
Δεν το κρατάει: κιόλας χειμώνας, χειμώνας,
Λίγη φωτιά την καπνιά της στα κανάλια αφήνει.
Κανείς, θα μπορούσε και να προδώσει
Στις φλόγες εκείνες τη νύχτα,
Ν’ αρνηθεί
                     τη γη, τρεις φορές.

Σπας
Που εδώ και χρόνια, τι χρόνια,
Τ’ αστέρια
Στα κανάλια να επιπλέουν,
Βρομισμένα
Κοιτάς
Δίχως απέχθεια όμως,
Αν κάποιον στη γη αγαπάς,
Αν το νωπό το ξύλο τερετίζει, και
Αποτεφρώνεται η γεωμετρία
Του φύλλου που, τσιρίζοντας, σε ζεσταίνει.  

Το τελευταίο τόξο

Άφάνησε με, Κύριε, να μην ακούω
Το γδύσιμο των στομωμένων χρόνων, δώσε
Στη δεδομένη της χειρονομία να τραπεί η οδύνη :
Το έσχατο μου απέμεινε
Τόξο του κύκλου απ’ τη ζωή μου.

Κάνε με αέρα που αλητεύει ευτυχισμένος,
Κριθάρι, σπάρτο, ίσως λέπρα
Που τη γνωρίζεις μόνο από το ξέσπασμα της.

Ας μου είναι εύκολο να σε αγαπήσω
Στο χορτάρι που αντρειεύει στο φως,
Στις πτυχές που μετρούνε τα χρόνια στη σάρκα

Επεχείρησα τη ζωή :
Καθένας, ξυπόλητος
Γονατίζει στην αναζήτηση.

Ακόμη με αφήνεις: Μόνο
Στον ήσκιο που τη νύχτα λιμνάζει,
Κι ούτε ένα πέρασμα δεν μου ανοίγεται
Απ’ τους ηδυπαθείς του αίματος μου παφλασμούς.

Ο ποιητής Χρίστος Κρεμνιώτης  (1983) παρακολούθησε μαθήματα φυσικής,  μετάφρασης και μουσικής στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Έχει εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές- ΄Ωριμο Σπέρμα (εκδόσεις Πλανόδιον, 2008) και Εφηβεία του Μπλε (εκδόσεις Οδός Πανός, 2009).  Έχει μεταφράσει Περς, Ουγγαρέτι, Κουαζίμοντο, Μοντάλε, Αρτώ, Ρεμπώ, Σαίξπηρ, Ταγκόρ. Συνεργάστηκε με το ένθετο της Ελευθεροτυπίας «Βιβλιοθήκη». Μέρος της πρωτότυπης και μεταφραστικής του δουλειάς, έχει δημοσιευτεί στα περιοδικά: Πλανόδιον, Μανδραγόρας, Οδός Πανός, Αναλόγιο, Κουκούτσι, Ένεκεν, Πάροδος. Είναι κάτοικος Αθηνών. Ιστοσελίδα www.kremniotis.blogspot.com