Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 11

'Ενας απολογισμός για την "εύθραυστη" παράσταση

της Κατερίνας Καντσού

Αρχές Νοεμβρίου, κάπου στην Κερασούντος κοντά στην πλατεία Μαβίλη. Το κουδούνι χτυπάει και σιγά-σιγά φτάνουν ένα-ένα καινούρια, φρέσκα πρόσωπα έτοιμα να γνωριστούν μεταξύ τους. Ο Γιάννης, η ΄Ελενα, ο Κωστής, η Μαρία, η Ιωάννα, η Κάλλι, ο Δημήτρης, ο Παναγιώτης, η Ελένη, η Γεωργία και η Κατερίνα. Το σπίτι γεμίζει, επικρατεί μια αμήχανη σιωπή.

Συστηνόμαστε, κοιταζόμαστε κι αρχίζουμε να μιλάμε, να ρωτάμε, να συμφωνούμε, να διαφωνούμε, να διαβάζουμε, να σκεφτόμαστε, ν’ αναρωτιόμαστε: Τι είναι πλήξη; Κι εμείς νιώθουμε έτσι; Και γιατί; Προβληματισμοί γύρω απ’ αυτό το συναίσθημα (που ήταν και η αρχική ιδέα και τίτλος της παράστασης), το ασυνείδητο, τον Καντ, τον Φρόυντ, τον Τρίερ ακόμα και την Αγία Γραφή, μας οδηγούν την επόμενη φορά στον έβδομο όροφο ενός χώρου στη Σοφοκλέους που θα μας φιλοξενήσει για τους επόμενους 5 μήνες. Αυτή τη φορά βρίσκονται εκεί ο Κωστής, η Μαρία, η Ιωάννα, η Κάλλι, ο Δημήτρης, η Βιβή, η Κατερίνα, η Ελένη, η Γεωργία, η Κατερίνα και η Ειρήνη. Μια σκηνοθέτης, δύο βοηθοί, μία σκηνογράφος, 7 νέοι ηθοποιοί.

Και το ταξίδι ξεκινάει. Άλλοτε αφιλόξενο, άλλοτε χωρίς προορισμό, κάποιες φορές μοναχικό, άλλες αισιόδοξο, απαισιόδοξο, αρκετές φορές σκληρό, ακόμη περισσότερες κουραστικό και με πολλές, μα πολλές δυσκολίες. Σ’ αυτό το ταξίδι κυβερνήτης ήταν ένας και συνοδοιπόροι όλοι μαζί και ξεχωριστά ο καθένας βίωνε την προσωπική του αγωνία, απογοήτευση, έμπνευση, προσδοκία, φόβο, χαρά.
Οι στάσεις πολλές. Κάθε σταθμός  και μια νέα εμπειρία που με τη σειρά της κυοφορούσε και μια νέα προσδοκία άλλοτε πραγματοποιήσιμη, άλλοτε όχι, μα και πολλές αναταραχές που έφερναν το πλήρωμα σε ανακατάταξη και μπροστά σε νέες αλλαγές που έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει.

Κι έτσι κάθε φορά ξεκινούσαμε απ’ την αρχή. Η θάλασσα στην οποία ταξιδεύαμε ήταν αρκετές φορές φουρτουνιασμένη, όμως και η κάθε φουρτούνα έφερνε με τη σειρά της  αρκετές στιγμές γαλήνης, χαράς και γέλιου. Μέσα σ’ αυτό το οδοιπορικό, κάποιοι δεν άντεξαν κι έφυγαν, καινούρια άτομα προστέθηκαν, άλλοι αντικαταστάθηκαν από κάποιους άλλους, κάποιοι έπαψαν να ενδιαφέρονται όπως πριν, το σίγουρο όμως είναι πως όσοι έμειναν δεν ήταν πια οι ίδιοι μετά την αγκυροβόληση του καραβιού στο λιμάνι. Όλοι άλλαξαν. Κάποιοι ξαναβρήκαν τον εαυτό τους, κάποιοι τον αναγνώρισαν εκεί, κάποιοι άλλοι έκαναν βουτιά μέσα του. Ή μάλλον όλοι. Και για κανέναν δεν υπήρχε σωσίβια λέμβος. Για κάποιους, ούτε καν ελπίδα σωτηρίας. ‘Ομως, άξιζε το ρίσκο. ‘Βουτιά από ψηλά σε μολυβένια θάλασσα...’ Πώς αλλιώς θα αντικρίζαμε αυτό που υπήρχε εκεί μέσα και ήταν κρυμμένο, ξεχασμένο ή απλά πολύ φοβισμένο για να βγει στην επιφάνεια;

Συνεπιβάτες λοιπόν. Σ’ ένα ταξίδι που ισοδυναμούσε με την ίδια τη ζωή. Που ξεκινούσε με το άφθαρτο για να καταλήξει στο φθαρτό, γήινο, θνητό κι εύθραυστο σώμα μας και να μας υπενθυμίσει τη φθορά του εαυτού μας και κατ’ επέκταση της ίδιας της ζωής, το εύθραυστο της ανθρώπινης ύπαρξης και φύσης μας. Κι έτσι μάθαμε πόσο ανυπεράσπιστοι και ανήμποροι είμαστε μπροστά της και μπροστά στη γνώση της. Μιας και είναι η ίδια εκείνη δύναμη που υπάρχει μέσα μας και μας ωθεί να κάνουμε πράγματα που ούτε είχαμε φανταστεί πως θα κάναμε ή πράγματα που δεν πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να κάνουμε. Όλοι ξεπεράσαμε τον εαυτό μας και όλοι μάθαμε μέσα απ’ αυτό. Μάθαμε πόσο πανούργα, σκληρή, κυνική, μυστήρια, πολύπλοκη, βάρβαρη, βασανιστική, τρυφερή, ευαίσθητη, φοβισμένη, μπερδεμένη, ανήσυχη είναι η φύση του καθενός μας και πόσο ανώφελο είναι να προσπαθούμε συνεχώς να την εξηγούμε, όταν εκείνη έχει πάντα τον τρόπο να μας ξαφνιάζει και να μας εκπλήσσει. Άλλοτε ευχάριστα, άλλοτε δυσάρεστα.

Κι αφού γνωρίσαμε στο έπακρο όλη της τη σκληρότητα κι αγριότητα, βγήκαμε νικητές μέσα από μια μάχη πολλών ωρών προβών, συζητήσεων κι αναλύσεων, κρύου, υγρασίας και κούρασης, χρησιμοποιώντας γυμνά σώματα, βάθρο, ατελείωτες μουσικές και τσιγάρα, χορούς, καπέλα, λεκάνες με νερά, ντισκομπάλες, λουλούδια, ψεύτικο χιόνι, μικρόφωνα, μαχαίρια, νυφικά, ρύζι, κέτσαπ, μπαλόνια σωπαίνοντας στην αρχή και χρησιμοποιώντας μόνο το σώμα και το πρόσωπο για να μπορέσουμε να βιώσουμε ένα απόλυτο και γενναιόδωρο δόσιμο προς το συναίσθημα.

Η σιωπή θα έδινε σε λίγο καιρό τη θέση της σε ‘λίστες με τα πράγματα για τα οποία αξίζει κανείς να ζει’ , ‘λίστες από κατηγορίες’ και ‘λίστες με τα πράγματα που δεν κάνουμε’ για να οδηγήσει σιγά-σιγά τη δράση γύρω από ένα τραπέζι όπου ακούγονται απαγγελίες προσευχών, τραγουδιών και ποιημάτων, αποσπάσματα απ’ την Αγία Γραφή και της συνέντευξης της Κικής Δημουλά, ευχαριστίες προς το κοινό, λίστα με τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, ‘το τυχερό μου αστέρι’, ‘θέλω να βρω την ησυχία μου’, ‘σου έχει περάσει ποτέ από το μυαλό ότι ψάχνεις σε λάθος μέρος;’ για να καταλήξει σε εύθραυστους απολογισμούς  και μαγικά κόλπα γύρω από τη ζωή, τον έρωτα και το χωρισμό, τη μοναξιά, το ανέλπιστο, την ένωση, τον Άμλετ, τους λόγους που κάνουν την καρδιά να χτυπά δυνατά και το θάνατο, όλα σερβιρισμένα με σεβασμό μέσα σε μια μαγική, ιδιαίτερη και ξεχωριστή ατμόσφαιρα ειπωμένα με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα.

Και κάπως έτσι τελείωσε (ή μήπως τώρα ξεκινάει;) η περιπέτεια  στο άβατο της ψυχής εκεί που η ζωή συναντούσε το θέατρο και με μόνο οδηγό την αλήθεια επιχειρούσε να την ψάξει και να την ανακαλύψει στο τώρα, στα βλέμματα, στις κινήσεις, στα χαμόγελα, στις πράξεις. Η αναζήτησή της όμως, δεν σταματάει εδώ. Όσο συνεχίζουμε ν’ ανασαίνουμε, εκείνη θα εφευρίσκεται και θα προσδιορίζεται ξανά και ξανά δίνοντάς μας τροφή για νέες περιπέτειες.

"Απ’ όλες τις αποστάσεις, λέει
ανάμεσα στη γη και στον ήλιο
στη γη και στ’ αστέρια
στη γη και στο φεγγάρι
δεν υπάρχει μεγαλύτερη, λέει
απ’ αυτήν ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ εμένα...’

‘Ας ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ
να γεμίσεις με φως το φρικτό μου σκοτάδι
και στα δυο σου τα χέρια να με σφίξεις ζεστά
ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά..."