Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 11

Κείμενο : Εξ αφορμής

της Αναστασίας Γκίτση

Ήθελα να σου γράψω για την ακινησία της στιγμής, ανάμεσα στο ηλιοστάλακτο τoυ μεσημεριού και στην αναμονή της απογευματινής δροσοσταλίδας στα φυλλώματα των δέντρων. Να σου γράψω ήθελα για την ζεστή αναπνοή του αέρα στο δωμάτιο των ήχων, που τ’αργόσυρτα βήματα των στρατιωτών παρατάσσονται μπροστά σε πύργους ισχυρών επιχειρημάτων. Εκείνη την τετράγωνη προβολή της σκέψης, μικρόκοσμος μιας άλλης ενοχής σε σκακιέρα παραταγμένη στρατηγικά επιμελημένα.   
Δεν ήθελα όμως να σου μιλήσω με λέξεις, σωπαίνει το σάλιο, πνίγεται η γλώσσα σαν θέλει να γραφτεί κι όχι να ειπωθεί. Να σου γράψω ήθελα για μια παρτίδα σκάκι που έφυγαν πιόνια και παίκτες -ποια τα πιόνια, ποιοι οι παίχτες κανείς δεν έμαθε- και έμεινε ν’ασπρομαυρίζει το τοπίο. Να, γι’αυτό ήθελα να σου γράψω και όχι να σου πω. Πώς να περιγράψεις την θέαση; Λέξεις δεν βρίσκονται, εικόνες μόνο ανασύρονται από την λησμονημένη θύμηση και ξαπλώνουν σιμά μας, κορμιά πληγωμένων στρατιωτών, «τραβάνε μπρος σκυφτοί δίχως καν όνειρα» ψιθυρίζει ο Αναγνωστάκης.  Να σου γράψω, μέσα σ’αυτόν τον ψίθυρο θέλω, για τα σακατεμένα βράδια και τα όνειρα με τα σπασμένα πλευρά που γιγαντώνονται σκιές σαν σβήσει το κερί της μέρας, να σου μιλήσω για τις θέσεις εναλλαγής θύτη και θύματος, πληγής και ηδονής, άσπρου μαύρου και για μια βασίλισσα που ορέγεται το κουτάκι του Βασιλιά.

Να σου πω δια γραφής ποιητή, πως «όλα, όλα και τ’αλογά μου θα στα δώσω, μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω που ξέρει μόνο σ’ένα χρώμα να πηγαίνει, δρασκελώντας την μια άκρη ως την άλλη, γελώντας μπρός στις τόσες πανοπλίες σου». Και τότε, αν θέλεις πες μου και εσύ, ή σώπασε σ’ένα παιχνίδι σκακιού που νικητής και νικημένος σε μονόχρωμο κάδρο της ζωής και του έρωτα θα παρατάει όπλα και πανοπλίες, αγριέματα και βία και σαλός του έρωτα και της αξίας του παιχνιδιού θα δρασκελίζει τις άκριες της ζωής σαν να μην βρίσκουν τέλος ποτέ, εμπόδιο να μην γνωρίζουν.

Τα πιόνια που φεύγουν μόνα τους από την αρένα, που δεν αντιμάχονται στο διαφορετικό, το από αλλού φερμένο, γυμνά φεύγουν -να το θυμάσαι- με μόνη σάρκα υπεράσπισης την σαλή θυσιαστική τους επιθυμία να εγκαταλείψουν ό,τι με περισσή αγάπη τους δόθηκε σε παιχνίδια, που νικητές και νικημένοι μπερδεύουν χρώματα και περιοριστικά κουτάκια, αψηφούν χρονοδιακόπτες και χωροταξικές επιταγές.  Αν θες κι εσύ, σώπασε, πώς να περιγράψεις εξάλλου την σαλότητα της θυσίας σε καιρούς άγριους σαν τους δικούς μας!